20 λεπτά θαμμένος στο 1,5μ.: Η ιστορία του σκιέρ που βγήκε ζωντανός απ’ την χιονοστιβάδα που προκάλεσε η παρέα του

Δυστυχώς οι ορειβάτες στα Βαρδούσια δεν στάθηκαν το ίδιο τυχεροί…

Δεν θες να σκέπτεσαι πώς ήταν οι τελευταίες τους στιγμές. Το ξέρεις πως είναι εγωιστικό από μεριάς σου, αλλά είναι κάτι σαν αυτοπροστασία, μπρος στο μέγεθος της φρίκης. Η τραγωδία που εκτυλίχθηκε αυτές τις μέρες στα Βαρδούσια, με τους τέσσερις ορειβάτες που βρήκαν μαρτυρικό θάνατο λόγω χιονοστιβάδας, είναι απ’ αυτές που το στομάχι δένεται κόμπος σαν μαθαίνεις τι έγινε.

Οι χιονοστιβάδες είναι φαινόμενο που δεν εξαρτάται μόνο από την ποσότητα του χιονιού, αλλά από μίξη καιρικών συνθηκών, ανέμων και μορφολογίας του εδάφους. Μπορεί να αιφνιδιάσουν δηλαδή και έμπειρους ορειβάτες. Κυρίως επειδή μπορούν να προκληθούν πραγματικά από το πουθενά, ακόμα και από μια ισχυρή φωνή.

Η παρακάτω ιστορία, που συνέβη τον Μάρτιο του 2013 στον Καναδά, δείχνει ακριβώς το πόσο εύκολο είναι να συμβεί το κακό. Την διηγήθηκε ο Άλαν Τούγκαϊ, σε ένα περιοδικό (Backpaper) που απευθύνεται σε λάτρεις των extreme σπορ. Ο ίδιος είναι φανατικός σκιέρ και είδε το χάρο με τα μάτια του κάνοντας αυτό που αγαπάει τόσο.

Η περιγραφή για το πώς ένιωσε το χιόνι να τον καλύπτει απ’ άκρη σ’ άκρη του σώματός του, βυθίζοντάς τον στο απόλυτο σκοτάδι, σε στοιχειώνει. Με το ζόρι μπορούσε να ανασάνει και γρήγορα κατάλαβε πως δεν είχε οξυγόνο παρά για ελάχιστα λεπτά ακόμη. Πάνω στον τρόμο και στον πανικό του, μια σκέψη τον περικύκλωσε: «Αυτό είναι, θα πεθάνω…».

Κι όμως, όλα είχαν ξεκινήσει τόσο χαρούμενα. Την είχαν κανονίσει από καιρό αυτήν την εκδρομή για σκι με την παρέα του, το περίμεναν διακαώς. Με την κοπέλα του, Ανίκ και ένα φιλικό ζευγάρι, τον Ματ και τη Λάουρα μοιράζονταν την ίδια αγάπη για το χιόνι, το βουνό και το σκι.

Κανόνισαν να πάνε σε ski resort κοντά στο Τέρας, μια περιοχή στη Βρετανική Κολούμπια. Κι εδώ έρχεται το κρίσιμο στοιχείο: Είχαν λάβει πληροφόρηση από τις αρχές πως υπήρχε κίνδυνος χιονοστιβάδων. Αλλά παρόλα αυτά επέμειναν. Διάλεξαν απλά ένα σημείο που στα μάτια τους έμοιαζε απόλυτα ασφαλές. Είχαν ορατότητα οπότε αν συνέβαινε κάτι κακό – νόμιζαν – πως θα υπήρχε επαρκής χρόνος για να προλάβουν να προφυλαχθούν.

Έκαναν, επίσης, όσα θεωρητικά προβλέπονταν για να ‘ναι ΟΚ. Εκτεταμένους ελέγχους και αναλύσεις για το βάθος του χιονιού, λεπτομέρειες για τη διαδρομή που θα ακολουθούσαν. Προϊόντος του χρόνου, έπαψαν να ανησυχούν. Γελούσαν, έκαναν high-five μεταξύ τους, περνούσαν καλά. Η μέρα ήταν φωτεινή, όλα έμοιαζαν ήσυχα. Είχαν, επίσης, το βουνό ήταν σχεδόν όλο δικό τους, αφού με εξαίρεση μια ακόμα ολιγομελή ομάδα σκιέρ, κανείς άλλος δεν είχε τολμήσει να ανεβεί για σκι εκείνη τη μέρα.

Αποφάσισαν να πάνε ακόμα παραπέρα και να είναι τελείως σόλο. Υποτιμώντας τους κινδύνους, με την έξαψη της στιγμής και την αδρεναλίνη να τους κάνουν να νιώθουν άτρωτοι. Και τότε ήταν που συνέβη. Ο Ματ φώναξε με όλη του τη δύναμη κοιτώντας ψηλά προς το βουνό: «Χιονοστιβάδα!»

Αυτό που ακούστηκε, αμέσως μετά, σύμφωνα με τα λόγια του, ήταν σαν διερχόμενο αεροπλάνο, ένας απόκοσμος και τρομερός βρυχηθμός. Ένα τεράστιο σύννεφο σκόνης κατέκλυσε τα πάντα στο οπτικό τους πεδίο και κατέβαινε καταπάνω τους με απίστευτη ορμή. Παράτησαν τον εξοπλισμό τους και άρχισαν να τρέχουν, αλλά ήταν ένας άνισος αγώνας. Το χιόνι, γρήγορα, τους κατάπιε, τους παρέσυρε μέσα σε δευτερόλεπτα πολύ μακριά από εκεί που βρισκόντουσαν. Όταν αυτή η «κούρσα τρόμου» σταμάτησε, δεν είχαν ιδέα πού είχαν φτάσει.

Η περιγραφή του Άλαν για το τι συνέβη εκείνες τις στιγμές, σε κάνει να ανατριχιάσεις σύγκορμος: «Δεν μπορούσα να καταλάβω πού είναι το πάνω και πού το κάτω, μου ήταν αδύνατο να κινηθώ. Άκουγα το χιόνι να τρίζει καθώς με τύλιγε, θάβοντας το σώμα μου. Πνίγηκα με το χιόνι που είχε κολλήσει στο λαιμό μου, αλλά δεν υπήρχε αρκετός αέρας για να βήξω. Για λίγο, επικεντρώθηκα σε όσες ανάσες είχα ακόμη.Σκεφτόμουν τη ζωή μου – πόσο σύντομη ήταν, αλλά πόσο γλυκιά. Λυπήθηκα που πέθαινα, αλλά ένιωθα έτοιμος. Άλλωστε, δεν είχα άλλη επιλογή. Και κάπως έτσι, ήρεμα, έχασα τις αισθήσεις μου…».

Θαμμένοι κάτω από το χιόνι ήταν αυτός, μαζί με τη Λόρα και την Ανίκ. Ο Ματ είχε προλάβει να ανεβεί σε ένα δέντρο και να κρατηθεί από εκεί. Για καλή τους τύχη, μέσα στην ατυχία τους, το όλο συμβάν είχε δει η άλλη ομάδα σκιέρ που ήταν στην περιοχή. Έτρεξαν αμέσως να τους απεγκλωβίσουν. Πρώτα έβγαλαν τις δύο γυναίκες. Μετά τον Άλαν.

Είχε μείνει θαμμένος σε βάθος 1,5 μέτρων, για περισσότερα από 20 λεπτά. Τα περισσότερα θύματα χιονοστιβάδων δεν επιβιώνουν τόσο πολύ. Δέκα λεπτά ακόμα κάτω από το χιόνι και θα ήταν σίγουρα νεκρός.

Όταν άκουσε τις φωνές των διασωστών, όπως διηγήθηκε αργότερα, νόμισε ότι ήταν φωνές αγγέλων. Μόνο όταν βγήκε στο φως του ηλίου, συνειδητοποίησε ότι είχε σωθεί. Ένιωθε σαν μεθυσμένος, τόσο από την έλλειψη οξυγόνου όσο και από την ανακούφιση που ήταν ζωντανός. Σφύριξε για να ακούσει τη φωνή του και κοίταξε τα χέρια του για να βεβαιωθεί ότι ήταν αληθινά.

Οι τέσσερις φίλοι γελούσαν και έκλαιγαν. Από χαρά που είχαν γλιτώσει, αλλά και τρόμο για το τι θα μπορούσε να είχε συμβεί. Αργότερα ήρθε και η ενοχή, η ντροπή που αγνόησαν τις προειδοποιήσεις. Αλλά το μάθημά τους το έμαθαν έστω με σκληρό τρόπο. Από τότε μάλιστα, κάθε χρόνο, γιορτάζουν την 17η Μαρτίου, τη μέρα δηλαδή που συνέβη το ατύχημα, σαν τα δεύτερα γενέθλιά τους. Θα έπρεπε να είχαν πεθάνει. Αντ’ αυτού, κέρδισαν μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή…