Διάφανος να στέκεται στην πλώρη. Να τρώει πέτρινο ψωμί. Κάπως έτσι επιδαψιλεύει τα ονείρατα του στον μύθο του Σέζαρ Βαγιέχο ο Θανασάρας. Ο περουβιανός προπομπός του Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, αλλά σε ποιητική εκδοχή. Αυτή είναι η ανάκλαση του Σέζαρ Άμπραχαμ Βαγιέχο στο δικό μου μυαλό. Πέθαναν σε ίδια ηλικία (46), επιδίωξαν την επαγρύπνιση των ομοεθνών τους, ο καθένας από το δικό του μετερίζι και άλλαξαν την πορεία του αντικειμένου τους. Με διαφορετικές συνισταμένες σαφώς, με διαφορετικής μορφής επιδραστικότητα, μα διόλου ευκαταφρόνητα.
Ο Καίσαρας ανήκει σε μια μεγάλη σχολή της ισπανόφωνης ποίησης. Εκείνης που αναπτύχθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα σε όλη τη Λατινική Αμερική, με επίκεντρο το Περού. Αυτός και ο Νίκανορ Πάρα ήταν οι πρώτοι σπόροι στην λογοτεχνική κληρονομιά της ηπείρου. Ο Χοδορόφσκι για παράδειγμα έχει ενθηκεύσει στη φιλοσοφία του τον σουρεαλισμό που διαπλέκεται με μια ιθαγενή ωμότητα.
Γεννημένος το 1892 στο Σαντιάγο δε Τσούκο, ένα χωριό στις Άνδεις, ο Σέζαρ Βαγιέχο αφιέρωσε τα μάτια του στην τόσο εξιστορημένη ταλαιπωρία των αυτοχθόνων. Ο φρέσκος καθολικισμός, η αλιεία, η τυφλή υπακοή στον μπαμπά-αποικισμό διαμόρφωσαν την ψυχοσύνθεση του. Οι γονείς του τον πίεζαν για να γίνει ιεροκήρυκας. Εκείνος επέλεξε μια μέση λύση κι έγινε ταμίας στο γραφείο του μπαμπά του στο Τρουχίγιο. Η ζωή σε μια πόλη τον έφερε κοντά σε επιστημονικές και καθόλου θρησκευτικές θεωρήσεις. Μαρξ, Δαρβίνος και πλείστοι άλλοι ρασιοναλιστές φιλόσοφοι απήγαγαν την υποταγή σε έναν Θεό.
Πολύ περισσότερο, ο Βαγιέχο αντιλαμβανόταν ότι μεγάλωνε σε έναν κόσμο όπου ο Θεός ελάχιστη ανάμειξη θα μπορούσε να έχει. Τα πράγματα ήταν έτσι και έτσι θα ήταν.
Η φυγή του στην πρωτεύουσα Λίμα, στο μεγάλο υψόμετρο, τον καθόρισε μια για πάντα. Έχοντας αφήσει πίσω την κανονική οικογένεια, ταυτίστηκε με ομοϊδεάτες του από τη σχολή όπου σπούδασε φαρμακευτική, νομική και λογοτεχνία. Με την βοήθεια τους κατέπνιξε τον όποιο συναισθηματισμό θα μπορούσε να φέρει η απώλεια του βασικότερου δεσμού. Η επιβολή μιας αυστηρότητας και χαλιναγώγησης στην ψυχή, η σκαιότητα, έγιναν τα μολύβια του καθώς έγραψε τα πρώτα του ποιήματα. Η πρώτη συλλογή του με τίτλο Los Heraldos Negros (Οι μαύροι μαντατοφόροι) είναι μια φαρδιά υπογραφή των βιωμάτων του στην μοναχική μεγαλούπολη.
Πολύ γρήγορα ο Σέζαρ παρατάει την όποια προσπάθεια αναζήτησης νοήματος στον κόσμο και στα επί μέρους στοιχεία του. Η ζωή είναι αυτή που είναι και δεν υπάρχει λόγος να ανασηκώνουμε λέξεις και πράξεις με στόχο μια μεγάλη εξεύρεση. Οι επιδράσεις του τον οδηγούσαν από αλλαγή σε αλλαγή. Ενστερνίστηκε τον σουρεαλισμό, κοιτάζοντας μια απότομη μορφή του. Στις περιγραφές των τοπίων προσέθετε μεν έναν ερωτισμό, όμως το τοπίο ήταν πέρα ως πέρα άγριο. Το όποιο θέαμα έπρεπε να παρουσιάζει μια βιαιότητα.
Αυτό το κυνήγι διευκολύνθηκε πολύ όταν στα 26 του έχασε την μητέρα του. Πλέον, η ορφάνια μετέτρεπε οτιδήποτε σε κυνικό και σκληρό.
Η αίσθηση της άπιαστης πληρότητας, επάρκειας και ικανοποίησης πήρε ισχυρή θέση στον ψυχισμό του. Μια θέση που εδραιώθηκε ακόμα πιο βαθιά με την επιστροφή του στο Τσούκο. Μια φωτιά σε ένα κατάστημα τον έφερε σε θέση υπαίτιου και τον φυλάκισαν για 3 μήνες. Η συλλογή του Trilce ήταν η γραπτή σάρκα όλων των παραπάνω. Ήταν και είναι το έργο που έκανε τον Βαγιέχο υπερπόντιο. Οι γλωσσολογικές νόρμες ξεπερνιούνται από τον Σέζαρ. Επιστρατεύεται μια δική του γλώσσα που έχει την δύναμη να αντέξει το βάθος των συναισθημάτων του. Όπως εξηγεί ο ερευνητής Ντ. Π. Γκάλαχερ «Ο Βαγιέχο στράφηκε στη δημιουργία μιας γλώσσας που ξέφευγε από την παραδοσιακή της Λατινικής Αμερικής. Η γλώσσα δεν έκρυβε πλέον πράγματα. Τα αποκάλυπτε».
Στο μονοπάτι που είχε μπει ο Βαγιέχο θα απαρνιόταν τον ανθρωπισμό, την φύση του ανθρώπου. Ο ισπανικός εμφύλιος επιδείνωσε την τεράστια απογοήτευση των προσδοκιών του. Ο άνθρωπος έχει γεννηθεί με βιολογικούς και χωροχρονικούς περιορισμούς. Για να τους ακυρώσει και να έχει την ψευδαίσθηση της κυριαρχίας, επιβάλλει στον εαυτό του νέους. Κυβέρνηση, κοινωνία, πολιτισμός. Ο ντετερμινισμός του περνάει σε άλλη διάσταση.
Το 1923 φεύγει για το Παρίσι. Μέχρι το 1930, όταν και θα τον εξορίσουν, θα επιδιώξει νέες φόρμες για την ποίηση και την λογοτεχνία. Θα επισκεφτεί τρεις φορές την Σοβιετική Ένωση, την κομμουνίστρια-μαμά. Η πολιτική θα τον εγκλωβίσει με έντονες προεκτάσεις. Η συλλογή Poemas Humanos είναι «εγγονάκι» του Μαρξ.
Μετά το ’30 Ο Σέζαρ κατέφυγε στην Ισπανία και έζησε στο πετσί του τον εμφύλιο. Στάθηκε στο πλευρό των κομμουνιστών αδελφών του και δούλεψε ως δημοσιογράφος για να γίνει η φωνή της προπαγάνδας τους. Το 1938, αφού έχει επανέλθει στο Παρίσι και εργάζεται ως καθηγητής λογοτεχνίας, αφήνει την τελευταία του πνοή ύστερα από μια ραγδαία εξέλιξη αδιευκρίνιστης νόσου. Μέσα Μαρτίου ξεκίνησαν τα συμπτώματα, 15 Απριλίου είχε πεθάνει.
Η γυναίκα του Ζορζέτ τον αποχαιρέτησε στο κοιμητήριο Μονρούζ, μέχρι να έρθει το 1970 και να τον μεταφέρει στο Μονπαρνάς. Επάνω στον τάφο του έγραψε: «Φτυάρισα πολύ χιόνι για σένα, ώστε να μπορείς να κοιμηθείς».