Όσοι έχουν πιάσει στα χέρια τους στέκα, αντιλαμβάνονται πως αυτό που ξεκινά ως μια ευχάριστη «pass time activity», φτάνει στα επίπεδα μιας παρτίδας σκάκι, που απαιτεί ικανότητες, γνώσεις, τακτική κι ευρηματικότητα πέρα από κάθε φαντασία. Και παίκτες που πάνω στην τσόχα ξεδιπλώνουν την προσωπικότητά τους.
Ο «υπολογιστής με γιλέκο και μια στέκα στο χέρι», Σέλμπι. Ο λατρεμένος του κοινού Ο’ Σάλιβαν, διάδοχος των πραγματικά μεγάλων, η απάντηση της Κίνας που ακούει στο όνομα Ντινγκ, ο συμπατριώτης του -θεαματικός αλλά ριψοκίνδυνος και παλαβιάρης- Λιανγκ και τόσοι άλλοι. Oι φανατικοί του μπιλιάρδου ζουν με την ελπίδα να δουν σε παιχνίδι που θα κρίνει τον τίτλο κάτι αντίστοιχο με τον συγκλονιστικό τελικό του 1985.
Τότε, σε μια σύγχρονη εκδοχή της μάχης του Δαυίδ με τον Γολιάθ, συναντήθηκαν ο Στιβ Ντέιβις και ο Ντένις Τέιλορ. Ο ευθυτενής Άγγλος ήταν το απόλυτο φαβορί και το αρχέτυπο ενός κορυφαίου παίκτη. Στα 27 του ήταν το νούμερο 1 της κατάταξης και είχε κατακτήσει ήδη 3 φορές τον τίτλο. Την πρώτη από αυτές το 1981, κατατροπώνοντας τον Τζίμι Γουάιτ και τρεις παγκόσμιους πρωταθλητές, ξεκινώντας την πορεία που τον καθιέρωσε ως τον καλύτερο της δεκαετίας του ’80.
Απέναντί του ο 36χρονος Βορειοϊρλανδός, ο οποίος στεκόταν εκεί με τα παραπανίσια κιλά του και τα τεράστια γκροτέσκ γυαλιά του, με τους περισσότερους να θεωρούν πως δεν θα μπορούσε να προβάλει αντίσταση στον Ντέιβις. Κάτι σαν καλεσμένος στο πάρτι στέψης του (για 4η φορά την τελευταία πενταετία).
Αυτό που ακολούθησε περιγράφεται ως μία από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις στην ιστορία του snooker και σίγουρα ο πιο συγκλονιστικός τελικός όλων των εποχών σε παγκόσμιο πρωτάθλημα. Ένας μαραθώνιος που κράτησε σχεδόν 15 ώρες καθαρού αγωνιστικού χρόνου, κάτι που αποτελεί ρεκόρ. Ξεκίνησε στις 27 Απριλίου και ολοκληρώθηκε 20 λεπτά μετά τα μεσάνυχτα της 29ης του ίδιου μήνα, ενώ έμεινε γνωστός ως «The Black Ball Final». Κρίθηκε στην τελευταία στεκιά, στην τελευταία μαύρη, στο τελευταίο frame. Κάτι που δεν είχε συμβεί ποτέ ξανά στο παρελθόν.
Ο Τέιλορ, ο οποίος δεν έφτασε ποτέ ξανά σε ανάλογη επιτυχία στην καριέρα του, επέστρεψε δύο φορές από το 11-8 και το 13-11. Όταν όμως βρέθηκε πίσω 17-15 ελάχιστοι πόνταραν στο ότι θα μπορούσε να πάρει τρία αναπάντητα frames και να φτάσει πρώτος στον μαγικό αριθμό «18» που θα του χάριζε τον τίτλο. Και όμως το έκανε, μπροστά σε 18,5 εκατομμύρια τηλεθεατές (νούμερο που παραμένει ακατάρριπτο ρεκόρ για το BBC 2, αλλά και για οποιοδήποτε αγγλικό τηλεοπτικό κανάλι μετά τις 12 τη νύχτα).
Όταν ο Ντέιβις άφησε τη στέκα του στο καθοριστικό frame (μετά την ισοπαλία 17-17) το σκορ ήταν 62-44 και στο τραπέζι βρισκόταν η καφέ, η μπλε, η ροζ και η μαύρη μπάλα. Συνολικά 22 πόντοι που έφταναν και περίσσευαν στον Τέιλορ για την απίστευτη ανατροπή. Ο Βορειοϊρλανδός έβαλε τις τρεις πρώτες, μείωσε σε 62-59 κι έμεινε μόνος με τη μαύρη γνωρίζοντας πως όποιος την έβαζε, θα στεφόταν παγκόσμιος πρωταθλητής. Για πρώτη και μοναδική φορά στην ιστορία της διοργάνωσης…
Στην τέταρτη απόπειρά του ο Τέιλορ τα κατάφερε. Δευτερόλεπτα πριν ο Ντέιβις όχι μόνο είχε αστοχήσει, αλλά είχε δημιουργήσει ιδανικές συνθήκες στον αντίπαλό του για να νικήσει. Ένα σχετικό εύκολο χτύπημα, στην κάτω γωνία, δίχως κολλημένη άσπρη ή μαύρη, χωρίς να χρειαστεί η βοήθεια του rest. Μετά από 68 λεπτά το τελευταίο frame και μαζί του το μεγαλύτερο σοκ σε παγκόσμιο πρωτάθλημα είχαν περάσει οριστικά στην ιστορία.
Φυσικά, όπως συχνά συμβαίνει σε περιπτώσεις που η έκπληξη έρχεται αναπάντεχα κι απρόσμενα να σκοτώσει κάθε λογική πρόβλεψη, δεν άργησαν να ακουστούν οι πρώτες θεωρίες συνωμοσίας που έκαναν λόγο για ένα στημένο ματς.
«Φυσικά και ήταν», θα πει μετά από χρόνια ο Ντέιβις, για να συμπληρώσει «δεν αξίζει καν να διαφωνήσεις με κάτι τόσο ηλίθιο». Το πραγματικά οξύμωρο στη δική του περίπτωση είναι πως -όπως παραδέχτηκε ο ίδιος- πολλοί θα τον θυμούνται όχι για τους τελικούς τους οποίους κέρδισε και τον καθιέρωσαν ως τον κορυφαίο της γενιάς του, αλλά για εκείνον τον έναν που έχασε.
«Δεν έχει σημασία που ηττήθηκα. Το ότι συμμετείχα, το ότι υπήρξα μέρος ενός τόσο αξιομνημόνευτος γεγονότος ήταν από μόνο του σπουδαίο», συμπλήρωσε και δύσκολα μπορείς να διαφωνήσεις.