Ξεναγός στην κόλαση του Χίτλερ: Ο Έλληνας μελλοθάνατος που έπρεπε να κάνει ό,τι πιο νοσηρά φριχτό επινόησε ποτέ ανθρώπινος νους

Sonderkommando. Κάτι σαν ξεναγός στην κόλαση. Είναι ο όρος που συμπυκνώνει το μέγεθος της κτηνωδίας στα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου...

Η ακριβής μετάφραση του Ζόντερκομαντο είναι «ειδική ομάδα εργασίας» και ήταν τέτοια η εξειδίκευση της που κατέστη μοναδική στο είδος της στην παγκόσμια ιστορία.

Επρόκειτο για τις ομάδες κρατουμένων, κυρίως Εβραίων, που επάνδρωναν τα κρεματόρια και ήταν επιφορτισμένες με το καθήκον της «προετοιμασίας» των θαλάμων αερίων, τη συγκομιδή και την αποτέφρωση των πτωμάτων.

Ήταν αυτοί που γνώριζαν το μυστικό των Κρεματορίων αλλά και τη δική τους τύχη: ήξεραν πως μετά από σύντομο χρονικό διάστημα θα εκτελούνταν και οι ίδιοι, καθώς οι Γερμανοί ανανέωναν τακτικά τις ομάδες εργασίας για να μη διαρρεύσει το μυστικό των θαλάμων αερίων.

Οι Ζόντερκομαντο ήταν υποχρεωμένοι να λένε ψέματα και να καθησυχάζουν τους κρατούμενους ακόμη και στο κατώφλι των θαλάμων που έβρισκαν τραγικό θάνατο.

Ένα μέλος που θέλησε να πληροφορήσει τους μελλοθάνατους για τη μοίρα τους ρίχτηκε ζωντανός στις φλόγες του Κρεματορίου για παραδειγματισμό. Οι σύντροφοί του εξαναγκάστηκαν να παρακολουθήσουν την εκτέλεσή του. Οι κρατούμενοι που αρνούνταν να συνεργαστούν και να γίνουν μέλη της ομάδας κατέληγαν με μια σφαίρα στο σβέρκο.

Πολλοί Έλληνες Εβραίοι εντάχθηκαν στην ομάδα Ζόντερκομαντο του Άουσβιτς, η οποία ξεκίνησε με περίπου 20 μέλη το φθινόπωρο του 1941 και έφτασε τα 875 τον Αύγουστο του 1944, με την ενσωμάτωση του στρατοπέδου Μπίρκεναου.

Ένας εξ’ αυτών ήταν και ο Μαρσέλ Νατζαρή. Γεννημένος την πρωτοχρονιά του 1917 στη Θεσσαλονίκη από εύπορη οικογένεια εμπόρων, άνηκε στη γενιά των Εβραίων που μεγάλωσαν μετά την προσάρτηση της πόλης στην Ελλάδα. Πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο και κατά την κατοχή  εργάστηκε για τη φυγάδευση Εβραίων στη Θεσσαλονίκη, φεύγοντας για την Αθήνα μέσω Λάρισας με πλαστή ταυτότητα. Το 1943 οι γονείς του και η αδελφή του Νέλυ εκτοπίστηκαν στο Άουσβιτς και χάθηκαν εκεί για πάντα. Η δική του σειρά δεν άργησε να έρθει.

Στις 2 Απριλίου του 1944 οι Ναζί επάνδρωσαν 300 βαγόνια με Εβραίους της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης και Εβραίους με ιταλική, ισπανική και πορτογαλική υπηκοότητα. Προορισμός το Άουσβιτς – Μπίρκεναου. Ανάμεσα στους 1900 αιχμαλώτους ήταν και ο Μαρσέλ Νατζαρή.

Ο μοναδικός δηλαδή Έλληνας που άφησε γραπτή μαρτυρία για τα όσα συνέβαιναν στο κολαστήριο του Άουσβιτς ενώ ήταν κρατούμενός του.

Έχοντας βιώσει όσο λίγοι αυτό που θα μνημονεύεται εσαεί ως η απόλυτη ντροπή για το ανθρώπινο γένος και διαισθανόμενος ότι το τέλος πλησιάζει και για αυτόν, αποφάσισε να αδειάσει την ψυχή του σε μερικές σελίδες χαρτί, με την ελπίδα ότι κάποτε θα παραδοθούν στους φίλους και οικείους του, στους οποίους απευθυνόταν.

Το χειρόγραφο βρέθηκε γιατί είχε φροντίσει να εξασφαλίσει τη συντήρηση του. Κρυμμένο σε ένα γυάλινο παγούρι και τυλιγμένο σε μια δερμάτινη τσάντα. Θαμμένο επιπλέον στη ρίζα μίας βελανιδιάς στον περίβολο του Κρεματορίου ΙΙΙ, κάτω από το ίδιο χώμα που έγινε ο τάφος ενός εκατομμυρίου ανθρώπων.

Εκεί παρέμεινε μέχρι τον Οκτώβριο του 1980, οπότε μία τυχαία ανασκαφή, για καθαρισμό χόρτων, το έφερε στην επιφάνεια. Από τις 13 συνολικά μισοκατεστραμμένες σελίδες ούτε το 1/10 δεν μπορούσε να αναγνωσθεί.

Με τη βοήθεια της τεχνολογίας ωστόσο, αποκωδικοποιήθηκε, πριν από λίγο καιρό σχεδόν στο σύνολο του. Χρειάστηκε να περάσουν 37 χρόνια από τότε που ξεθάφτηκε και 73 από τότε που γράφτηκε, για να καταστεί εφικτή η ανάγνωση του.

«Την 11η Απριλίου φτάσαμε στο Άουσβιτς και στο στρατόπεδο του Μπίργκεναου. Μείναμε ένα μήνα περίπου στην καραντίνα και από εκεί μας απόσπασαν γερούς δυνατούς. Πού; Πού; Πού, Μήτσο μου; Σε ένα κρεματόριο. Είναι ένα μεγάλο κτίριο με ένα πλατύ φουγάρο με 15 φούρνους. Από κάτω από έναν κήπο είναι δύο μεγάλοι υπόγειοι θάλαμοι, απέραντοι. Ο ένας χρησιμεύει για να ξεντυνόμαστε και ο άλλος είναι ο θάλαμος του θανάτου, όπου ο κόσμος μπαίνει γυμνός και αφού συμπληρώνονται περίπου 3.000 άτομα κλείνει και τους γκαζεύουν. Μετά από 6-7 λεπτά μαρτυρίου παραδίδουν το πνεύμα.

Η δουλειά μας αποτελείτο πρώτον [από το] να τους υποδεχτούμε. Οι περισσότεροι δεν ήξεραν το λόγο. Τους έλεγαν ότι επρόκειτο να κάνουν λουτρό. Πήγαιναν ανήξεροι προς το θάνατο. Τούς έλεγα ότι δεν καταλαβαίνω τη γλώσσα που μιλάνε. Στους ανθρώπους, άνδρες και γυναίκες που έβλεπα ότι είναι καταδικασμένοι έλεγα την αλήθεια.

«Μέσα εκεί είχαν βάλει οι Γερμανοί σωλήνες για να νομίσουν ότι ετοιμάζονται για το λουτρό. Με το μαστίγιο στο χέρι, οι Γερμανοί τους ανάγκαζαν να στριμωχτούν για να χωρούν όσο το δυνατόν περισσότεροι. Ένα πραγματικό κουτί σαρδέλας από ανθρώπους».

Το χειρόγραφο, δραματούργημα ενός μελλοθάνατου που δεν χρειάζεται να φανταστεί, αλλά βλέπει καθημερινά το φριχτό τέλος του στα κουφάρια που ο ίδιος αποτεφρώνει, αναγνώστηκε για πρώτη φορά πριν από λίγες ημέρες.

Αυτό συνέβη στις 23 Απριλίου, σε τελετή που έγινε στη συναγωγή Μοναστηριωτών, στο πλαίσιο μνημοσύνου που τέλεσε η ισραηλιτική κοινότητα στη μνήμη των 6 εκατομμυρίων Εβραίων της Ευρώπης που εξοντώθηκαν στα στρατόπεδα του θανάτου, μεταξύ των οποίων 50.000 Θεσσαλονικείς.

Απευθυνόμενος στους φίλους του Δημήτριο Στεφανίδη, συνεταίρο του, τον Ηλία Κοέν, τον Γιώργο Γούναρη και τη Σμαρώ Ευφραιμίδου, ο Μαρσέλ Νατζαρή γράφει μεταξύ άλλων, απολογούμενος. «Θα πείτε διαβάζοντας, τι εργασία έκαμα, πώς μπόρεσα να κάνω εγώ, ή ένας οποιοσδήποτε άλλος αυτή τη δουλειά, καίγοντας τους ομοθρήσκους μου. Σκέφτηκα πολλές φορές να μπω κι εγώ μαζί τους, να τελειώσω, αλλά με κρατούσε πάντα η εκδίκησις. Θέλησα και θέλω να ζήσω για να εκδικηθώ το θάνατο του μπαμπά μου, της μαμάς μου και της αγαπημένης μου αδελφούλας Νέλυ. Δεν λυπάμαι που θα πεθάνω, αλλά επειδή δεν θα μπορέσω να εκδικηθώ. Κάθε μέρα σκεπτόμαστε αν υπάρχει Θεός, και παρ’ όλα αυτά πιστεύω ότι υπάρχει και ότι ο Θεός θέλει να γίνει το θέλημά του. Δεν φοβάμαι το θάνατο, είναι δυνατόν να τον φοβηθώ μετά από τόσα που είδαν τα μάτια μου;».

Γνωρίζοντας ότι η Ελλάδα έχει απελευθερωθεί από τους Γερμανούς στις 12 Οκτωβρίου του 1944, διαμηνύει ότι θα πεθάνει ευχαριστημένος. «Τώρα που ήρθε αυτή η διαταγή θα μας εκτελέσουν και εμάς. Είμεθα 26 Έλληνες εδώ και μία Πολωνή. Τουλάχιστον για τους Έλληνες είμεθα αποφασισμένοι να πεθάνουμε σαν πραγματικοί Έλληνες όπως ξέρει να πεθαίνει κάθε Έλληνας.

Όποιος ρωτήσει για μένα να πείτε ότι δεν υπάρχω πλέον και ότι έφυγα ως πραγματικός Έλληνας. Πεθαίνω ευχαριστημένος αφού ξέρω αυτή τη στιγμή ότι η Ελλάς μας είναι ελεύθερη. Η τελευταία μου λέξη θα είναι “ζήτω η Ελλάς”».

Εκτός από μαρτυρία-ντοκουμέντο για τις ναζιστικές θηριωδίες, το κείμενο περικλείει κάποιες από τις τελευταίες επιθυμίες του γράφοντα εν είδει διαθήκης. «Ήθελε να αφήσει ίσως ένα μνημείο, έναν τάφο, καθώς από τους ανθρώπους έμενε μόνο στάχτη», λέει η κόρη του Νέλυ Νατζαρή-Λεόν, η οποία πήρε το όνομα της θείας που ποτέ δεν γνώρισε.

«Τα δράματα που έχουν δει τα μάτια μου είναι απερίγραπτα», γράφει και εξηγεί ποια ήταν η αποστολή του.

«Μεταφέραμε τα πτώματα των αθώων αυτών γυναικόπαιδων ως τον αναβατήρα που τους πήγαινε στο θάλαμο των φούρνων και από εκεί τους βάζαμε στους φούρνους όπου τους έκαιγαν χωρίς βοήθεια καυσίμου ύλης λόγω του λίπους που έχουμε. Από έναν άνθρωπο δεν έβγαινε παρά μισή οκά περίπου στάχτη οστών την οποία οι Γερμανοί μας ανάγκαζαν να την κοπανήσουμε, να την περάσουμε από ένα χοντρό κόσκινο και μετά την έπαιρνε αυτοκίνητο και την έριχνε στο ποτάμι και έτσι εξαφανίζεται κάθε ίχνος».

Παρότι ο Νατζαρή εμφανίζεται βέβαιος για την τύχη του, ήταν ένας από αυτούς που βγήκαν ζωντανοί από το Άουσβιτς. Οι Γερμανοί το εγκατέλειψαν όταν ο ρωσικός στρατός έφτασε πολύ κοντά, τον Ιανουάριο του 1945, και όσοι κρατούμενοι είχαν επιβιώσει ανέκτησαν την ελευθερία τους.

Όταν ο Νατζαρή επέστρεψε στη γενέτειρά του, βρήκε το σπίτι στην οδό Ιταλίας 9 κατειλημμένο και τα μνήματα των προγόνων του λεηλατημένα. Η οικογένειά του είχε χαθεί στα στρατόπεδα εξόντωσης. Σαν να μην έφτανε όλος ο πόνος και η φρίκη που βίωσε, βρίσκεται επίστρατος στην Ελλάδα του εμφύλιου πολέμου.

Για κάποιο διάστημα φιλοξενήθηκε στο σπίτι του αδελφικού του φίλου, Μωρίς Λεόν. Ενάντια σε όλες τις πιθανότητες, συνάντησε ξανά τη Ρόζα Σαλτιέλ, που επίσης είχε επιζήσει. Θεσσαλονικιά Εβραία και εκείνη, την είχε γνωρίσει στο βαγόνι που μετέφερε αμφότερους στο Άουσβιτς!

Μαρσέλ και Ρόζα παντρεύτηκαν στη Θεσσαλονίκη, «κυνηγημένοι» ωστόσο από τις μνήμες συγγενών και φίλων που χάθηκαν, θέλησαν να κάνουν μια νέα αρχή. Μετά τη γέννηση του γιου τους Αλμπέρτο, αποφάσισαν να μεταναστεύσουν στις ΗΠΑ.

Το 1947 ο Νατζαρή έγραψε τη δεύτερη μαρτυρία του, μετά από εκείνη που είχε κρύψει μέσα στο παγούρι. Τα δύο κείμενα μαζί (το πρώτο με μεγάλες ελλείψεις) εκδόθηκαν το 1991 στο βιβλίο «Μαρσέλ Νατζαρή, Χρονικό 1941-1945» από το Ίδρυμα Ετς αΧαϊμ της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης.

Η μοναδικότητα του πρώτου χειρογράφου βέβαια έγκειται στο γεγονός ότι ήταν η μόνη μαρτυρία που γράφτηκε με μια σπαρακτική αμεσότητα και εν θερμώ μέσα στο Άουσβιτς.

Είναι άγνωστο για ποιο λόγο δεν το ξέθαψε ώστε να το πάρει μαζί του κατά την αναχώρηση του από το Άουσβιτς. Άγνωστο γιατί έως το θάνατό του, το 1971, δεν μίλησε ποτέ για αυτό παρά μόνο στον αδερφικό φίλο του (και εν συνεχεία πεθερό του) Μωρίς Λεόν!

Ο Νατζαρή είχε υποσχεθεί στην κόρη του να της διηγηθεί όλα όσα είχε βιώσει στο Άουσβιτς, μόλις ενηλικιωνόταν. Δεν πρόλαβε. Πέθανε το 1971, στην Νέα Υόρκη, σε ηλικία 54 ετών, όταν εκείνη ήταν 14.

Όπως έχει επισημάνει η Νέλυ Νατζαρή, ο αιφνιδιασμός της οικογένειάς της ήταν απόλυτος όταν το 1980 έμαθαν για τη θαμμένη επιστολή. Ομοίως και η συγκίνηση που ένιωσε όταν πολλά χρόνια αργότερα κατάφερε να κρατήσει στα χέρια της το εμποτισμένο με τον πόνο του πατέρα της κιτρινισμένο χειρόγραφο με τα γράμματα του.

Ο Μαρσέλ Νατζαρή είχε κρατήσει βαθιά κρυμμένο το μυστικό του, σαν κάτι που ήθελε να πάρει μαζί του στον άλλο κόσμο. Δεν άντεξε να μεταφέρει προφορικά όσα αποτρόπαια είχαν δει τα μάτια του. Ενίοτε αυτά που δεν μπορούμε να πούμε είναι εφικτό να τα γράψουμε.

Έχοντας ξεναγηθεί και ξεναγήσει σε αυτό που ο διάβολος θα αναγνώριζε ως το δικό του ναό επί Γης, δεν άντεξε ούτε καν να ξεθάψει αυτά που έγραψε. Ίσως να ήταν τελικά αυτή η εκδίκηση του: ότι φυλάκισε όλη τη φρίκη που έζησε σε 13 κόλλες χαρτί και ο ίδιος, ένας κατάδικος με ημερομηνία λήξης, κατάφερε να διαφύγει ελεύθερος.