Έκκριση αδρεναλίνης στο max. Εκτόνωση του πιο αρχέγονου ενστίκτου για επιβολή. H ανταγωνιστικότητα στην πιο οξεία της μορφή, μαζί και η εκπλήρωση της ανάγκης για φιγούρα εντός λίγων μόνο δευτερολέπτων.
Μία μάχη του δρόμου χωρίς κανόνες. Θυμίζει αυτή της άγριας φύσης ανάμεσα σε δύο κυρίαρχα αρσενικά. Μόνο που εδώ δεν βρυχώνται λαρύγγια, αλλά τα άλογα των κινητήρων. Ο ένας δίπλα στον άλλο χωρίς όρια και φραγμούς – αυτά είναι τα δύο «ζώα» που αναμετρώνται μέχρι τελικής πτώσης στην άσφαλτο. Και όταν το στροφόμετρο «κοκκινίζει» και ο φόβος πριν τη στροφή (αντί να παραλύει) ηδονίζει, τότε -ακριβώς εκεί- γεννιέται ο μύθος. Ένας μύθος που όπως αποδείχτηκε και στην περίπτωση του Mad Clip πολλές φορές θα αποβεί μοιραίος για τον οδηγό. Και αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά…
Οι θρυλικές κόντρες στην παραλιακή, αποτέλεσαν ανάποσπαστο κομμάτι της αθηναϊκής νύχτας από τις αρχές της δεκαετίας του ’80. Μαζί και το μεγαλύτερο happening αυτής, αφού οι παρέες συνέρρεαν εν αφθονία για να παρακολουθήσουν το σπάνιο θέαμα. Για πολλούς αυτή και μόνο ήταν η βραδινή έξοδος της Παρασκευής –αργότερα και του Σαββάτου- με κατάληξη πάντα στην καντίνα «Hollywood» της Βούτας, όπου το κοινό αντάμωνε τους οδηγούς. Ένα κανονικό τελετουργικό, που με τα χρόνια έγινε θεσμός.
Στην ευθεία της Βουλιαγμένης, με τερματισμό στην πρώτη ή στη δεύτερη αερογέφυρα, και στα λιμανάκια, όπου γινόταν το «χοντρό» παιχνίδι με τις στροφές, οι αναμετρήσεις ανάμεσα στα «κτήνη» με τους τέσσερις τροχούς έγραψαν τη δική τους ιστορία στην παραλιακή.
Τη στιγμή που οι φτιαγμένοι κινητήρες μάρσαραν και τα λάστιχα ούρλιαζαν στην εκκίνηση, η «ιεροτελεστία» έμπαινε στην τελική ευθεία. «Όπιο» των παρευρισκόμενων η μυρωδιά από τα ίχνη καμένου πλαστικού στην ατμόσφαιρα. «Θεία κοινωνία» το σασπένς έως τον τερματισμό.
Όλα ξεκίνησαν για την… αλητεία, την τρέλα για την ταχύτητα και τη γοητεία της υπέρβασης των ορίων. Σταδιακά εισήχθησαν στους αυτοσχέδιους αγώνες τα στοιχήματα, που στο απόγειο τους, σύμφωνα με μαρτυρίες, έφτασαν ακόμα και σε εφταψήφια νούμερα! Οι πιο «επαγγελματίες» έφτασαν να ξόδευουν από μικρές έως τεράστιες περιουσίες για να αυξήσουν την ιπποδύναμη των οχημάτων τους και να αναχθούν σε «σταρ» της υπόθεσης.
Όπως ο περιβόητος «Καταραμένος», κατά κόσμον Δημήτρης Παπαδόπουλος, που έχτισε το μύθο του ανίκητου, πιάνοντας κατά δήλωσή του, τα 300 χλμ. στην ευθεία των 700 μέτρων της Βούτας. Εξπέρ ο ίδιος στις «βελτιώσεις», ζούσε και ανέπνεε για να μετατρέπει γρήγορα αυτοκίνητα σε… αεριωθούμενα εδάφους. Αύξησε την ήδη μεγάλη φήμη του δημιουργώντας το πιο γρήγορο Mitsubishi Evolution στον κόσμο, το οποίο «έβγαζε» 1.456 άλογα!
Είτε με το διθέσιο «Ford Escort» των 180 αλόγων, είτε με το αξέχαστο για τους μυημένους κόκκινο «Mazda ΡΧ-8», είτε με το θηριώδες «Ford Sierra Cosworth» (με τους 600+200 ίππους λόγω της προσθήκης μπουκάλας με νίτρο) ο «Καταραμένος» έμοιαζε να… κλέβει εκκλησία. «Εγώ ήμουν ο πρώτος που έφερα το νίτρο για τα αυτοκίνητα στην Ελλάδα. Όταν στην αρχή το έβλεπαν οι άλλοι και με ρώταγαν τι είναι, τους απαντούσα πυροσβεστήρας», έχει πει σε παλαιότερη συνέντευξή του!
Ο αστικός μύθος επιμένει στο ότι κάποιες νύχτες οδηγοί «έστησαν» τις άδειες των αυτοκινήτων τους σε μια κόντρα η στοιχημάτισαν ποσά της τάξης των 500.000 δραχμών.
Αμφότερες-άδειες και λεφτά-άλλαξαν χέρια μετά από μερικές εκατοντάδες μέτρα στην άσφαλτο, χαρίζοντας αξέχαστα βράδια στους παροικούντες τα γύρω σημεία με την κατάλληλη θέα.
Κάποιοι υπερέβησαν τις δυνατότητές τους σύμφωνα με τις αναμνήσεις παλιότερων όπως αυτή με πρωταγωνιστή έναν πιτσιρικά, που προσπάθησε με το το Hyundai Acsent της μητέρας του να μπει με ταχύτητα στο πέταλο, στα λιμανάκια. Το όχημα που είχε τάσεις υποστροφής του «έφυγε» ευτυχώς χωρίς να πάθει τίποτε ο ίδιος, πέρα από το… κόκκινο της ντροπής.
Αντίθετα με τον προαναφερθέντα υπήρχαν κάποιοι εκπληκτικοί δεξιοτέχνες, όπως ο οδηγός ενός μαύρου Peugeot Rallye, που μπήκε σε σχεδόν κάθετη στροφή με 120 χλμ., τραβώντας χειρόφρενο τρεις φορές.
Τα πρώτα χρόνια ακόμα και κάποιοι αστυνομικοί έπαιρναν μέρος στο «κόλπο» με την ιδιότητα των θεατών! Εκεί όμως, στα λιμανάκια, η κατάσταση δεν ήταν εξίσου «αθώα».
«Πολλοί οι φλώροι και λίγα τα γερά χέρια», λέει για ότι συνέβαινε εκεί ένας από τους τακτικούς θαμώνες. Οι στροφές της περιοχής απαιτούσαν επιδέξιο τιμόνι με αυτές τις ταχύτητες και δεν ήταν λίγοι αυτοί που έχασαν τη ζωή τους. Μεταξύ αυτών και κάποιοι αμέτοχοι πεζοί, τραγωδίες που ανάγκασαν την αστυνομία να λάβει μέτρα. Για κάποιο χρονικό διάστημα έκανε για έναν περίεργο λόγο τα στραβά μάτια για κανά δίωρο και επενέβαινε μεταμεσονύκτια για να διαλύσει το «παρτάκι». Ήταν τότε που δεν έλειπαν οι συμπλοκές με το συγκεντρωμένο πλήθος, το κυνηγητό και οι προσαγωγές.
Αρχή του τέλος αποτέλεσε το εκτενές, αποκαλυπτικό ρεπορτάζ του Mega στα μέσα της δεκαετίας του 90’. Η κάμερα έπιασε μάλιστα live ένα τρακάρισμα και η δύναμη της εικόνας υποχρέωσε την πολιτεία να επέμβει μια και καλή. Η περιοχή γέμισε από περιπολικά και όχι μόνο. Οι αρχές επιστράτευσαν και το καμουφλάζ για να κατασχέσουν πινακίδες και να μοιράσουν πρόστιμα. Αστυνομικοί με πολιτικά οδηγούσαν κατασχεμένα πανάκριβα και γρήγορα αυτοκίνητα, χρησιμοποιώντας τα ως δόλωμα. Προκαλώντας ανυποψίαστους «κοντράκηδες», που όταν διέκριναν το φάρο που τους έκανε σήμα να σταματήσουν ήταν αργά…
Τότε τα στέκια άλλαξαν, οι παρέες των οδηγών μεταφέρθηκαν στην Κερατέα και στην Εθνική Οδό στο ύψος του Λαϊνόπουλου, αλλά οι κόντρες έχασαν το μανδύα του «θεσμού». Το φιλοθεάμον κοινό δεν ήταν δυνατό να ακολουθεί οπουδήποτε και η αστυνομία δεν έπαψε ποτέ να κάνει «χαλάστρες».
Όσο κι αν προσπαθούν οι πιο νοσταλγικοί να αναβιώσουν ένα από τα (πιο επικίνδυνα) φαινόμενα των 80s, οι περισσότεροι πρωταγωνιστές του «τότε» συμφωνούν στο ότι «η μαγεία έχει πια χαθεί». Φυσικά δεν είναι η εξαίρεση, αλλά ο κανόνας. Πολλά «μαγικά» της πιο χαρούμενης δεκαετίας στην Ελλάδα του 20ου αιώνα αποτελούν πια κακέκτυπα ή καθαρή ανάμνηση εκείνης της ανέμελης – χωρίς σκοτούρες για το αύριο – και με (πολλές) δραχμές στην τσέπη εποχής.