Προφανώς το 1987 (συμπληρώνονται 34 χρόνια από το έπος σήμερα) δεν μπορεί να μπει στη ζυγαριά με οτιδήποτε άλλο, η βαρύτητα του είναι τέτοια που «κλέβει» λάμψη και από τις επόμενες μεγάλες επιτυχίες του ελληνικού μπάσκετ. Ο ίδιος ο ελληνικός αθλητισμός χωρίζεται σε προ και μετά ’87, καθώς ο αριθμός των ανθρώπων που ασχολήθηκε με αυτόν αυξήθηκε ραγδαία σε βάθος γενεών για χάρη της πορτοκαλί μπάλας.
Καθαρά σε αγωνιστικό επίπεδο όμως, το ασημένιο μετάλλιο στο Ζάγκρεμπ είχε υψηλότερο συντελεστή δυσκολίας από το χρυσό της Αθήνας. Η Εθνική Ελλάδας ξεπέρασε το 1989 ακόμα και τον πήχη που είχε θέσει δύο χρόνια νωρίτερα, έστω και αν δεν πλησίασε καν στη νίκη στις δύο αναμετρήσεις με τη Γιουγκοσλαβία.
Ήταν 24 Ιουνίου και η Ελλάδα είχε απέναντί της στον ημιτελικό μια πολύ ισχυρότερη Σοβιετική Ένωση απ’ ότι εκείνη του ’87. Για την ακρίβεια θα αντιμετώπιζε την καλύτερη Σοβιετική Ένωση όλων των εποχών. Ενισχυμένη με τον ασύγκριτο Άρβιντας Σαμπόνις και τον δεύτερο καλύτερο ψηλό της χώρας, τον Αλεξάντερ Μπελοστένι, που επίσης είχε απουσιάσει από το Ευρωμπάσκετ της Αθήνας.
Δέκα μήνες πριν, με την ίδια ακριβώς ομάδα, οι Σοβιετικοί είχαν κατακτήσει το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ, σοκάροντας τις ΗΠΑ, που έως τότε είχαν ηττηθεί μόνο σε έναν από τους 86 αγώνες τους στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων! Ηταν η περίφημη στον τελικό του Μονάχου το 1972 με το καλάθι – «φάντασμα» του Αλεξάντερ Μπέλοφ. Οι Αμερικανοί είχαν κατακτήσει τα 9/10 τουρνουά στα οποία συμμετείχαν και ήταν το απόλυτο φαβορί για να κάνουν 10 τα χρυσά Ολυμπιακά μετάλλια. Με τον «ναύαρχο» Ντέβιντ Ρόμπινσον μεγάλο αστέρι και συμπρωταγωνιστές τους Ντάνι Μάνινγκ, Μιτς Ρίτσμοντ είχαν πετύχει το 5/5 έως τον ημιτελικό με μέσο όρο διαφοράς τους 37 πόντους. Στον προημιτελικό είχαν συντρίψει με 94-57 το Πουέρτο Ρίκο, που στους αγώνες των ομίλων είχε νικήσει τη Γιουγκοσλαβία και είχε ηττηθεί στην παράταση από τη Σοβιετική Ένωση!
Ο ημιτελικός της 28ης Σεπτεμβρίου του 1988 αποτέλεσε ωστόσο ένα ψυχροπολεμικό «φιάσκο» για τις ΗΠΑ. Με 28 πόντους του ασταμάτητου Ρίμας Κουρτινάιτις, 19 του Σαρούνας Μαρτσουλιόνις και double-double του Σαμπόνις (13 π., 13 ρ.), που είχε επιστρέψει ύστερα από 18 μήνες και επέμβαση στον αχίλλειο τένοντα, η ΕΣΣΔ επικράτησε με 82-76. Στον τελικό αντάμωσε ξανά με τη Γιουγκοσλαβία, από την οποία είχε ηττηθεί στο ματς του ομίλου με 92-79 (Πέτροβιτς 25, Πάσπαλιε 24, Ζέλικο Ομπράντοβιτς 17! / Σοκ 20, Μαρτσουλιόνις 20, Σαμπόνις 11).
Στον τελικό όμως το σενάριο ήταν εκ διαμέτρου αντίθετο. Η ομάδα του Αλεξάντερ Γκομέλσκι απάντησε με το ίδιο νόμισμα, παίζοντας φοβερή άμυνα, με σκιάχτρο τον Σαμπόνις (20 πόντοι, 15 ριμπάουντ, 3 κοψίματα), που έβαλε στα καλάθια τους Ντίβατς, Βράνκοβιτς. Το ταμπλό έγραψε 76-63, με τον Μαρτσουλιόνις να σκοράρει 21 πόντους και τον Ντράζεν Πέτροβιτς να είναι απελπιστικά μόνος για τους πλάβι (24 π.).
Είχε προηγηθεί το προολυμπιακό τουρνουά του 1988 στην Ολλανδία, εκεί όπου η Εθνική μας ταξίδεψε ως πρωταθλήτρια Ευρώπης, αλλά απέτυχε εμφατικά να δικαιώσει τις μεγάλες προσδοκίες. Το κλίμα στην ομάδα δεν θύμιζε σε τίποτα εκείνο πριν από ένα χρόνο, καθώς οι σχέσεις Γκάλη-Πολίτη είχαν φτάσει σε οριακό σημείο. Ο Νικ είχε αρχικά αρνηθεί τη συμμετοχή του, βυθισμένος στο πένθος μετά τον αδόκητο θάνατο της συζύγου του Τζένης σε τροχαίο δυστύχημα. Μετά από αρκετές εβδομάδες αποχής (διανθισμένες από φήμες κάθε λογής, για «οικονομικά αιτήματα» και άλλα αδιευκρίνιστα), δέχθηκε να επιστρέψει στην ομάδα, που μεταξύ άλλων είχε νέο πρόσωπο τον Ντέιβιντ Στεργάκο.
Η Σοβιετική Ένωση, που είχε τον Μπελοστένι, αλλά όχι τον Σαμπόνις πήρε την πρώτη θέση με ρεκόρ 7-0, η Γιουγκοσλαβία τη δεύτερη (6-1) και η Ισπανία ήταν η ευνοημένη της τριπλής ισοβαθμίας με Ελλάδα και Ιταλία, κατακτώντας, χάρη σε καλύτερο γκολ-αβερέιτζ, την τρίτη και τελευταία που έδινε εισιτήριο για τη Σεούλ. Η Ελλάδα συνετρίβη από τη Γιουγκοσλαβία (103-87), ενώ ηττήθηκε με 82-77 από την ΕΣΣΔ και 91-84 από την Ισπανία. Στον τελευταίο αγώνα της έψαχνε νίκη με διαφορά 13 πόντων απέναντι στην Ιταλία, αλλά αρκέστηκε στο 91-88, χαντακώνοντας τους ατζούρι υπέρ των Ιβήρων.
«Το μεγάλο λάθος μου ήταν ο Γκάλης», είπε σε συνέντευξή του στο «Τρίποντο» ο Κώστας Πολίτης λίγους μήνες μετά το Προολυμπιακό τουρνουά. Η αποτυχία σε αυτό είχε στοιχίσει τη θέση του στον πάγκο της Εθνικής, η οποία ταξίδεψε στο Ζάγκρεμπ με head coach τον πρώην βοηθό του, Ευθύμη Κιουμουρτζόγλου.
Αντικειμενικός στόχος ήταν το χάλκινο μετάλλιο, αφού το ραντεβού στον τελικό ανάμεσα στην πανίσχυρη οικοδέσποινα Γιουγκοσλαβία και το σοβιετικό μεγαθήριο έμοιαζε δεδομένο. Οι πλάβι παρέταξαν ίσως την καλύτερη ευρωπαϊκή ομάδα που εμφανίστηκε ποτέ σε παρκέ μπάσκετ. Πέτροβιτς, Κούκοτς, Ράτζα, Πάσπαλιε, Ντίβατς, Βράνκοβιτς, Ντανίλοβιτς, Ζντοβτς, Τσούτουρα, Ραντούλοβιτς, Ράντοβιτς και Πρίμορατς συνέθεταν αυτή που θα μπορούσε να αποκληθεί ως dream team της Γηραιάς Ηπείρου. Προπονητής της ο Ντούσαν Ίβκοβιτς, που στην πρεμιέρα είδε την ομάδα του να συντρίβει με 103-68 την Εθνική μας.
Με νίκες στα άλλα δύο ματς, απέναντι σε Γαλλία και Βουλγαρία, η Ελλάδα προκρίθηκε ως δεύτερη από τον α’ όμιλο και στο νοκ-άουτ ημιτελικό (επρόκειτο για ένα Ευρωμπάσκετ express με μόλις οχτώ ομάδες) διασταυρώθηκε με την ΕΣΣΔ, που είχε κάνει το 3/3 στο β’ όμιλο.
Από τον τελικό της Αθήνας κι έπειτα οι Σοβιετικοί είχαν μόνο μία ήττα, από τους Γιουγκοσλάβους, στο ματς των ομίλων στη Σεούλ.
«Η Εθνική μας θα προσπαθήσει να επαναλάβει το θαύμα του 1987. Βέβαια όλοι ξέρουμε ότι τα θαύματα δεν επαναλαμβάνονται εύκολα, όμως με την προκριση της στις 4 καλύτερες ομάδες της Ευρώπης έχει ήδη δικαιώσει το θρίαμβο του 1987», έλεγε ο αείμνηστος Φίλιππος Συρίγος στο τζάμπολ του ημιτελικού, δείχνοντας κι εκείνος να μην πιστεύει στην υπέρβαση.
Αρκούσε όμως η πίστη έως… βεβαιότητα του Νίκου Γκάλη. Στην απόλυτη ραψωδία του με τη γαλανόλευκη, ο Νικ φόρτωσε με 45 πόντους το σοβιετικό καλάθι (17/31 διπ., 1/2 τρ., 8/9 β.). Ξεδιπλώνοντας, ίσως πιο εμφατικά από κάθε άλλη φορά, το απίθανο ρεπερτόριο του. Όχι στη «θαλπωρή» του ΣΕΦ, αλλά στην πόλη – βασίλειο ενός άλλου «ημίθεου», του αντίπαλου Ντράζεν Πέτροβιτς. Σκοράροντας ξανά και ξανά μπροστά στα απλωμένα χέρια, όχι του βραδυκίνητου Τσατσένκο, αλλά του κορυφαίου Ευρωπαίου σέντερ όλων των εποχών. Οι 20 πόντοι του οποίου δεν αρκούσαν στους Ολυμπιονίκες, καθώς δεν βρήκαν ποτέ απάντηση στο τρίποντο του Φάνη Χριστοδούλου 55’’ πριν από το τέλος.
Το 81-80 έμεινε έως το φινάλε και το συμπέρασμα του Συρίγου ηχεί ακόμα και σήμερα ως επιστέγασμα του ανεπανάληπτου θριάμβου. «Είναι κάτι πολύ ανώτερο απ’ αυτό που έγινε στην Αθήνα», αναφωνούσε όταν η τελευταία επίθεση των Σοβιετικών κατέληξε σε βήματα του Βέτρα. Για να τα λέμε όλα, στην προτελευταία είχε χρεωθεί με επιθετικό φάουλ ο Χομίτσιους (πάνω στον Γιαννάκη), ενώ ο Φάνης πριν εκτελέσει το τρίποντο, είχε πάρει την μπάλα από τον Γκάλη, που είχε πατήσει με το μισό πόδι έξω από την τελική γραμμή. Όλως παραδόξως ο ένας από τους διαιτητές του ημιτελικού ήταν Αμερικανός, εν καιρώ ψυχρού πολέμου!
Ήταν όμως φαίνεται γραμμένο στ’ άστρα ότι στο τέλος αυτού του αγώνα η Ελλάδα θα έβγαινε ξανά στους δρόμους. Το… μαρτυρά αυτή η βεβαιότητα του Νίκου Γκάλη που αναφέραμε. Ο άνθρωπος είχε με κάποιο μεταφυσικό τρόπο «δει» το τέλος. Από τη στιγμή κιόλας που η μπάλα έφυγε από τα χέρια του Χριστοδούλου, τα δικά του είχαν σχηματίσει το έμβλημα της νίκης...
ΥΓ: Το Ευρωμπάσκετ του ’89 έχει μείνει στην ιστορία ως το μοναδικό τουρνουά στο οποίο συνυπήρξαν οι τέσσερις κορυφαίοι Ευρωπαίοι μπασκετμπολίστες όλων των εποχών: Γκάλης, Πέτροβιτς, Σαμπόνις, Κούκοτς.