δοκάρια

Τα κρυφά μηνύματα στο δοκάρια του μουντιάλ του 1978

Αναρωτηθήκατε ποτέ γιατί υπήρχαν μαύρες βαμμένες λωρίδες γύρω από τα δοκάρια του τελικού του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος της Αργεντινής το 1978; Ένας άντρας πήγε στο Μπουένος Άιρες για να το ανακαλύψει.

Για ένα σχολιαρόπαιδο που παρακολουθούσε το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 1978, η ελπίδα ότι η Σκωτία θα γίνει παγκόσμια πρωταθλήτρια δε θα μπορούσε να με τσούξει περισσότερο και από καψαλισμένο φιλέτο. Παρότι δεν είχε ποτέ ξανά την εμπειρία μιας τόσο μεγάλης απογοήτευσης όπως αυτής της χώρας μου να αποτυγχάνει στο πρώτο της ματς εναντίον του Περού, ομοίως, δεν είχα δει ποτέ τέρματα σαν και αυτά που είχαν μπει στο τουρνουά.

Τα λευκά δίχτυα ήταν όμορφα αλλά ήταν οι μαύρες βαμμένες λωρίδες στα δοκάρια που έκαναν μπαμ στο μάτι του τηλεθεατή. Τραβούσαν μαγνητικά την προσοχή του ματιού, όποτε η κάμερα τα έδειχνε στη διάρκεια του αγώνα.  Αλλά για ποιο λόγο ήταν βαμμένες έτσι σε αυτά τα σημεία; Το ήξερα ότι η σκέψη αυτή θα με έτρωγε μέχρι να την ξύσω.

Η φαγούρα κράτησε κοντά 40 χρόνια. Μέχρι τότε είχα τσαλαβουτήσει σε μία πληθώρα απογοητευτικών βιβλίων και τηλεοπτικών ντοκιμαντέρ τα οποία δεν είχαν βγάλει άκρη. Αυτό μέχρι τη στιγμή που βρέθηκα να συνοδεύω τη σύζυγό μου σε ένα ερευνητικό ταξίδι για το ντοκτορά της στο Μπουένος Άιρες, όπου συνάντησα τον άντρα που έβαψε μαύρα τα δοκάρια και μου εξήγησε το γιατί.

Όντας άγνωστο για τον δεκάχρονο εαυτό μου, το 1978 η Αργεντινή βρισκόταν υπό το καθεστώς μία δολοφονικής στρατιωτικής χούντας. Μέχρι τα τελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου, η χούντα είχε «εξαφανίσει» χιλιάδες Αργεντινούς, πολλούς από αυτούς σε μυστικά κέντρα βασανιστηρίων. Συνόδευσα τη σύζυγό μου στην έρευνά της για την κοινωνική μνήμη της βίας της χούντας, επισκεπτόμενος αυτά τα κέντρα και έχοντας εντυπωσιαστεί από το γεγονός πως πολλά από αυτά βρισκόντουσαν σε πυκνοκατοικημένες αστικές περιοχές.

Ένα από αυτά τα μυστικά κέντρα βασανισμού ήταν το Κλαμπ Ατλέτικο, που είχε πάρει το όνομά του επειδή βρισκόταν κοντά στο γήπεδο της Κλαμπ Ατλέτικο Μπόκα Τζούνιορς, το Μπομπονέρα. Το πιο εντυπωσιακό πράγμα γύρω από το Κλαμπ Ατλέτικο ήταν η τοποθεσία του στο Μπουένος Άιρες, στο κεντρικό εμπορικό κέντρο της πρωτεύουσας. Κάθε άλλο παρά «μυστικό» ήταν. Αν το σχέδιο ήταν να κρύψουν τα κέντρα βασανισμών, τότε τα έκρυβαν σε κοινή θέα.

Έκανα ένα διάλειμμα από τον τρόμο για να επισκεφτώ τη διάσημη ψησταριά του Ντον Χούλιο και την αγορά βιβλίων της Πλάζα Ιτάλια. Και τα δύο βρίσκονται στο Παλέρμο, ένα προάστιο στα βόρεια της πόλης. Καθόμουν στο ψητοπωλείο πίνοντας την Quilmes μπύρα μου μελετώντας προσεκτικά το έγχρωμο βιβλίο με φωτογραφίες από τα τελικά του 1978 που είχα πάρει από την αγορά όταν ένας σερβιτόρος με πλησίασε και προέταξε το πηγούνι του στην διεθνή γλώσσα του σώματος που σήμαινε «τι διαβάζεις;». Του έδειξα τη φωτογραφία, μία ολοσέλιδη εικόνα του Γάλλου τερματοφύλακα Ζαν Πολ Μπερτράν-Ντιμάν να είναι πεσμένος τραυματίας στη βάση του δοκαριού στον αγώνα της Γαλλίας εναντίον της οικοδέσποινας Αργεντινής. Ο σερβιτόρος – ένας ψηλός και ευθυτενής ηλικιωμένος με ένα «πονηρό» χαμόγελο- ρώτησε στα ισπανικά: «Είσαι Γάλλος;»

Σήκωσα το κεφάλι μου και εξήγησα, σε κάκιστα ισπανικά, ότι το ενδιαφέρον μου για τη φωτογραφία δεν είχε να κάνε με τον λιπόθυμο τερματοφύλακα. Το ενδιαφέρον μου ήταν στο βαμμένο μαύρο μέρος του δοκαριού. Ανασήκωσε τα φρύδια του. Ύστερα και ενώ υπήρξε μία λάμψη στα μάτια του πλησιάζοντας για να πάρει την παραγγελία μου, με συμβούλεψε, αν το κόλλημά μου ήταν το 1978, να επισκεφτώ το Στάδιο Μονουμεντάλ, το μέρος που έγινε ο τελικός του Παγκοσμίου Κυπέλλου.

Πήγα στο Μονουμεντάλ μία εβδομάδα αργότερα να παρακολουθήσω το Ρίβερ- Μπόκα, το Σούπερκλάσικο. Μεγάλη φασαρία, πολλά χρώματα, μεγάλο θέαμα. Το κάθε αυτού παιχνίδι ήταν ένα χαμηλής ποιότητας 0-0, κάτι το οποίο μου έδωσε την ευκαιρία να συλλογιστώ πόσο λίγο έχει αλλάξει το τώρα ρημαγμένο στάδιο από τον τελικό του μουντιάλ του 1978. Τα δίχτυα είναι πλέον τα ίδια που χρησιμοποιούνται σε όλον τον κόσμο και οι μελανοβαμμένες βάσεις των δοκαριών έχουν εξαφανιστεί εδώ και χρόνια.

Την επόμενη ημέρα ένας Αργεντινός φίλος κανόνισε μία τουρ στο στάδιο. Όταν μπήκαμε στον αγωνιστικό χώρο σηκώσαμε το μέλος του προσωπικού του σταδίου που άραζε κάτω από τον φθινοπωρινό ήλιο. Είχα καταφέρει να τρέξω ανάμεσα στην ολλανδική άμυνα και ήταν ο Μάριο Κέμπες που σκόραρε το 2-1 στο τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου όταν ένας μεγαλόσωμος, κακόκεφος, αργοκίνητος υπάλληλος του σταδίου πλησίασε, κουνώντας τα χέρια του. Όπως θα έκανε κάθε αντίστοιχος υπάλληλος γηπέδου, ήθελε να βγούμε από το γρασίδι.

«Τι απέγιναν τα παλιά δίχτυα; Ήταν πανέμορφα» ρώτησα. Ο φύλακας έξυσε το στομάχι του και ρεύτηκε. Γύρισα το βλέμμα μου από το τέρμα και μετά από μία παύση ξαναρώτησα τον φύλακα «Τι έγινε με τις βαμμένες μαύρες βάσεις των δοκαριών;».

«Ένα πινέλο και μία κόκκινη μπογιά» απάντησε ανυπόμονα. Εκείνη τη στιγμή βύθισα κυριολεκτικά τα παπούτσια μου στον χλοοτάπητα του Μονουμεντάλ και είπα «Όχι πώς τα βάψατε μαύρα. Γιατί το κάνατε;»

Μετά από έναν αναστεναγμό με κοίταξε, η αντίστασή του υποχώρησε καθώς κατάλαβε ότι είχα ταξιδέψει από πολύ μακριά και είχε παθιαστεί τόσο με αυτήν την ερώτηση για πάρα πολύ καιρό ώστε να σταματήσω να ρωτώ. Συνόδεψε τον φίλο μου και εμένα σε ένα κίτρινο στενάχωρο δωμάτιο που βρωμούσε από ξερά τσιγάρα και μου έδειξε τη σειρά από ασπρόμαυρες φωτογραφίες στον τοίχο. Είχα μέχρι εκείνη τη στιγμή συνηθίσει στο θέαμα των κολλάζ από ασπρόμαυρα πορτραίτα ανάμνησης αυτών που είχαν εξαφανιστεί από τη χούντα της δεκαετίας του 70.

Η σειρά από μονόχρωμα πορτραίτα στο γραφείο του σταδίου δε διέφεραν αλλά, καθώς πλησίαζα τις φωτογραφίες, παρατήρησα ότι σε μία από αυτές υπήρχε ένα γνώριμο «πονηρό» χαμόγελο και μία λάμψη στο μάτι. «Ποιοι είναι αυτοί οι τύποι;», ρώτησα. Ο φύλακας αφού έβγαλε ένα τσιγάρο Μάλμπορο από το πακέτο που κρατούσε μου εξήγησε ότι οι άντρες στις φωτογραφίες ήταν οι εργαζόμενοι του σταδίου που δούλευαν με την οργανωτική επιτροπή στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978. «Αν θέλεις να μάθεις γιατί έβαψαν τα δοκάρια μαύρα, πρέπει να ρωτήσεις αυτούς».

Πλησίασα το πορτραίτο που μου φάνηκε κάπως γνώριμο, η καρδιά μου χτυπούσε στα αυτιά μου. Συμπέρανα ότι ο άντρας της φωτογραφίας ήταν ο κατά 40 χρόνια νεότερος, με ένα διαφορετικό κούρεμα της εποχής, αλλά με το ίδιο χαμόγελο, τα ίδια μάτια. Ήταν σίγουρα ο σερβιτόρος στην ψησταριά Ντον Χούλιο. Έδειξε την φωτογραφία και ρώτησα το όνομα. Ο φύλακας αφού έβγαλε από το στόμα ένα δαχτυλίδι καπνού απάντησε «Ο Εζέκιελ Βαλεντίνι».

Όταν έσπρωξα την πόρτα του Ντον Χούλιο μία εβδομάδα αργότερα, ο Εζέκιελ έβαζε κρασί σε ένα τραπέζι. Γύρισε να με κοιτάξει, η αναγνώριση φάνηκε στα μάτια του καθώς ένα χαμόγελο σχηματιζόταν στις άκρες του στόματός του, ένα νεύμα που έδειχνε ότι ήξερε γιατί είχε επιστρέψει.  Στο απογευματινό του διάλειμμα καθίσαμε σε ένα τραπέζι πίσω, με τον ήλιο να μπαίνει από το ψηλό παράθυρο, και πίνοντας μία Πέπσι μου διηγήθηκε γιατί είχαν βάψει τις βάσεις των δοκαριών μαύρες το 1978.

«Πρέπει να καταλάβεις», είπε χαμηλόφωνα. «Είχαμε μεγάλο πρόβλημα». Τον πλησίασα καθώς μου εξηγούσε ότι οι εργαζόμενοι του αγωνιστικού χώρου του σταδίου είχαν μία δουλειά να κάνουν, τρόμαζαν στην ιδέα ότι η χούντα θα εκμεταλλευόταν το Παγκόσμιο Κύπελλο για πολιτικούς σκοπούς και έτρεμαν από την εξαφάνιση χιλιάδων συμπατριωτών τους.

«Ήξερες για τις εξαφανίσεις;», ρώτησα. «Μέχρι τα μέσα του 1978 όλοι γνώριζαν» απάντησε. «Το προσωπικό, οι παίκτες, όλοι είχαν το ίδιο πρόβλημα. Πώς θα μπορούσαμε να κάνουμε το καλύτερό μας γνωρίζοντας ότι οι στρατηγοί θα επωφεληθούν από αυτό;«. Θυμήθηκα την παλιά ιστορία του προπονητή της Αργεντινής Σέζαρ Λουίς  Μενότι, που έδινε οδηγίες στους μπερδεμένους παίκτες του μέσα σε αυτόν τον ηθικό λαβύρινθο πριν τον τελικό, συμβουλεύοντάς τους να κερδίσουν όχι για την χούντα αλλά για τους μεταλλωρύχους, τους χασάπηδες, τους αρτοποιούς και τους ταξιτζήδες που γέμιζαν τα γήπεδα.

«Ήδη τα δίχτυα είχαν προκαλέσει πολλά προβλήματα», συνέχισε ο Εζέκιελ, λέγοντας ότι η FIFA είχε μόνο δύο απαιτήσεις: Να μην υπάρχουν στηρίγματα ή άλλα υλικά πίσω από τα τέρματα και ότι η μέθοδος στήριξης των διχτυών θα ήταν ίδιος και στα έξι στάδια που θα φιλοξενούσαν αγώνες.

Ξέραμε ότι τα δίχτυα θα τα έβλεπε ολόκληρος ο κόσμος. Ήταν σημαντικό η μέθοδος στήριξης των διχτυών να αντιπροσώπευε τον κόσμο της Αργεντινής».

Και οι δύο αιτιάσεις της FIFA αποδείχτηκαν δύσκολες. «Τα πίσω στηρίγματα του τέρματος ήταν μέρος της ταυτότητας του συλλόγου. Επομένως η αντικατάστασή τους δε θα μπορούσε να είναι χωρίς περιστροφές. Και με τι θα αντικαθιστούσαμε τα πίσω στηρίγματα;» είπε ο Εζέκιελ γέρνοντας εμπρός και συμπληρώνοντας «Το ξέρεις ότι εμείς οι Αργεντινοί θεωρούμε τους εαυτούς μας πιο πολύ Ευρωπαίους παρά Νοτιοαμερικάνους;

Το είχα ακούσει πολύ συχνά ότι εφόσον ο Σιμόν Μπολιβάρ δεν είχε ελευθερώσει την Αργεντινή από τους Ισπανούς, ήταν διαφορετικοί από τους υπόλοιπους λαούς της Νότιας Αμερικής.  «Επομένως μας ήρθε φυσικό να θέλουμε να υποστηρίξουμε τα δίχτυα με μία ευρωπαϊκή μέθοδο».

Οι εργαζόμενοι του σταδίου γνώριζαν τα κλασικά δίχτυα του Μοντουμεντάλ ή αυτά που είχαν χρησιμοποιηθεί στο Euro 76 της Γιουγκοσλαβίας αλλά κάποιος είχε πείσει έναν στρατηγό ότι τα δίχτυα στη Νότια Αμερική είχαν άλλη υποστήριξη, αυτή που είχε χρησιμοποιηθεί στο μουντιάλ της Βραζιλίας το 1950. Ο Εζέκιελ κούνησε το κεφάλι του από την παράλογη ανάμνηση. «Η χούντα ήταν μανιώδης με την παράδοση. Όποιος τους πούλησε την ιδέα του βραζιλιάνικου τρόπου στήριξης των διχτυών για ένα Παγκόσμιο κύπελλο στην Αργεντινή είχε βρει ακριβώς το κουμπί τους».

Η ομοιομορφία που ζητήθηκε από τη FIFA αποδείχτηκε προβληματική. «Δεν είμαστε ομοιόμορφοι άνθρωποι. Αν οι Αργεντινοί είναι πράγματι Ευρωπαίοι, είναι Ευρωπαίοι του Νότου, ίσως Ιταλοί, όχι Γερμανοί. Το προσωπικό στο γήπεδο Μεντόζα αρνήθηκε τόσο στη FIFA όσο και στη χούντα να βάλουν τα ‘ευρωπαϊκά’ δίχτυα σε σχήμα D. Ο Εζέκιελ σήκωσε τους ώμους ξαναλέγοντας «Τι να κάνουμε; Δεν είμαστε ομοιόμορφοι άνθρωποι».

Και τι συνέβαινε με τις μαύρες βάσεις στα τέρματα; Ο Εζέκιελ ακούμπησε τον δικέφαλο του χεριού του και κατευθείαν το συνειδητοποίησα: «Ήταν μαύρα περιβραχιόνια; Ήταν μία διαμαρτυρία για τις εξαφανίσεις;». Δεν ήταν διαμαρτυρία. Ήταν μία μορφή μνημόσυνου.

«Όλοι γνώριζαν κάποιον που ήξερε κάποιον ο οποίος είχε εξαφανιστεί. Το προσωπικό το μόνο που ήθελε να κάνει είναι να διαμαρτυρηθεί. Μέχρι τότε οι μητέρες πραγματοποιούσαν πορεία στην Πλάζα ντε Μέιο και γνωρίζαμε ότι ο κόσμος παρακολουθούσε. Συζητήσαμε να φτιάξουμε ένα μήνυμα κουρεύοντας το γρασίδι ή να βάψουμε ένα μήνυμα στα διαφημιστικά ταμπλό, κάτι που θα έπιαναν οι τηλεοπτικές κάμερες».

Η ιδέα απορρίφθηκε. Η δημόσια διαμαρτυρία ενάντια στη χούντα μπροστά σε όλον τον κόσμο ισοδυναμούσε με αυτοκτονία. Ο Εζέκιελ με κοίταξε στα μάτια. «Δε φοβόμουν για μένα. Ο φόβος δούλευε με τέτοιο τρόπο ώστε να τρέμεις για την οικογένειά σου και τους φίλους σου. Κάθε παίκτης του Παγκοσμίου Κυπέλλου θα έπρεπε να φοράει ένα μαύρο περιβραχιόνιο για τη μνήμη των νεκρών», είπε χτυπώντας το τραπέζι με το δάχτυλό του. Χωρίς μία ασφαλή δυνατότητα να βοηθήσουν την χώρα να διαμαρτυρηθεί, ένας συνάδελφος του Εζέκιελ έριξε την ιδέα να βοηθήσουν την χώρα να θρηνήσει. Αποφάσισαν τα τέρματα να γίνουν οι δημόσιοι κομιστές των μαύρων περιβραχιονίων (πένθη). Πρώτα έπρεπε να παρουσιάσουν την ιδέα στους στρατηγούς. «Ρώτησαν τι ήταν οι μαύρες λωρίδες. Τους είπαμε ότι ήταν θέμα παράδοσης». Ο Εζέκιελ κρυφογέλασε στην ανάμνηση. «Δεν είχαν ιδέα από ποδόσφαιρο.»

Δεν τους ανησυχούσε που κανείς δε θα ήξερε τον ακριβή σκοπό τους; Ο Εζέκιελ κούνησε το κεφάλι του. «Χιλιάδες είχαν εξαφανιστεί και θεωρούνταν νεκροί. Ακόμα και σήμερα δεν είναι εφικτό να πεις πόσοι ακριβώς ποιοι και πόσοι σκοτώθηκαν από την χούντα. Ήταν αρκετό να τους θυμηθούμε δημόσια».

Έγειρα μπροστά αλλά ο Εζέκιελ είχε βρει ρυθμό. «Η χούντα έφτιαχνε τα λεγόμενα μυστικά κέντρα βασανισμών σε δημόσια θέα του κοινού. Θα μνημονεύαμε τους νεκρούς μας σε δημόσια θέα όλου του κόσμου. Όπως αυτά τα κέντρα, η πράξη μνήνης μας κρυβόταν σε δημόσια θέα.»

Ο ήλιος είχε πέσει στην πίσω πλευρά του απέναντι κτηρίου και ο Εζέκιελ έπρεπε να επιστρέψει στη δουλειά του. Τον ευχαρίστησα για τον χρόνο του, ύστερα υπόγραψα το παλιό μου βιβλίο φωτογραφιών από το μουντιάλ της Αργεντινής του ’78 και του το έκανε δώρο σαν ενθύμιο του χρόνου που περάσαμε μαζί. Δώσαμε τα χέρια, χαιρετηθήκαμε και έπρεπε να φύγω.

Ο Εζέκιελ φώναξε: «Περίμενε». Γύρισα μπερδεμένος. Είχα ξεχάσει κάτι; Ο Εζέκιελ έσκασε ένα ζεστό , πονηρό χαμόγελο και είπε: «Δε θέλεις να μάθεις αν το Αργεντινή-Περού ήταν στημένο;»

Του Ντέιβιντ Φόρεστ.

Το πρωτότυπο κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο In Bed With Maradona, του Guardian.