Ένας ηχηρός χτύπος από το μέσα δωμάτιο: ΜΠΟΥΠ! Έπειτα από λίγο, ακόμα ένας: ΜΠΑΠ! Ακολουθεί τρίτος, τέταρτος, πέμπτος- κάθε επόμενο χτύπημα μοιάζει να είναι πολλαπλάσιας βιαιότητας από τον προηγούμενο.
Έπειτα από μερικές ώρες, όμως, απλώνεται εκκωφαντική σιωπή. Η ησυχία είναι τόσο απτή που μπορείς σχεδόν να την κόψεις με το μαχαίρι και γι’ αυτό αποφασίζεις να κοιτάξεις από την κλειδαρότρυπα για να δεις τι συμβαίνει. Διαπιστώνεις πως αυτό δεν είναι αρκετό κι έτσι σπρώχνεις σιγά- σιγά τη πόρτα για να μην ενοχλήσεις εκείνον και…
Πίσω στα τέλη των 70s ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ φλέρταρε με τη δημιουργική κατάθλιψη: έχοντας ολοκληρώσει το «Μπάρι Λίντον» το φθινόπωρο του 1975 έψαχνε απελπισμένα ποια θα είναι η επόμενη ταινία του. Προκειμένου ν’ αντλήσει έμπνευση διάβαζε τόνους βιβλίων στο γραφείο του, όμως μετά από μερικές σελίδες τα περισσότερα κατέληγαν μ’ έναν θορυβώδη γδούπο στην πόρτα.
Ωστόσο, όπως αποκάλυψε ο βοηθός του, μια μέρα η συνήθης ρίψη βιβλίων αντικαταστάθηκε από την αδιατάραχτη ηρεμία. Ο λόγος, απλός: ο πασίγνωστος σκηνοθέτης είχε μόλις πιάσει στα χέρια του την αριστουργηματική Λάμψη του Στίβεν Κινγκ και, όπως είθισται με τα βιβλία του «Βασιλιά», αδυνατούσε να σταματήσει να διαβάζει.
Όταν τελείωσε την ανάγνωση είχε αποφασίσει πως επέστη ο καιρός για να γυρίσει την πρώτη του ταινία τρόμου. Γι’ αυτό αγόρασε με συνοπτικές διαδικασίες τα δικαιώματα του βιβλίου και άρχισε την διαδικασία παραγωγής του φιλμ.
Ωστόσο, εγωιστής ων, την άρχισε με το λάθος πόδι-το αριστερό: ο Κινγκ μετέτρεψε το μυθιστόρημά του σε σενάριο και το έστειλε στον Κιούμπρικ, όμως ο τελευταίος δεν του έριξε ούτε μια ματιά, καθώς θεωρούσε τον Στίβεν κακό συγγραφέα (με το πώς κατάφερε ένας κακός συγγραφέας να τον κάνει να «κολλήσει» με το βιβλίο του να παραμένει το μεγαλύτερο ανεξήγητο μυστήριο της ζωής μετά το Τρίγωνο των Βερμούδων)! Αντ’ αυτής της σεναριακής λύσης, προτίμησε να το γράψει μόνος του με την αρωγή της Νταϊάν Τζόνσον, τα βιβλία της οποίας λάτρευε.
Ο Κινγκ- που, ειρήσθω εν παρόδω, εκείνη την εποχή είχε αρχίσει ν’ ανακαλύπτει τη χαρά της ασταμάτητης κατανάλωσης ναρκωτικών- προτίμησε να κρατήσει τις αποστάσεις του από το όλο πρότζεκτ από κείνο το σημείο και μετά. Συναντήθηκε μονάχα μία φορά με τον Κιούμπρικ (με την συνάντηση να φημολογείται πως θύμισε τον αγώνα του Μοχάμεντ Άλι με τον Τζο Φρέιζερ), ενώ είχαν μιλήσει και στο τηλέφωνο για το αν και κατά πόσον πιστεύουν στη μετά θάνατον ζωή.
Όταν, ωστόσο, η ταινία βγήκε στις αίθουσες- αποσπώντας, αρχικά, αρνητικές κριτικές-, ο Βασιλιάς του Τρόμου μετατράπηκε από Αμερικανός Μουγκοθόδωρος σ’ Ελένη Λουκά όταν έχει φάει γλιστρίδα: «Η ταινία του Κιούμπρικ είναι μια ηλιθιότητα και μισή», επαναλάμβανε σα χαλασμένη κασέτα, φροντίζοντας να εξηγήσει το γιατί.
Και, ξέρετε, στη θεωρία δεν είχε και τόσο άδικο: η επιλογή του Τζακ Νίκολσον για τον ρόλο του πρωταγωνιστή θεωρείτο από τον Κινγκ εντελώς λάθος, καθότι ο οσκαρικός ηθοποιός- έχοντας παίξει προσφάτως και «Στη φωλιά του κούκου»- έδινε την αίσθηση από το πρώτο κάδρο της ταινίας πως ήταν τρελός. Ο Στίβεν ήθελε η καταβύθιση στην σχιζοφρένεια να είναι αργή και βασανιστική, αποτέλεσμα των σκοτεινών δυνάμεων που ζούσαν στο ξενοδοχείο “Overlook”, κάτι που με τον Νίκολσον και το μονίμως ημίτρελο βλέμμα του ήταν σχεδόν αδύνατο.
Επίσης, εξαπέλυσε (μάλλον δικαίως) τα βέλη του και προς την συμπρωταγωνίστρια, την Σέλεϊ Ντιβάλ, που ερμήνευε την Γουέντι: «Η Σέλεϊ Ντιβάλ, στον ρόλο της Γουέντι είναι ίσως ένας από τους πιο μισογύνικους και σεξιστικούς χαρακτήρες που έχουν υπάρξει ποτέ στο σινεμά. Βασικά υπάρχει μόνο για να τσιρίζει και να μην αντιλαμβάνεται τίποτα, και αυτή δεν είναι σίγουρα η γυναίκα για την οποία έγραφα εγώ», σχολίασε σε πρόσφατη συνέντευξή του ο συγγραφέας.
Και, πάνω απ’ όλα, η πάντα «κλινική» προσέγγιση του περφεξιονιστή Κιούμπρικ στις εκάστοτε ταινίες του ήταν ο κύριος λόγος που κόντεψε να στείλει τον Στίβεν στο άσυλο ανιάτων: «Η ταινία είναι ψυχρή, κι εγώ δεν είμαι ένας κρύος τύπος. Αυτό που πιστεύω ότι διακρίνει ο κόσμος στα βιβλία μου είναι η ζεστασιά. Υπάρχει μία προσέγγιση, ένα κάλεσμα προς τον αναγνώστη που του λέει “Σε θέλω να γίνεις μέρος της ιστορίας”.
Η ταινία του Κιούμπρικ ένιωσα ότι ήταν πολύ κρύα, πολύ “Ψάχνουμε τους ανθρώπους, αλλά αυτοί είναι σαν μικρά μυρμήγκια σε μια μυρμηγκοφωλιά, που δεν κάνουν ενδιαφέροντα πράγματα, αυτά τα μικρά έντομα”», ήταν η τοποθέτησή του στο ΒΒC σ’ ένα αφιέρωμα για το φιλμ του 1980.
Μάλιστα, προκειμένου να καταστήσει ακόμα πιο σαφή τη διαφορετική προσέγγιση που είχαν στην ιστορία, ο Κινγκ ανέφερε τα δύο διαφορετικά τέλη: φωτιά και ζέστη στη δική του συγγραφική εκδοχή, χιόνι και ψύχρα στην κινηματογραφική του Κιούμπρικ.
Μπορεί, ωστόσο, τα δύο ιερά τέρατα (ο Κινγκ, ανεξαρτήτως του τι πίστευε ο Κιούμπρικ, είναι ίσως ο σπουδαιότερος σκοτεινός παραμυθάς όλων των εποχών, τη στιγμή που ο Στάνλεϊ διεκδικεί με αξιώσεις τον θρόνο του κορυφαίου σκηνοθέτη της 7ης τέχνης) να είχαν βγάλει επί σειρά ετών το βαμβάκι και να σφάζονταν εντέχνως μ’ αυτό, όμως…
Όμως αυτό που μετράει είναι πως ο Τζακ Τόρανς έχει πάρει την οικογένειά του κι ετοιμάζεται να ξεχειμωνιάσει στο απομονωμένο ξενοδοχείο “Overlook”, προκειμένου να βρει τη χαμένη του συγγραφική έμπνευση όσο δουλεύει σαν επιστάτης εκεί.
Ο μικρός Ντάνι έχει αρχίσει να κολυμπάει ολοένα και πιο βαθιά στ’ αλλόκοτα νερά του άλλου κόσμου, τη στιγμή που το αίμα τρέχει ασταμάτητα από τους τοίχους, η Γουέντι φοβάται κάθε λεπτό και πιο πολύ τον αλλόφρονα σύζυγό της, τα δίδυμα νεκρά κοριτσάκια περπατούν ανατριχιαστικά αργά στους διαδρόμους και στο δωμάτιο 217 ένα άυλο πτώμα σε προχωρημένη σήψη «φωλιάζει» στην μπανιέρα.
Το χιόνι έξω έχει καλύψει τα πάντα κι εσείς το μόνο που έχετε να κάνετε είναι να πιάσετε το άκαμπτο χέρι είτε του θερμού Κινγκ είτε του ψυχρού Κιούμπρικ και να τους ακολουθήσετε. Αυτοί, βλέπετε, ξέρουν τον δρόμο.
Διαβάστε την Λάμψη.
Δείτε την Λάμψη.
Και προσπαθήστε να μην ουρλιάξετε στο ενδιάμεσο.