burial

Η μυστηριώδης εξαφάνιση των νεκρών και ζωντανών κατοίκων του χωριού Burial

«Αισθάνθηκα από την πρώτη στιγμή πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Βρήκα μισομαγειρεμένα φαγητά στις κουζίνες τους. Ήταν ξεκάθαρο πως κάτι τους αιφνιδίασε κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας του δείπνου τους. Σκέφτηκα πως έφυγαν. Τα ρούχα τους, όμως, ήταν εκεί. Οι προμήθειές τους, τα πάντα. Τα τουφέκια τους βρίσκονταν πίσω από τις κλειστές πόρτες».

Ήταν Νοέμβριος του 1930 όταν η πιο παράξενη εξαφάνιση στα χρονικά της παγκόσμιας ιστορίας έγινε αντιληπτή και άνοιξε για τα καλά το κεφάλαιο «ανεξήγητα φαινόμενα» στη Λίμνη Anjikuni του Βόρειου Καναδά.

«Τι το τόσο ιδιαίτερο μπορεί να έχει μια υπόθεση εξαφάνισης;», θα σκεφτεί κανείς.

Ίσως τίποτα, όταν μιλάμε για την απώλεια ενός προσώπου. Τι συμβαίνει, όμως, όταν η εξαφάνιση αυτή αφορά σε… ένα ολόκληρο χωριό;

Η ιστορία εκτυλίχθηκε στο χωριό Εσκιμώων Burial στις βραχώδεις όχθες της λίμνης Anjikuni, όπου σύμφωνα με τη μαρτυρία – κλειδί του ανθρώπου που «άνοιξε» την υπόθεση, κατοικούσαν περίπου 30 ντόπιοι. Ένα –συνηθισμένο κατά τα άλλα- βράδυ Νοεμβρίου με πανσέληνο, ο «κυνηγός» και έμπορος γούνας Τζο Λάμπελ ζητά καταφύγιο στο χωριό για να διανυκτερεύσει πριν συνεχίσει το ταξίδι του.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που το έκανε. Ο γουνέμπορος θα δήλωνε αργότερα πως οι κάτοικοι ήταν συνηθισμένοι στην παρουσία του, καθώς ο ίδιος περνούσε συχνά από τα σπίτια τους για να πουλήσει τις γούνες του. Έκανε λόγο για πολύ φιλόξενους ανθρώπους που δεν έχαναν ευκαιρία να τον υποδεχτούν στις καλύβες τους και να του προσφέρουν φιλοξενία.

Εκείνο το βράδυ του Νοεμβρίου, όμως, τίποτα στο Burial δεν ήταν το ίδιο. Ο Λάμπελ έφτασε στο χωριό ζητώντας καταφύγιο και λίγη ζέστη. Χτύπησε την πόρτα πολλών Ινουίτ, χωρίς να πάρει την παραμικρή απάντηση. Αμέσως κατάλαβε πως κάτι είχε αλλάξει στο μέρος εκείνο… Τα πάντα είχαν ερημώσει.

Σύμφωνα με όσα δήλωσε έπειτα στην αστυνομία του Καναδά, γνωστή ως «Royal Canadian Mounted Police», όταν αποφάσισε να εισέλθει στα σπίτια των ντόπιων, αυτό που αντίκρισε θα «πάγωνε το αίμα ακόμα και των πιο ψύχραιμων».

Τα γέλια και η φασαρία είχαν αντικατασταθεί από μια νεκρική σιγή.  Όλοι οι κάτοικοι του χωριού είχαν εξαφανιστεί. Εκ πρώτης όψεως, μάλιστα, θα υπέθετε κανείς πως έφυγαν τόσο ξαφνικά, όσο κανείς και τίποτα δεν θα μπορούσε να εξηγήσει. Πώς όμως να είχε συμβεί κάτι τέτοιο αφού δεν υπήρχαν ούτε ίχνη αποχώρησης στο χιόνι;

«Αισθάνθηκα από την πρώτη στιγμή πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Βρήκα μισομαγειρεμένα φαγητά στις κουζίνες τους. Ήταν ξεκάθαρο πως κάτι τους αιφνιδίασε κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας του δείπνου τους. Σκέφτηκα πως έφυγαν. Τα ρούχα τους, όμως, ήταν εκεί. Οι προμήθειές τους, τα πάντα. Τα τουφέκια τους βρίσκονταν πίσω από τις κλειστές πόρτες. Το ίδιο και οι γούνες τους. Ποιος Εσκιμώος φεύγει από το σπίτι του χωρίς τον εξοπλισμό του; Τα καγιάκ τους βρίσκονταν έξω από τις καλύβες τους. Ήταν ξεκάθαρο: Κάτι φρικτό είχε συμβεί. Δεν υπήρχαν σημάδια πάλης. Όλα έμοιαζαν γαλήνια. Ο αέρας, όμως, είχε άρωμα θανάτου», γράφτηκε στα πρακτικά.

Τα πράγματα θα γίνονταν χειρότερα. Μόλις εγκατέλειψε την προσπάθεια να εντοπίσει έστω και έναν κάτοικο του Burial και έτρεξε να ζητήσει βοήθεια από την πιο κοντινή αστυνομία για την κατάσταση που επικρατεί στο χωριό, ήρθε αντιμέτωπος με ένα μακάβριο θέαμα.

Ήταν πλέον ξεκάθαρο πως στο Burial δεν υπήρχε κανένα ίχνος ανθρώπινης ζωής. Ούτε όμως θανάτου. Οι τάφοι του χωριού είχαν ανοιχτεί και είχαν απομακρυνθεί μέχρι και τα θαμμένα πτώματα!

Η έρευνα για τη μυστηριώδη εξαφάνιση των κατοίκων του Burial ξεκίνησε αμέσως μόλις η αστυνομία του Καναδά έλαβε το τηλεγράφημα του γουνέμπορου σχετικά με όλα όσα βίωσε τη χειμωνιάτικη εκείνη νύχτα.

Παρά τις πολικές θερμοκρασίες, ο Λάμπελ εγκατέλειψε αμέσως το χωριό και κατάφερε πολλές ώρες αργότερα να φτάσει σε κάποιο ταχυδρομείο που βρισκόταν πολλά μίλια μακριά. Όπως παραδέχτηκε, δεν ήθελε να γίνει και ο ίδιος έρμαιο της όποιας μεταφυσικής δύναμης εξαφάνισε τους κατοίκους του άλλωτε φιλόξενου χωριού.

Όσοι έσπευσαν στο Burial δεν κατάφεραν να δώσουν μια πειστική εξήγηση για τις συνθήκες υπό τις οποίες εξαφανίστηκε κάθε άνθρωπος που έζησε εκεί. Ζωντανός ή νεκρός. Η αστυνομία δεν βρήκε το παραμικρό ίχνος που θα υποδείκνυε τι είχε συμβεί και πού είχαν πάει όλοι οι κάτοικοι. Το μόνο που βρέθηκε ήταν οι σκύλοι – έλκηθρα που ζούσαν εκεί.

Στα 100 μέτρα από το κέντρο του χωριού κείτονταν νεκρά επτά σκυλιά των Εσκιμώων, τα οποία οι ίδιοι χρησιμοποιούσαν για τις «δουλειές» που βοηθούσαν στην επιβίωσή τους. Ήταν θαμμένα στο χιόνι. Είχαν πεθάνει απ’ την πείνα. Πώς έγινε όμως αυτό όταν στις καλύβες γύρω τους υπήρχε άφθονη ποσότητα φαγητού;

Παρά την έκταση που πήρε η υπόθεση, τις έρευνες και τις υποθέσεις της αστυνομίας, ποτέ κανείς από τους εξαφανισμένους Ινουίτ δεν βρέθηκε. Η ιστορία τους εξελίχθηκε σε αστικό μύθο και μέχρι σήμερα η λύση του μυστηρίου δεν έχει βρεθεί.

Η υπόθεση παραμένει ανοιχτή στα αρχεία της αστυνομίας, με τους πιο επιφυλακτικούς να κατηγορούν τον Τζο Λάμπελ  για ψευδή μαρτυρία.

Παρότι η ιστορία έγινε πιστευτή από μεγάλο μέρος του κόσμου, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που θεώρησαν πως όλο αυτό δεν είναι παρά προϊόν της φαντασίας του γουνέμπορου.

Την άποψη αυτή στήριξαν στο γεγονός πως καμία άλλη μαρτυρία περί ύπαρξης κατοίκων στο συγκεκριμένο χωριό δεν είχε γραφτεί στα πρακτικά, παρότι ο ίδιος υποστήριζε πως όχι μόνο είχε δει, μα γνώριζε και προσωπικά τους κατοίκους του Burial.

Πώς εξηγείται, όμως, η ύπαρξη τόσων καλύβων και προσωπικών αντικειμένων; Υπάρχει βέβαια και η άποψη πως πράγματι υπήρχαν κάτοικοι εκεί, ωστόσο δεν ανέρχονταν στους 30 αλλά… στους 2.000.

Κανείς ποτέ δεν έμαθε και όπως φαίνεται, κανείς δε θα μάθει. Το μόνο που μένει ζωντανό μέχρι σήμερα είναι ο θρύλος που γέννησε η ιστορία του Λάμπελ, ο οποίος ενέπνευσε πολλούς συγγραφείς να μοιραστούν τη δική τους «μυθιστορηματική» προσέγγιση της ιστορίας του.

Η μυστηριώδης εξαφάνιση ολόκληρου του χωριού δεν βρήκε ποτέ την εξήγησή της με τα σενάρια να είναι πολλά: Από τις μεταφυσικές δυνάμεις μέχρι… τους εξωγήινους.

Πού σταματά η αλήθεια και πού αρχίζει το ψέμα;