Μισό βήμα- διστακτικό. Κρακ. Μια προαιώνια σανίδα υποχωρεί και μετά δυσκολίας διατηρείς την ισορροπία σου. Αναγνωρίζεις το λάθος σου, όμως πλέον είναι πολύ αργά: δεν έπρεπε να έρθεις εδώ, σ’ αυτό το παρηκμασμένο κτήριο, το βράδυ. Τα πάντα υπό το ημίφως του φεγγαριού φαίνονται σα να έχουν βγάλει δόντια τα οποία ψάχνουν απεγνωσμένα τη σάρκα σου.
Αίφνης, ακούγεται μια απόκοσμη, «ρουφηχτή» ανάσα. Μοιάζει σαν κάποιος να προσπαθεί ν’ αναπνεύσει απεγνωσμένα, όμως τα πνευμόνια του έχουν γεμίσει με τα ελώδη νερά ενός βάλτου.
Προσπαθείς να καταλάβεις τι ακριβώς συμβαίνει σ’ αυτό το μέρος, στο εγκαταλελειμμένο σανατόριο της Πάρνηθας. Το αμετανόητο σκοτάδι που σε τυλίγει δε βοηθά την κατάσταση, ενώ τα γράμματα των γκράφιτι στους τοίχους- κόκκινα, σαν το αίμα- και τα μισογκρεμισμένα δωμάτια κάνουν την καρδιά σου να χτυπάει ολοένα και πιο δυνατά.
Μια εσώτερη παρόρμηση επιτάσσει να ξαπλώσεις στον μακρύ, λερωμένο διάδρομο του πρώτου ορόφου και να κλείσεις τα μάτια. Το κάνεις. Έπειτα, παραδίνεσαι εντελώς κι ακούς μια μελωδική, «άφυλη» φωνή να σου λέει…
«Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε!»
Η ιστορία μου ξεκινά πίσω στο 1914. Τότε η έκταση στην οποία βρισκόμαστε- εσύ κι εγώ μαζί- παραχωρήθηκε από την Ιερά Μονή Ασωμάτων- Πετράκη στον Ευαγγελισμό, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα άσυλο νοσηλείας των φυματικών.
Εκείνη την εποχή η φυματίωση ήταν μη αντιμετωπίσιμη και περισσότεροι από 100.000 Έλληνες ξεψύχησαν λόγω αυτής μέσα σε μια σκάρτη δεκαετία (1929-1938). Οι κακουχίες του πολέμου και η «αέναη» πείνα προκάλεσαν πρωτοφανή έξαρση της ασθένειας, η οποία θέριζε όποιον άτυχο βρισκόταν στο ανηλεές διάβα της.
Το κλίμα εδώ στην Πάρνηθα- σ’ ένα σημείο μόλις 2 χιλιόμετρα μακριά από το «διαβόητο» καζίνο- εθεωρείτο ιδανικό για όλους τους φυματικούς και το σανατόριο γνώριζε ημέρες αρρωστημένης δόξας στα 35, περίπου, χρόνια ζωής του.
Δυστυχώς, δεν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο και για τους ενοίκους του…
«Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Ὅταν ἔχει φεγγάρι μεγαλώνουν οἱ σκιές μές στό σπίτι, ἀόρατα χέρια τραβοῦν τίς κουρτίνες, ἕνα δάχτυλο ἀχνό γράφει στή σκόνη τοῦ πιάνου»
Έλα, μη φοβάσαι, πιάσε το χέρι μου. Εγώ ξέρω το δρόμο, έλα. Εμπιστεύσου με. Έτσι μπράβο…
Το βλέπεις αυτό; Ήταν το δωμάτιο του Γιάννη Ρίτσου, του διεθνούς φήμης Έλληνα ποιητή, ο οποίος έπασχε κι αυτός από φυματίωση.
Το πρόβλημά του ξεκίνησε το 1926, όταν μια μέρα η αδερφή του τον είδε να κάνει αιμόπτυση στον νιπτήρα του σπιτιού που έμεναν στην Αθήνα, και μέχρι τα μέσα της επόμενης χρονιάς ήταν βέβαιο πως είχε νοσήσει.
Στην Πάρνηθα, ωστόσο, ήρθε δέκα ολόκληρα χρόνια αργότερα: από τον Οκτώβρη του 1937 έως τον Απρίλιο του 1938, ο Ρίτσος ήταν κάτοικος του σανατορίου μας.
Παρά την ξεδιάντροπη επίθεση της αμείλικτης πραγματικότητας- η οποία περιελάμβανε θανάτους σε καθημερινή, σχεδόν, βάση-, ο αριστερός ποιητής μπόρεσε να ολοκληρώσει 3 έργα του κατά τη διαμονή του εδώ: «Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα» (1937), «Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού» (1938) και «Εαρινή Συμφωνία» (1938).
Δεν κατάφερε να θεραπευτεί πλήρως, όμως όταν ζήτησε να φύγει από το σανατόριο, ουδείς σκέφτηκε να του φράξει το δρόμο. Το μόνο που κάναμε, το μόνο που έκανα, ήταν να επαναλάβω τα λόγια που του είχε αφιερώσει ο Παλαμάς:
«Να παραμερίσουμε ποιητή για να περάσεις».
Και, ξέρεις, αυτό ακριβώς συνέβη.
Παραμερίσαμε.
«Τοῦτο τό σπίτι στοίχειωσε, μέ διώχνει —θέλω νά πῶ ἔχει παλιώσει πολύ, τά καρφιά ξεκολλᾶνε, τά κάδρα ρίχνονται σά νά βουτᾶνε στό κενό…»
Τα χρόνια περνούσαν, μέχρι που φτάσαμε, σχεδόν ανέλπιστα, στη λύση: η πενικιλίνη και τα αντιβιοτικά έκαναν καλά τη δουλειά τους και η φυματίωση μετατράπηκε από ερεβώδης εφιάλτης σ’ ελεγχόμενη μολυσματική νόσος των πνευμόνων.
Κάπως έτσι το 1961, πια, τα σανατόρια έπαψαν να έχουν λόγο ύπαρξης στην Ελλάδα και τούτο το κτήριο- το οποίο σώζεται από το 1935- μετατράπηκε σε ξενοδοχείο (το περίφημο «Ξενία») που αγοράστηκε από τον ΕΟΤ.
Ωστόσο, λόγο του γεγονότος πως δεν είχε θέα στην Αθήνα και δεν ήταν εύκολα προσβάσιμο, το εγχείρημα οδηγήθηκε σ’ εμπορική αποτυχία, με αποτέλεσμα να «μεταμορφωθεί» εκ νέου.
Αυτή τη φορά έγινε το «σπίτι» της Σχολής Τουριστικών επαγγελμάτων. Όμως, και η νέα ιδέα αποδείχτηκε σχεδόν θνησιγενής: μετά από λίγα, μόλις, χρόνια λειτουργίας η σχολή έκλεισε το 1980 κι έκτοτε…
Έκτοτε, το σανατόριο μιας αλλοτινής εποχής σαπίζει μέρα με τη μέρα ολοένα και περισσότερο.
Τελικά, η φυματίωση- ενδεδυμένη τον μανδύα του Χρόνου- κατάφερε να σκοτώσει ακόμα κι αυτό.
Και να το θάψει μια για πάντα.
Ή μήπως όχι;
«Oἱ σουβάδες πέφτουν ἀθόρυβα, ὅπως πέφτει τό καπέλο τοῦ πεθαμένου ἀπ’ τήν κρεμάστρα στό σκοτεινό διάδρομο, ὅπως πέφτει τό μάλλινο τριμμένο γάντι τῆς σιωπῆς»
Κοίτα γύρω σου, σε παρακαλώ. Δες τα σαπισμένα σεντόνια, τις υγρές μοκέτες, τις πολυκαιρισμένες σύριγγες που βρίσκονται πάνω στο εξαθλιωμένο, πλέον, πάτωμα. Κοίταξε τον σωρό από τα μπάζα, τους γκρεμισμένους τοίχους. Τη λεηλασία που έχει υποστεί, τ’ απομεινάρια του φονικού σεισμού του 1999.
Ρίξε μια ματιά έξω και πρόσεξε πώς η φωτιά του 2007 έχει κάψει ολοσχερώς το δάσος γύρω μας. Πρόσεξε το «Πάρκο των Ψυχών» που έφτιαξε ο γλύπτης Σπύρος Ντασιώτης και αποτυπώνει, στους σμιλεμένους κορμούς δέντρων, με τον καλύτερο τρόπο τα αισθήματα των τροφίμων του σανατορίου.
Περίφερε το χέρι σου πάνω στ’ ακαταλαβίστικα ιδεογράμματα, που ορισμένοι πιστεύουν πως είναι αραβικά ή ινδικά σύμβολα, και τα οποία- σύμφωνα με τον μύθο- «βοηθούν» στις τελετές των σατανιστών που λαμβάνουν χώρα εδώ.
Άκου τις υποτιθέμενες φωνές από το υπερπέραν, τα κρυφά μηνύματα που θέλουν να περάσουν, πρόσεξε τις σκιές που σέρνονται στο έδαφος ψάχνοντας τρόπο να σωματοποιηθούν και να δώσουν υπόσταση στους θρύλους του στοιχειωμένου πύργου.
Άραγε είναι αλήθεια;
Πες μου, εσύ πιστεύεις στα φαντάσματα;
«Τοῦτο τό σπίτι, παρ’ ὅλους τούς νεκρούς του, δέν ἐννοεῖ νά πεθάνει. Ἐπιμένει νά ζεῖ μέ τους νεκρούς του, νά ζεῖ ἀπ’ τούς νεκρούς του, νά ζεῖ ἀπ’ τή βεβαιότητα τοῦ θανάτου του»
«Έλα, άνοιξε τώρα τα μάτια», σε προστάζει η άγνωστη φωνή κι εσύ το κάνεις.
Είσαι μουδιασμένος και δεν μπορείς ακόμα να σκεφτείς καθαρά. Ποιος μιλούσε τόση ώρα και σου έδινε όλες αυτές τις πληροφορίες για το σανατόριο; Και για ποιο λόγο επέμενε να χρησιμοποιεί στίχους από την «Σονάτα του σεληνόφωτος» του Ρίτσου;
Δεν το γνωρίζεις, όμως δε σε νοιάζει. Είναι ώρα να φεύγεις απ’ αυτό το αλλόκοτο μέρος. Έξω, το πιο βαθύ σκοτάδι της ημέρας μοιάζει να έχει πάρει αγκαλιά κάθε σπιθαμή της περιοχής. Κοιτάζεις για μια τελευταία φορά- πουθενά σατανιστές, κανένας επισκέπτης από τον άλλο κόσμο, ούτε θρηνητικά ουρλιαχτά πόνου αναμεμειγμένα με υστερικά γέλια. Μα, αλήθεια, ποιος τα λέει αυτά; Ποιος τα πιστεύει αυτά;
Σηκώνεσαι όρθιος, τινάζεις τα χέρια σου και κάνεις να φύγεις. Όπως περνάς από την υποτυπώδη πόρτα που σχηματίζουν τα πεσμένα τούβλα, οι τρίχες στο πίσω μέρος του σβέρκου σου ανασηκώνονται.
Ξαφνικά, καταλαβαίνεις. Διάολε, καταλαβαίνεις.
Ένα γαμψό νύχι γδέρνει το λαιμό σου και κάποιος, κάτι, ψιθυρίζει στ’ αυτί σου.
Λέει:
«Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου».