Ήταν Νοέμβρης του 2009 όταν ένας πιτσιρίκος, με τα σημάδια ακμής εμφανή ακόμα στο πρόσωπο του, αντικαθιστούσε τον Ρόμπερτ Λεβαντόφσκι σε ένα ματς της Ντόρτμουντ με τη Μάιντς.
Ο νεοπροαχθείς στους άνδρες από τα τμήματα φυτωρίου ήταν 17 ετών και έξι μηνών και θα παρέμενε απλή αναφορά στα φύλλα αγώνων έως το τέλος εκείνης της σεζόν. Με 42 μόλις λεπτά συμμετοχής στα πέντε ματς που έπαιξε ως αλλαγή, κανείς πέραν του μικρόκοσμου της Ντόρτμουντ, δεν γνώριζε έως το καλοκαίρι του 2010 τι μπορούσε να κάνει.
Ύστερα από ένα μόλις χρόνο δεν υπήρχε ποδοσφαιρόφιλος στον κόσμο που να αγνοούσε το όνομα «Μάριο Γκέτσε». Με πενιχρό μπάτζετ και κόντρα σε όλα τα προγνωστικά, η παραπαίουσα πριν από την άφιξη (2008) του Γιούργκεν Κλοπ, Μπορούσια, πανηγύριζε το Μάη του 2011 το παρθενικό πρωτάθλημα ύστερα από εννέα χρόνια.
Το έξτρα καύσιμο σε αυτή την πορεία, ο απρόσμενος X Factor ήταν αυτό το παλικαράκι, που έμοιαζε να παίζει με δύο κεφάλια στο γήπεδο. «Ο βαθμός αντίληψης και οξυδέρκειάς που διαθέτει είναι κάτι πολύ σπάνιο. Ξέρει τι θα κάνει προτού το κάνει», έλεγε τότε ο νυν προπονητής της Λίβερπουλ για τον 19χρονο, που είχε εκπλήξει την ποδοσφαιρική Γερμανία με τη χαρισματική ικανότητα του στην οργάνωση του παιχνιδιού.
Με 15 ασίστ και έξι γκολ σε 33 ματς, ο Γκέτσε συνέθεσε μια εκπληκτική τριάδα στη μεσαία γραμμή με τους Νούρι Σαχίν και Σίντζι Καγκάβα, η οποία και έκανε τελικά τη διαφορά υπέρ των κιτρινόμαυρων. «Όταν την ώρα που κάνεις το πρώτο κοντρόλ σκέφτεσαι ταυτόχρονα την επόμενη κίνησή σου τότε αυτό θα κάνει τη διαφορά στο παιχνίδι σου. Δουλεύω πάντοτε στην πρώτη επαφή και την ίδια στιγμή αναζητώ την ευκαιρία να δημιουργήσω χώρο για την επόμενη πάσα. Ένας πλέι-μέικερ χρειάζεται φαντασία για να είναι ένα βήμα μπροστά από την αντίπαλη άμυνα», εξηγούσε ο ίδιος τους λόγους που του απέδωσαν το χαρακτηρισμό «παιδί – θαύμα».
Αυτή η φαντασία, σε συνδυασμό με την αψεγάδιαστη τεχνική κατάρτιση και την ευχέρεια να χρησιμοποιεί το ίδιο καλά και τα δύο πόδια του, τον καθιέρωσαν ως έναν από τους ταχύτερα εξελισσόμενους teenager στον κόσμο. Στο πρώτο μισό της σεζόν 2011/12 ο Γκέτσε είναι ο κορυφαίος παίκτης της Μπουντεσλίγκα, με βάση την ατομική αξιολόγηση του Kicker. Σε 17 ματς έχει έξι γκολ και πέντε ασίστ, ένας σοβαρός τραυματισμός ωστόσο τον αφήνει εκτός από Γενάρη έως Απρίλη. Η απώλεια του δεν στοιχίζει, η Μπορούσια κατατκά το δεύτερο σερί πρωτάθλημα και τον καλοσωρίζει, πίσω στη δράση, για τα επινίκεια στις τρεις τελευταίες αγωνιστικές.
Από το Νοέμβρη του 2010 έχει γίνει ο δεύτερος νεαρότερος παίκτης στην Εθνικής Γερμανίας, μετά τον Ούβε Ζέελερ. Οι περισσότεροι κάνουν πια λόγο για το κορυφαίο ταλέντο στην ιστορία του γερμανικού ποδοσφαίρου και ο Γκέτσε τους επιβεβαιώνει και την επόμενη σεζόν (2012/13).
Την ολοκληρώνει με 10 γκολ και 12 ασίστ (σε 28 ματς), με τους Βεστφαλούς να τερματίζουν στο πρωτάθλημα πίσω από την υπερηχητική Μπάγερν του Γιουπ Χάινκες και να δίνουν ραντεβού μαζί της στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ. Με αυτόν ηγέτη – οι εμφανίσεις του ήταν ακόμα καλύτερες στην Ευρώπη – η Ντόρτμουντ φτάνει έως τα ημιτελικά και τη Μαδρίτη για να υπερασπιστεί το 4-1 του πρώτου αγώνα κόντρα στη Ρεάλ.
Στο «Μπερναμπέου» παραμονεύει η δεύτερη μεγάλη ατυχία της καριέρας του. Τραυματίζεται στο 14ο λεπτό και δεν προλαβαίνει τον τελικό του «Γουέμπλεϊ», όπου η Μπάγερν επικρατεί με 2-1. Ποιος ξέρει, με αυτόν στην 11αδα, ίσως η ιστορία να είχε γραφεί διαφορετικά και η Μπορούσια να πανηγύριζε το δεύτερο Τσάμπιονς Λιγκ της ιστορίας της.
Αν ήταν διαθέσιμος στον τελικό θα προσπαθούσε να κλέψει το τρόπαιο από την επόμενη ομάδα του. Με την εισήγηση του Πεπ Γκουαρδιόλα, η Μπάγερν είχε πληρώσει ήδη τη ρήτρα των 37 εκατ. ευρώ, προκαλώντας ντελίριο οργής και αγανάκτησης στους θαμώνες του «κίτρινου τοίχου».
Οι χαρακτηρισμοί ξεκινούσαν από το «αχάριστος φιλάργυρος» και έφταναν έως το «Judas». «Ήθελε πολύ να συνεργαστεί με τον Πεπ Γκουαρδιόλα. Είναι ο αγαπημένος του. Του παρουσιάστηκε η ευκαιρία και την αξιοποίησε. Δεν μπορούμε να τον αδικήσουμε», προσπαθούσε να τον δικαιολογήσει ο άνθρωπος που τον ανέδειξε. Ακόμα και στο ολόγιομο χαμόγελο του Γιούργκεν Κλοπ όμως, η πίκρα ήταν εμφανής εκείνες τις στιγμές.
Η πρώτη σεζόν του στο Μόναχο είναι σχετικά καλή (10 γκολ / 8 ασίστ) και το τέλος της αγωνιστικής περιόδου τον βρίσκει παγκόσμιο πρωταθλητή, με δικό του γκολ, στον τελικό με την Αργεντινή. Στα 22 χρόνια του γίνεται ο «ήρωας» της Εθνικής Γερμανίας στο Ρίο, όλως παραδόξως όμως η στιγμή σηματοδοτεί το εφαλτήριο στον κατήφορο. Την επόμενη σεζόν το επίπεδο του παιχνιδιού πέφτει αισθητά. Μοιάζει πιο αργός σε σώμα και σκέψη.
Μολονότι παίζει σε πολλά ματς βασικός, αποτυγχάνει να κάνει τη διαφορά σε οποιοδήποτε μεγάλο. Έχοντας χάσει μέρος της εκρηκτικότητας, του γεμίζει τη στατιστική του στα παιχνίδια με τις μικρομεσαίες ομάδες της Μπουντεσλίγκα. Δεν είναι εκεί όταν η μπάλα «καίει» ούτε στο Τσάμπιονς Λιγκ. Από τον Οκτώβριο του 2015 ξεκινούν και τα προβλήματα τραυματισμών. Έπειτα από κάθε αγώνα και κάθε προπόνηση είναι εξαντλημένος. Τα κιλά του αυξάνονται και διαρρέονται οι πρώτες φήμες για κακή εξωγηπεδική ζωή.
Ο Γκουαρδιόλα – στον οποίο πολλοί χρεώνουν «λάθος μεταχείριση – προσπαθώντας να προστατεύσει την επένδυση του συλλόγου, του ζητάει περισσότερη και πιο σκληρή δουλειά, θεωρώντας πως έτσι θα ξαναβρεί τα πατήματά του. Με ειδικά προγράμματα εκγύμνασης και διατροφής, ο Γκέτσε αρχίζει έναν σκληρό αγώνα, με τα αντίθετα όμως αποτελέσματα.
Η εξαντλητική δουλειά επιβαρύνει –εν αγνοία του– ακόμη περισσότερο την κατάστασή του. Άδειος από ενέργεια και χτυπημένος από μυϊκούς τραυματισμούς, παίζει μόνο σε 14 ματς πρωταθλήματος και το καλοκαίρι του 2016 η Μπάγερν του δείχνει την πόρτα της εξόδου. Με τις ευλογίες και του Κάρλο Αντσελότι θεωρεί την περίπτωση του ένα χαμένο στοίχημα.
Η Ντόρτμουντ όμως δεν μπορεί να μη δώσει μια δεύτερη ευκαιρία σε ένα δικό της παιδί, που διαφήμισε όσο λίγοι, το έργο στα τμήματα υποδομής της. Πληρώνει 22 εκατ. ευρώ για να τον πάρει πίσω, θεωρώντας ότι αν είναι να αναγεννηθεί, θα το κάνει με την κιτρινόμαυρη φανέλα.
Σε πρώτη φάση οι προσδοκίες διαψεύδονται παταγωδώς. Ο Γκέτσε αδυνατεί να επανέλθει, δεν θυμίζει σε τίποτα τον ποδοσφαιριστή που εγκατέλειψε προ τριετίας το «Βεστφάλεν». Παραμένει βαρύς στο τερέν και ευπαθής σωματικά, στα 25 χρόνια του μοιάζει βετεράνος που κολλάει τα τελευταία ένσημα στα γήπεδα.
Η Ντόρτμουντ αποφασίζει να τον υποβάλλει σε μία σειρά εξονυχιστικών εξετάσεων. Και τότε, τα ανεξήγητα μοιάζουν να βρίσκουν εξήγηση. Η πτώση στην καριέρα του ήταν τόσο εντυπωσιακή, που δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί με συμβατικό τρόπο. Τον περασμένο Φεβρουάριο ανακοινώθηκε από το σύλλογο ότι θα έπρεπε να τεθεί εκτός ομάδας επ’ αόριστον, λόγω προβλήματος υγείας, το οποίο δεν προσδιορίστηκε επίσημα. Οι πιο κινδυνολόγοι συνέδεσαν τη μυστηριώδη ασθένεια ακόμα και με πρόωρο τέλος της καριέρας του!
Η επίσημη ανακοίνωση έκανε λόγο για «διαταραχή στο μεταβολισμό» και «επαναλαμβανόμενα μυϊκά προβλήματα», που οδήγησαν σε μια «εκ βάθους έρευνα». Οι Süddeutsche και Bild έσπευσαν όχι να αποκαλύψουν, αλλά να εικάσουν ότι πρόκειται για μία μορφή μυοπάθειας. Οι λεπτομέρειες που ήρθαν στην επιφάνεια έδειξαν ότι υπήρξαν σημαντικές παραλήψεις.
Ο Γκέτσε έκανε συχνά εξετάσεις αίματος τόσο στην Μπάγερν όσο και στην Ομοσπονδία. Για να βρεθεί, όμως, το πρόβλημα στον μεταβολισμό απαιτείται ειδική εξέταση, την οποία πρότεινε ο γιατρός της Ντόρτμουντ Μάρκους Μπράουν. Είναι ο άνθρωπος στον οποίο ο Γκέτσε θα χρωστάει τα περισσότερα αν δίπλα στο όνομα του επιστρέψει και το επίθετο «super».
Για έναν μέσο άνθρωπο, η μυοπάθεια μπορεί να σημαίνει μικροενοχλήσεις και απουσία επιθυμίας για γυμναστική. Για έναν κορυφαίο αθλητή, οι μύες του οποίου εκτίθενται σε μεγαλύτερες πιέσεις, μπορεί να σημαίνει χαριστική βολή στην καριέρα του, αφού η συγκεκριμένη πάθηση προκαλεί αδυναμία, γρήγορη μυική κόπωση και επέκταση της περιόδου, που χρειάζεται για αποθεραπεία μετά από έναν αγώνα ή μια δυνατή προπόνηση.
Το πρόβλημα αφορά την καύση λίπους και τη σωστή λειτουργία των μυών. Αρχικά η εξήγηση για αυτή την ασθένεια – μυστήριο ήταν τόσο ημιτελής, που δημιουργούσε περισσότερα ερωτήματα. Πλέον όμως φαίνεται ότι όλα βρήκαν την ερμηνεία τους.
Η αδυναμία, η αύξηση βάρους, η έλλειψη αντοχής, η έντονη κόπωση, η ευπάθεια στους μύες και η αργή αποθεραπεία έπειτα από κάθε τραυματισμό, συνέθεταν την προηγούμενη διετία έναν «δαίμονα» που σιγόκαιγε μέσα στο κορμί του Γκέτσε. Αν το πρόβλημα είχε διαγνωστεί νωρίτερα οι κινήσεις όλων θα ήταν πολύ διαφορετικές. Ο λόγος που εντάθηκε ήταν ότι ο οργανισμός του παίκτη επιβαρύνθηκε περισσότερο απ’ ότι έπρεπε.
Κάλλιο αργά, παρά ποτέ. Τον περασμένο Μάρτιο ο Γκέτσε εισήχθη σε ειδική κλινική, απουσίασε έως τέλους της σεζόν από τις υποχρεώσεις της Ντόρτμουντ και στο μεσοδιάστημα δούλεψε πιο σκληρά από ποτέ στη ζωή του, ακολουθώντας ειδικό πρόγραμμα αποθεραπείας. Στόχος του να είναι έτοιμος με το ξεκίνημα της φετινής σεζόν. Όπερ και εγένετο, από το περασμένο Σάββατο μπορεί να καμαρώνει για την πρώτη μεγάλη «νίκη» του. Εφτά μήνες ύστερα από τη διάγνωση της ασθένειας του ξεκίνησε στη βασική ενδεκάδα της Μπορούσια στον εκτός έδρας αγώνα με τη Βόλφσμπουργκ.
Με δική του ασίστ άνοιξε ο δρόμος για την εύκολη νίκη με 3-0, ενώ εν γένει η 60λεπτη παρουσία του χαρακτηρίστηκε από τα γερμανικά Μ.Μ.Ε. ως μια «υπενθύμιση» των τεράστιων δυνατοτήτων του. «Είμαστε πολύ χαρούμενοι που τον έχουμε πίσω. Είναι ένας πολύ ξεχωριστός ποδοσφαιριστής και προϊόντος του χρόνου θα δείξει ξανά τι μπορεί να κάνει», δήλωσε ο Ολλανδός Πέτερ Μποζ, που το καλοκαίρι αντικατέστησε τον Τόμας Τούχελ.
Προφανώς ο δρόμος που έχει να διανύσει είναι ακόμα μακρύς. Για έναν παίκτη που στα 20 του έπαιζε ως ο καλύτερος Γερμανός επί Γης, στα 22 του χάρισε με δικό του γκολ ένα παγκόσμιο κύπελλο και στα 24 του έφτανε τα πέντε πρωταθλήματα Γερμανίας στο προσωπικό παλμαρέ του, ίσως η απόπειρα ολικής επαναφοράς να είναι σε πνευματικό επίπεδο δυσκολότερη απ’ ότι για έναν τυπικό 25χρονο, που διψάει για διακρίσεις.
Αντίθετα όμως με τη λογική «που σε πηγαίνει από το Α έως το Β», η φαντασία είναι «ένα όχημα που μπορεί να σε ταξιδέψει ως το Ω», έλεγε ο Άλμπερτ Αϊνστάιν. Ο Μάριο Γκέτσε, όπως θυμάστε, είναι αρκετά… φαντασιόπληκτος, για να μετατρέψει σε λογική την προσωπική μετάβαση του σε αντίθετο δρομολόγιο: από το Ω ξανά πίσω στο Α.