Αντριάνο

Αντριάνο: Ο αυτοκράτορας έπιασε πάτο

Αυτός που κάποτε χαρακτηρίστηκε «κράμα Ρονάλντο και Ζιντάν», παράτησε ουσιαστικά το ποδόσφαιρο στα 28 του. Επτά χρόνια αργότερα ποζάρει στο instagram με φάτσα τύπου που θα σκότωνε άνθρωπο επειδή δεν του άρεσε το χρώμα στο ποτήρι που του σέρβιραν τον καφέ του.

Στις 3 Αυγούστου του 2004 ο Αντριάνο είχε κλεισμένο ένα τετραετές συμβόλαιο με την Ίντερ το οποίο θα του απέφερε 5,2 εκ. ευρώ το χρόνο και είχε κάθε λόγο να νιώθει άρχοντας. Ήταν μόλις 22 και η καριέρα που τον περίμενε μπροστά ήταν λαμπρή.

Το τηλέφωνο χτύπησε. Η κλήση ήταν από Ρίο και τα νέα τραγικά: Ο πατέρας του, Αλμίρ, είχε πεθάνει στα 44 του από καρδιακή προσβολή. Όπως εύγλωττα περιέγραψε χρόνια αργότερα ο Χαβιέρ Ζανέτι «συμμετείχε κανονικά στην ομάδα, σκόραρε, αφιέρωνε τα γκολ στον πατέρα του, αλλά μετά από εκείνο το τηλεφώνημα δεν ήταν ποτέ πια ο ίδιος».

Ο Αντριάνο έπεσε σε βαριά κατάθλιψη και το ότι ζούσε μακριά από το σπίτι του επιδείνωσε την κατάσταση. Άρχισε να πίνει, να ξενυχτάει, να πειραματίζεται με ναρκωτικές ουσίες, να εμφανίζεται μεθυσμένος στις προπονήσεις, να κάνει μανούρες με συμπαίκτες και προπονητές και σταδιακά να απέχει ουσιαστικά από την ίδια του τη ζωή.

Οι παραινέσεις, οι απειλές και οτιδήποτε άλλο χρησιμοποιήθηκε από ανθρώπους που έβλεπαν ένα σπάνιο ποδοσφαιρικό ταλέντο να βυθίζεται και προσπάθησαν να το σώσουν, ήταν μάταιες. Παρά τη διπλή επιστροφή στη Βραζιλία (2008 στη Σάο Πάολο και 2009 στη Φλαμένγκο), το 2010 ο Αντριάνο αποσύρθηκε από την «σελεσάο» και πρακτικά έκοψε την μπάλα.

Εκεί ακριβώς αρχίζει και η (χωρίς σταματημό) κατηφόρα για τον «αυτοκράτορα». Το 2010 η βραζιλιάνικη αστυνομία κατάσχει ένα μηχανάκι που είχε χρησιμοποιηθεί για μεταφορά ναρκωτικών σε κάποια από τις πολυάριθμες φαβέλες του Ρίο. Ψάχνοντας να βρουν σε ποιον ανήκει, ανακαλύπτουν ότι έχει αγοραστεί από τον Αντριάνο, ο οποίος το καταχώρισε στο όνομα της μητέρας ενός διαβόητου ναρκέμπορα της περιοχής, του Πάολο Ροζέριο ντε Σόουζα Παζ, γνωστού στην πιάτσα ως «Μίκα». Τον Νοέμβριο του 2014 ο Αντριάνο απαλλάχτηκε από τη συγκεκριμένη κατηγορία λόγω «έλλειψης στοιχείων», αλλά στο μεταξύ είχε πλέον «σταμπαριστεί», καθώς κοινή πεποίθηση στην πατρίδα του ήταν ότι το μηχανάκι ήταν ο «φόρος» που έπρεπε να πληρώσει για να κρατήσει την οικογένειά του μακριά από μπελάδες.

Το 2010 επίσης, κυκλοφορεί φωτογραφία που δείχνει τον Αντριάνο να ποζάρει με ένα Καλάσνικοφ ανά χείρας, παρέα με γνωστό μέλος της συμμορίας Comando Vermelho (Κόκκινη Διοίκηση, ηγεμονεύει τη διακίνηση ναρκωτικών στο Ρίο), αρχηγός της οποίας ήταν ο Παζ. Ο ίδιος αρνήθηκε δημοσίως οποιαδήποτε σχέση του με το κομμάτι αυτό του υποκόσμου, αλλά το μέλλον μάλλον τον διέψευσε.

Τα Χριστούγεννα του 2011, φεύγοντας με αυτοκίνητο και παρέα τεσσάρων γυναικών από ένα κλαμπ του Ρίο στο οποίο διασκέδαζε, ο Αντριάνο πήρε το όπλο του σωματοφύλακά (;) του και άρχισε να «παίζει». Το όπλο εκπυρσοκρότησε και η σφαίρα τραυμάτισε την 20χρονη περαστική Αντριέν Πίντο στο χέρι, η οποία χειρουργήθηκε.

Τα χρόνια που ακολούθησαν ο (πάλαι ποτέ) «αυτοκράτορας» έβαλε κιλά, πόζαρε πολλάκις σε thug life ενσταντανέ στα social media και πλέον δεν είναι καν σκιά του εαυτού του που γνωρίσαμε στα γήπεδα. Δημοσιεύματα των τελευταίων μηνών στη Βραζιλία αναφέρουν ότι έχει εξανεμίσει όλα τα κέρδη που είχε από το ποδόσφαιρο και μένει μόνιμα πλέον σε φαβέλα του Ρίο, εξαρτώμενος αποκλειστικά από την Comando Vermelho για να επιζήσει και να είναι ασφαλής (σ.σ. στις φαβέλες σκοτώνονται κάθε μέρα 24 άνθρωποι κατά μέσο όρο).

Τα πέταξε όλα για το τίποτα; Εκβιάστηκε; Λοξοδρόμησε; Δεν έχει τόσο σημασία που ακριβώς βρίσκεται η αλήθεια, όσο το αποτέλεσμά της. Που δείχνει ότι ο Αντριάνο βάδισε τον προσωπικό του Γολγοθά κι αν σήμερα τον πονάνε τα καρφιά, είναι γιατί έπραξε κατά τον δαίμονα εαυτού.