Ήταν Δεκέμβρης του 1941. Το βρετανικό υποβρύχιο «HMS Περσέας», έκανε περιπολία στο Ιόνιο και συγκεκριμένα ανάμεσα στην Κεφαλονιά και την Ζάκυνθο. Μετά το τέλος εκείνης της περιπόλου θα επέστρεφε στη βάση του, στην Αλεξάνδρεια.
Εκτός από το πλήρωμα, στο σκάφος βρισκόταν και ένας 31χρονος θερμαστής του ναυτικού, που μεταφέρονταν με το υποβρύχιο στην Αλεξάνδρεια για να επιστρέψει στο πλοίο του: ο John Capes.
Ο Cape, εκτός από θερμαστής, ήταν και ένας δεινός αυτοκινητιστής κι έπειτα από ένα ατύχημα που είχε στη Μάλτα, έπρεπε να επιστρέψει στη χώρα για να διευθετήσει το θέμα με τον ιδιοκτήτη του οχήματος. Έτσι, έγιναν οι προετοιμασίες από την λεγόμενη «Υπηρεσία Μαγικό Χαλί»- μια υπηρεσία με υποβρύχια που μετέφεραν προμήθειες, καύσιμα αεροπλάνων, πολεμοφόδια και όπλα από την Αλεξάνδρεια στο Γιβραλτάρ- για τη μεταφορά του στο νησί που τώρα ήταν υπό πολιορκία.
Έφυγε από τη Μάλτα μερικές εβδομάδες αργότερα με το υποβρύχιο «Περσέας», το οποίο αναχωρούσε για περιπολία και θα κατέληγε στην Αλεξάνδρεια για δεξαμενισμό.
Εκείνο το βράδυ ο John Capes ξεκουράζονταν πάνω σε μία άδεια τορπίλη στην πρύμνη του Περσέα και από πάνω του υπήρχε η στρογγυλή καταπακτή διαφυγής. Ο Capes χαλάρωνε διαβάζοντας και πίνοντας ρούμι. Αυτό το ρούμι λίγο αργότερα θα του έσωζε τη ζωή.
Μία τεράστια έκρηξη τράνταξε ολόκληρο το υποβρύχιο, τα φώτα έσβησαν και οι επιβάτες ξεκίνησαν να ουρλιάζουν. Το υποβρύχιο, θύμα κάποιας θαλάσσιας νάρκης, όδευε ολοταχώς προν τον πάτο του βυθού. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ήταν ένας μεγάλος, υγρός τάφος. Όλοι οι άντρες ήταν νεκροί!
Όλοι;
Όχι! Κάποιοι ίσως και να είχαν γλυτώσει. Ο John Capes πάντως είχε σίγουρα γλυτώσει. Ήταν άσχημα τραυματισμένος, αλλά, σαν από θαύμα, ήταν ακόμα ζωντανός.
Σηκώθηκε μέσα στο σκοτάδι και διέσχισε ένα τεράστιο κομμάτι του υποβρύχιου μ’ έναν φακό περπατώντας ανάμεσα σε πτώματα. Τότε, στα συντρίμμια του σκάφος, κατάφερε να εντοπίσει μερικούς ακόμα τραυματισμένους, αλλά ζωντανούς θερμαστές.
Όλοι μαζί βρήκαν μια πόρτα διαφυγής, η οποία όμως -όπως συμβαίνει πάντα σε αυτές τις στιγμές (κάτι που γνωρίζουμε καλά από τις ταινίες)- η πόρτα δεν άνοιγε.
Οι ώρες περνούσαν, οι επιζόντες δεν έβρισκαν λύση. Το κρύο είχε αρχίσει να γίνεται πολύ απειλητικό. Το ενδεχόμενο να πεθάνουν όλοι είχε αρχίσει να φαντάζει πολύ πιθανό. Και τότε, ο Capes θυμήθηκε το μπουκάλι με το ρούμι.
Οι άντρες μοιράστηκαν το ρούμι και το σώμα τους ζεστάθηκε. Ξεκίνησε να λειτουργεί ξανά κανονικά. Στη συνέχεια επιχείρησαν να βρουν τρόπο να ανοίξουν την έξοδο κινδύνου. Με καθαρό μυαλό, πλέον, ο Capes βρήκε τη λύση.
Για να ανοίξει η καταπακτή έπρεπε να εξισωθεί η πίεση στο θάλαμο με αυτή της θάλασσας έξω από αυτόν. «Έκλεισα την υδατοστεγή πόρτα, απομονώνοντάς μας στο πρυμναίο διαμέρισμα. Άνοιξα τέσσερα ντουλάπια και έβγαλα τις συσκευές διαφυγής Davis για μένα και τους συντρόφους μου», σχολίαζε χρόνια αργότερα.
Στη συνέχεια λάσκαρε τους σφιγκτήρες της καθόδου, τράβηξε προς τα κάτω τον καννάβιο αγωγό διαφυγής και τον στερεώσε στο δάπεδο. Αφού βρήκε την βαλβίδα κατακλύσεως και την πυροβόλησε (!) για να ανοίξει, το δωμάτιο γέμισε νερό.
«Καθώς η θάλασσα έμπαινε ορμητικά μέσα, προκάλεσε μία μεγάλη δίνη και μετά σταθεροποιήθηκε. Ο θύλακας με τον αέρα γύρω από την έξοδο διαφυγής μειώθηκε γρήγορα. Ήταν η θάλασσα λοιπόν που ερχόταν να μας σώσει ή να μας πνίξει ή να μας παγώσει μέχρι θανάτου», έλεγε ο Capes μετά από πολλά χρόνια.
Για χρόνια η ιστορία αντιμετωπιζόταν σαν ένας αστικός θρύλος της Κεφαλονιάς. Ο Capes έζησε μεν για έναμιση χρόνο στο νησί και η ιστορία του έγινε ένα τοπικό παραμύθι. Ο ίδιος διηγείτο την περιπέτειά του όπου στεκόταν και όπου βρισκόταν αλλά δεν επιβεβαιώθηκε μέχρι και το 1997, οπότε και το υποβρύχιο βρέθηκε!
Με την ολοκλήρωση των ερευνών στο πρυμναίο διαμέρισμα, η ιστορία του Capes επιβεβαιώθηκε από κάθε άποψη και έτσι, η πιο τρελή και παλαβή διαφυγή από βυθισμένο υποβρύχιο και μάλιστα εν καιρώ πολέμου έγινε και επίσημα γεγονός!