«Frankly, my dear, I don’t give a damn», είπε το 1939 ο Κλαρκ Γκέιμπλ ως Ρετ Μπάτλερ στη Βίβιαν Λι, προτού χαθεί στην ομίχλη.
Ηταν η τελευταία ατάκα του στο «Όσα παίρνει ο Άνεμος» και θα άφηνε ανεξίτηλο το χνάρι της στην ιστορία του κινηματογράφου. Παραπέμποντας στη «σπασμένη» καρδιά της Σκάρλετ Ο’ Χάρα, που ακολούθως θα λάνσαρε για τις επόμενες γενιές την αντίδραση «κυλιέμαι στα πατώματα».
Μόνο μία φράση έως σήμερα μπορεί να συναγωνιστεί, αν όχι σε δημοτικότητα, σίγουρα σε δημοφιλία, την επίδειξη (ανδρικής) ισχύος του Γκέιμπλ. Γιατί μπορεί εκείνος να ήταν σκληρό αγόρι, αλλά ο τύπος που ξεστόμισε τη συγκεκριμένη ήταν ακόμα… σκληρότερο.
Το 1969 ο Ιταλοαμερικανός συγγραφέας Μάριο Πούτζο εκδίδει τη νουβέλα που έμελλε να εξελιχθεί σε μία από τις κορυφαίες ταινίες όλων των εποχών: «The Godfather». Η εταιρεία παραγωγής «Paramount» αγόρασε τα δικαιώματα του βιβλίου για 50 χιλιάδες δολάρια, προτού ακόμα το ολοκληρώσει ο Πούτζο.
Με προϋπολογισμό 6 εκατ. δολάρια, το αριστούργημα, διάρκειας 2 ωρών και 55 λεπτών, που προβλήθηκε το 1972, απέφερε στην εταιρεία 255 εκατ. δολάρια, έσοδα που κατέστησαν την ταινία ως την πιο κερδοφόρα όλων των εποχών έως τότε.
Το μπάτζετ της ταινίας δεν ήταν μεγάλο και ο νεαρός τότε Φράνσις Φορντ Κόπoλα αποτελούσε μια φτηνή επιλογή για το σκηνοθετικό ρόλο. Βρέθηκε σε αυτόν εντελώς τυχαία. Πρώτη επιλογή ήταν ο Σέρτζιο Λεόνε, αλλά όπως αυτός αρνήθηκαν άλλοι 10 να αναλάβουν τη σκηνοθεσία (!), μεταξύ των οποίων ο Ελία Καζάν, ο Κώστας Γαβράς, ο Άρθουρ Πεν, ο Πίτερ Μπογκντάνοβιτς και ο Ρίτσαρντ Μπρουκς.
Ο Κόπολα είχε ανάγκη τα χρήματα, η εταιρία του είχε χρεοκοπήσει και η γυναίκα του ήταν έγκυος στο τρίτο τους παιδί. Δεν ήταν καθόλου δεδομένο όμως ότι άπαξ και πήρε τη θέση θα ολοκλήρωνε την αποστολή του, καθώς αντιμετώπιζε διαρκώς δυσπιστία από την παραγωγή.
Οι επιλογές του για τον Α’ και Β’ ανδρικό ρόλο δεν άρεσαν καθόλου στους προϊσταμενους του, ιδίως ο Μάρλον Μπράντο, που είχε αποκτήσει κακή φήμη από προηγούμενες συνεργασίες του και είχε νωπές στο παθητικό του κάποιες κινηματογραφικές αποτυχίες. Ο Άντονι Κουίν και ο Λόρενς Ολιβιέ ήταν δύο από τους εκλεκτούς της «Paramount» για το ρόλο του «Νονού», ο Κόπολα όμως επέμεινε και επέβαλε τον Μπράντο.
Ρισκάροντας την απόλυση του, με την οποία – όπως ο ίδιος έχει δηλώσει – φλέρταρε διαρκώς. «Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων αναγκάστηκα να συμπεριφερθώ περίπου ως ο Godfather για να μη χάσω τη δουλειά. Χρειάστηκε να απολύσω ανθρώπους για να μην απολυθώ!»
Σε όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων υπήρχε στο στούντιο και δεύτερος σκηνοθέτης, το όνομα του οποίου δεν αποκαλύφθηκε ποτέ, διότι η παραγωγή θεωρούσε άπειρο τον Κόπολα…
Η συνέχεια είναι βέβαια γνωστή. Το φιλμ αποθεώθηκε από τους κριτικούς και κατέκτησε τα Όσκαρ καλύτερης ταινίας, διασκευασμένου σεναρίου και Α’ ανδρικού ρόλου (ήταν υποψήφιο για άλλα οχτώ). Θεωρείται ότι έχει επηρεάσει όλη τη μετέπειτα κινηματογραφική κουλτούρα, αποτελώντας ορόσημο ιδίως στο είδος των γκανγκστερικών ταινιών.
Πέρα από τις ερμηνείες της, η ταινία έμεινε στην ιστορία και για μια σειρά από αξιομνημόνευτες ατάκες. Το «I’m going to make him an offer he can’t refuse» του Βίτο Κορλεόνε ψηφίστηκε το 2005 ως η δεύτερη τέτοια στην ιστορία του κινηματογράφου. Πόσοι όμως έχουν, αστειευόμενοι, πει στη ζωή τους το «ειλικρινά αγαπητή μου δεν δίνω δεκάρα» και πόσοι το «θα του κάνω μια πρόταση που δεν μπορεί να αρνηθεί;».
Ο αρχιμαφιόζος δεχόταν συχνά επισκέψεις στη βίλα από ανθρώπους που του ζητούσαν χάρες. Ένας από αυτούς ήταν και το «βαφτιστήρι» του, ο ταλαντούχος ηθοποιός και τραγουδιστής, Τζόνι Φοντέιν (που τον υποδύθηκε ο Αλ Μαρτίνο), του οποίου η καριέρα είχε όμως πάρει την κάτω βόλτα.
Ζήτησε λοιπόν από τον Βίτο βοήθεια για να πάρει τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια ταινία, η οποία θεωρητικά θα «αναγεννούσε» την καριέρα του. Ο παραγωγός του φιλμ δεν ήθελε ούτε να ακούσει για τον Φοντέιν. Μετά από κλάματα του τελευταίου και νουθεσίες από τον Κορλεόνε, ο Βίτο καθησύχασε τον Τζόνι, εξηγώντας του: ««I’m going to make him an offer he can’t refuse…»
Στην πραγματικότητα η φράση ακούστηκε και στις τρεις ταινίες του «Νονού», ενώ υπήρχε και στο αρχικό κείμενο του Πούτζο. Αυτό που την έκανε τόσο δημοφιλή φυσικά είναι η ειρωνεία του νοήματός της. Η φράση παρέπεμπε σε μια προσφορά με την έννοια της γενναιοδωρίας, αλλά φυσικά δεν επρόκειτο περί ακριβώς αυτού…
Ο Δον Κορλεόνε έστειλε στην Καλιφόρνια τον υιοθετημένο του γιο, Τομ Χάγκεν, που τον υποδύεται ο Ρόμπερτ Ντυβάλ, τον «Κοσσιλιέρι»της οικογένειας, για να απευθυνθεί στον πεισματάρη παραγωγό, Τζακ Ουόλτζ. Ο τελευταίος του εξήγησε τους λόγους που δεν ήθελε τον Φοντέιν. Ο Χάγκεν αποχώρησε. Αλλά η τελευταία «λέξη» άνηκε στους Κορλεόνε.
Το επόμενο πρωί, ο Ουόλτζ αισθάνθηκε κάτι υγρό στο κρεβάτι του και ξύπνησε σαστισμένος. Τα ρούχα του ήταν γεμάτα με αίμα και καθώς τράβηξε τα σκεπάσματα, αντίκρισε στην άκρη του κρεβατιού το κομμένο κεφάλι του αγαπημένου αλόγου του, του επιβήτορα του, Χαρτούμ. Μόλις συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί άρχισε να ουρλιάζει τρομοκρατημένος.
https://www.youtube.com/watch?v=nSjBiYLVwKU
Το γεγονός ότι το κεφάλι του αλόγου ήταν αληθινό ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων από φιλοζωικές οργανώσεις. Ο Κόπολα δήλωσε ότι ένα ψεύτικο κεφάλι δεν έγραφε τόσο καλά στην κάμερα κι έτσι βρήκε στο Νιου Τζέρσι ένα εργοστάσιο σκυλοτροφών που έσφαζε άλογα. Ο καλλιτεχνικός διευθυντής είχε βρει το κατάλληλο άλογο και ενημέρωσε τον υπεύθυνο του εργοστασίου ότι «όταν αυτό το άλογο θανατωθεί, στείλτε μας το κεφάλι».
Εκτός από τους οικολόγους, έξαλλος με το story της διάσημης ατάκας ήταν και ο… Φρανκ Σινάτρα, μετά την προβολή του φιλμ. Ο λόγος είναι ότι ο ρόλος του Τζόνι Φοντέιν παρέπεμπε ευθέως σε αυτόν. Στα τέλη της δεκαετίας του ’40 η καριέρα του κορυφαίου τραγουδιστή είχε πάρει τον κατήφορο, λόγω και της δημοσίευσης στον Τύπο των στενών σχέσεων του με το οργανωμένο έγκλημα.
Η ταινία «From Here to Eternity» του 1953 αποτέλεσε το εφαλτήριο για την ολική επαναφορά του στον κόσμο του θεάματος. Με υποψίες παρασκηνιακής βοήθειας από τη Μαφία, ο Σινάτρα πήρε το ρόλο από τον Ελάι Γουάλας και επιβραβεύτηκε για την ερμηνεία του με Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου.
Σύμφωνα μάλιστα με τα όσα έχει δηλώσει ο Πούτζο, ο Σινάτρα του επιτέθηκε φραστικά, σε συνάντηση που είχαν τον Αύγουστο του 1972, αποκαλώντας τον μεταξύ άλλων «νταβατζή».
«Frank(l)y, my dear, I don’t give a damn…», θα μπορούσε να είναι μια από τις πιθανές απαντήσεις…