«Μανούλα μου γλυκιά, είμαι αθώος», ψέλλισε με δεμένα τα μάτια, δευτερόλεπτα προτού οι κάνες εκπυρσοκροτήσουν. Η υποχρέωση της Δικαιοσύνης είχε βγει.
Ο «Δράκος του Σέιχ Σου» είχε πληρώσει για τα ειδεχθή εγκλήματά του και μάλιστα στον τόπο που συνδέθηκε με τον ατιμωτικό «τίτλο» του. Μια ομιχλώδη αυγή του Φεβρουαρίου του 1968, στο δάσος του Σέιχ Σου, όπου πραγματοποιούνταν οι εκτελέσεις, ο Αριστείδης Παγκρατίδης άφησε την τελευταία πνοή του.
Ένας από τους ελάχιστους παρόντες στο γεγονός ήταν ο εμβληματικός φωτορεπόρτερ Γιάννης Κυριακίδης. «Αμέσως μετά την εκτέλεση ένας γέροντας έπεσε στην αγκαλιά μου με λυγμούς και μου είπε: “τον εξομολογούσα από τις 5:00 το πουρνό, του έλεγα σε λίγο θα φύγεις, πες μου την αλήθεια. Kι εκείνος δεν έπαψε να επιμένει: “Πούλησα το κορμί μου για ένα κομμάτι ψωμί αλλά δεν σκότωσα!”».
Η υπόθεση του «Δράκου» Παγκρατίδη έχει μεταφερθεί στον κινηματογράφο, έγινε τραγούδι, ποίηση, ενώ μέχρι και πρόσφατα γράφτηκαν τέσσερα θεατρικά έργα και ένα μυθιστόρημα. Γιατί τέτοια πρεμούρα για έναν αποτρόπαιο κατά συρροή δολοφόνο; Διότι η λαϊκή συνείδηση δεν πείστηκε ποτέ ότι εκείνο το χάραμα στήθηκε στο απόσπασμα ο πραγματικός «Δράκος του Σέιχ Σου».
Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 η Θεσσαλονίκη θαρρείς ότι είχε ανάγκη από έναν δολοφόνο κατά συρροή. Προσπαθώντας να αποτινάξει από πάνω της τον μετεμφυλιακό ζόφο, ήταν μία πόλη με νεκρωμένα κοινωνικά αντανακλαστικά, που υπέμενε παρακρατικούς και λούμπεν στοιχεία να διαβρώνουν τη δημόσια διοίκηση και τις τοπικές διωκτικές αρχές.
Στις 21 Φεβρουαρίου 1959 η εφημερίδα «Μακεδονία» τυπώνει στο πρωτοσέλιδό της μία φοβερή είδηση: «Οι “άγνωστοι” εις το Σέιχ Σου εθρυμμάτισαν τα κεφάλια ενός ζεύγους ερωτευμένων – Άγνωστοι παραμένουν οι δράσται και τα ελατήρια».
Ο λεβητοποιός Αθανάσιος Παναγιώτου, 30 ετών, και η συνομήλικη ερωμένη του Ελεονώρα Βλάχου, εντοπίστηκαν να ψυχορραγούν στο δάσος. Τα ρούχα της γυναίκας ήταν σκισμένα. Οι δύο τους ήταν βαριά τραυματισμένοι, όμως σώθηκαν γιατί η φοβερή παγωνιά διέκοψε την αιμορραγία τους.
Δεν ήταν η πρώτη ανεξιχνίαστη επίθεση στο Σέιχ Σου. Τον Μάρτιο του 1957 άγνωστος προσπάθησε να βιάσει καθηγήτρια του Αμερικάνικου Κολεγίου. Τον Οκτώβριο του 1958 σύζυγος στρατιωτικού με τον σοφέρ εραστή της δέχθηκαν επίθεση με πέτρα, το ίδιο και ένα νεαρό ζευγάρι έναν μήνα αργότερα στην ίδια απόμερη δασική περιοχή.
Ο διοικητής της αστυνομίας Θεσσαλονίκης Νίκος Μουσχουντής, κουμπάρος του Βασίλη Τσιτσάνη και γνωστός «κουμουνιστοφάγος» ανησυχεί και οργώνει ο ίδιος με τζιπ την περιοχή κάθε βράδυ απ’ άκρου εις άκρον.
Λιγότερο από ένα μήνα μετά, στις 6 Μαρτίου βρίσκονται στην περιοχή της Μίκρας δολοφονημένοι ο ίλαρχος Κωνσταντίνος Ραΐσης, 31 χρόνων και η παράνομη ερωμένη του, Ευδοξία Παλιογιάννη. Η εφημερίδα «Μακεδονία» αναφέρει ότι ενώ η γυναίκα ψυχορραγούσε «εβιάζετο υπό των κακούργων, ο δε ίλαρχος επάλαισεν απεγνωσμένα με τους στυγερούς δράστας».
Η εμπλοκή δύο δραστών στη δολοφονία θεωρήθηκε δεδομένη τότε από την Αστυνομία και τον ιατροδικαστή. Ως ύποπτοι κλήθηκαν αρχικά φαντάροι από τη Θεσσαλία που είχαν βγει βόλτα στην περιοχή και είχαν δει το ζευγάρι. Στον προφυλακτήρα του αυτοκινήτου του στρατιωτικού βρέθηκε κομμάτι χακί υφάσματος κι επιπλέον στο χέρι του αναπτήρας – δείγμα ότι πιθανόν προσφέρθηκε να ανάψει τσιγάρο σε κάποιον. Οι δύο φαντάροι έπεσαν σε αντιφάσεις, ωστόσο δεν συνελήφθησαν και ο φάκελος φέρεται να έκλεισε εσπευσμένα.
Στις αρχές Απριλίου 1959 αποκαλύφθηκε ακόμη μία στυγερή δολοφονία. Άγνωστος άντρας «24 με 26 χρονών» πήδηξε τη μάντρα του Δημοτικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης και σκότωσε τη ράπτρια Μελπομένης Πατρικίου, που έμενε σε σπιτάκι εντός του περιβόλου.
Ένα πέπλο πανικού εξαπλώνεται απ’ άκρου σ’ άκρου στην πόλη. Οι γυναίκες κλείνονται μέσα με το που πέφτει ο ήλιος, οι γονείς δεν αφήνουν τις κόρες τους να κυκλοφορούν έξω, οι πόρτες διπλοκλειδώνονται και μια ακατάσχετη «Δρακολογία» μονοπωλεί τις συζητήσεις των κατοίκων για καιρό.
Με βάση τις περιγραφές του δράστη από τα θύματα που γλίτωσαν από τη μανία του, οι Θεσσαλονικείς βλέπουν παντού το «Δράκο». Στην αγορά, στους κεντρικούς δρόμους, στο Μοδιάνο, στο Καπάνι. Οι καταγγελίες διαδέχονται η μία την άλλη. Οι αστυνομικοί τρέχουν, αλλά ο ένοχος άφαντος. Οι αρχές δέχονται έντονη κριτική για την ανεπάρκεια τους να τον εντοπίσουν.
Ξαφνικά όμως οι επιθέσεις σταματούν. Η ιστορία ξεχνιέται και ο φόβος καταλαγιάζει. Το συμβάν ωστόσο της 22ας Μαΐου του 1963 επαναφέρει την υπόθεση στην επιφάνεια. Παρακρατικοί υπό το βλέμμα των επικεφαλής της Αστυνομίας επιτέθηκαν και χτύπησαν θανάσιμα τον βουλευτή της Αριστεράς, Γρηγόρη Λαμπράκη, μετά το τέλος της ομιλίας του.
Το επόμενο διάστημα οι εξελίξεις ήταν καταιγιστικές, καθώς αποκαλύφθηκε η σύνδεση κυβερνητικών και αξιωματικών της Αστυνομίας με το οργανωμένο παρακράτος στη Θεσσαλονίκη. Η πόλη κοχλάζει. Η πολιτική ζωή ήταν δηλητηριασμένη, με την ανάδυση ενός ομφάλιου λώρου που ένωνε το αστυνομικό κατεστημένο του Βορρά με μπράβους, ρουφιάνους και κάθε λογής περιθωριακά αποβράσματα, που ήταν πρόθυμοι να κάνουν για ένα χαρτζιλίκι κάθε βρωμοδουλειά.
Η ντροπή ήταν τεράστια για την πόλη και την τιμή των διωκτικών αρχών, με αποκορύφωμα, στις αρχές Δεκεμβρίου 1963, την παραπομπή για ηθική αυτουργία στη δολοφονία Λαμπράκη των τότε επικεφαλής της Αστυνομίας στη Θεσσαλονίκη.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον φαίνεται ότι υπέπεσε ο Αριστείδης Παγκρατίδης στο «μοιραίο» λάθος. Τα ξημερώματα της 7ης Δεκεμβρίου του ’64 ο 23χρονος άνδρας πήδα τη μάντρα ενός ορφανοτροφείου θηλέων. Εμφανώς μεθυσμένος, μπαίνει στον πρώτο θάλαμο και πλαγιάζει σ’ ένα άδειο κρεβάτι. Η τρόφιμος Δέσποινα Νικολαΐδου ξυπνά τρομαγμένη και τον ρωτά, «Τι θέλεις εδώ»; – «Μη φοβάσαι, θα φύγω», της λέει και απομακρύνεται.
Λίγα λεπτά αργότερα, ακούγονται φωνές από τον διπλανό θάλαμο. Μια 12χρονη τρέχει με σκισμένο νυχτικό, φωνάζοντας πως ένας άντρας «ήρθε στο κρεβάτι, για να μου κάνει κακά πράγματα». Φεύγοντας πέφτει επάνω σε χωροφύλακα που τον ήξερε από το τμήμα της Άνω Τούμπας, όπου έμενε, και, μεθυσμένος όπως ήταν, του είπε όνομα και διεύθυνση σε περίπτωση που ήθελε να τον ελέγξει.
Το επόμενο πρωί ο Παγκρατίδης συλλαμβάνεται κοιμώμενος. Το κοινωνικό προφίλ του είναι ιδανικό για να ξεθαφτεί η ιστορία του «Δράκου» και να του φορτωθεί το ανάθεμα.
Ο φερόμενος ως δράστης ήταν πάμφτωχος, ορφανός από πατέρα στην ηλικία των πέντε, όταν τον δολοφόνησαν μπροστά στα μάτια του, την περίοδο του Εμφυλίου. Το παρατσούκλι του ήταν «γουρούνα», διότι αναγκαζόταν να τρώει από τα σκουπίδια. Στην ηλικία των 12 βιάστηκε από έναν ενήλικο γείτονά του.
Έκανε μικροπαρανομίες για να ζήσει, πέρασε από αναμορφωτήριο και συμμετείχε στις ερωτικές ορέξεις παιδεραστών για «20 δραχμές» ή «ένα πιάτο φασολάδα». Συχνά – πυκνά πληρωνόταν κι ως ενεργητικός επιβήτορας σε παθητικούς ομοφυλόφιλους, σε περιθωριακά στέκια στα οποία σύχναζε. Απόλυτα ομοφυλόφιλος δεν ήταν, καθώς λόγω του παρουσιαστικού του είχε και αρκετές ερωμένες.
Δούλευε περιστασιακά στο λιμάνι και στον Γύρο του Θανάτου σε πανηγύρια και λούνα παρκ. Ήταν αγράμματος, μόνος και φοβισμένος. Ο τέλειος παρίας για να συνδεθεί με οποιαδήποτε κατηγορία. Χωρίς μόρφωση, χωρίς οικογένεια να τον στηρίξει, κοινωνικά ανυπόστατος και ανήμπορος να αντιδράσει.
«Δράκος εισήλθε την νύχτα εντός ορφανοτροφείου και επετέθη κατά παιδίσκης – Έδρασε κατά τον αυτόν τρόπο με τον εγκληματίαν του Σέιχ Σου και δεν αποκλείεται να είναι ο ίδιος», πιθανολόγησε χωρίς χρονοτριβή η «Μακεδονία».
Ο ψυχίατρος που τον εξέτασε στην Ασφάλεια έγραψε στη διάγνωσή του: «Ψυχοπαθητικό επικίνδυνο άτομο» με «πολλές διαστροφές». Παρά την πείνα, τη δίψα και το κρύο στο κρατητήριο, ο Παγκρατίδης δεν ομολόγησε αμέσως. Μετά την τρίτη ημέρα οι εφημερίδες άρχισαν να αμφιβάλουν, όμως οι αστυνομικοί τον υπέβαλαν σε σκωτσέζικα ντουζ, με νουθεσίες και απειλές.
«Ομολόγησε και θα τη γλιτώσεις με δύο χρόνια στην Κασσάνδρα», του έλεγαν. «Τον τάιζαν σαρδέλες υποβάλλοντας τον σε βασανιστήρια και του υποδείκνυαν τι να πει», έχει δηλώσει ο Γιάννης Κυριακίδης, που ήταν παρών στην αναπαράσταση των εγκλημάτων. «Τον απειλούσαν ότι θα τον… αυτοκτονήσουν, ότι θα καθαρίσουν την μάνα του, ότι θα βάλουν τον αδελφό του φυλακή…», γράφει ο συγγραφέας του «Γύρου του θανάτου», Θωμάς Κοροβίνης.
Το βιβλίο, ένα δραματικό μυθιστόρημα, αναφέρεται στην πολυτάραχη ζωή και την τραγική προσωπικότητα του «ενόχου». Στην πένα του Κοροβίνη ο Παγκρατίδης λαμβάνει τη διάσταση ενός ντοστογιεφσκικού τύπου μυθιστορηματικού ήρωα.
Ο συγγραφέας δεν έχει αμφιβολίες για το τι οδήγησε στην ενοχοποίηση και καταδίκη του. «Η Θεσσαλονίκη της εποχής χαρακτηρίζεται από ένα παρακράτος – απομεινάρια των ταγματασφαλιτών και Χητών- που εκφοβίζει την πόλη με τον αέρα φυσικά που του δίνει η Ασφάλεια. Η οργάνωση Καρφίτσα, που λύνει και δένει, αποτελείται από ρουφιάνους και μάγκες που αποθρασύνονται και κάνουν ο,τι θέλουν. Στους κόλπους της κυοφορούνται οι δολοφόνοι του Λαμπράκη. Ο Παγκρατίδης συλλαμβάνεται λίγο μετά την δολοφονία του βουλευτή και αποδεικνύεται για την Ασφάλεια η ιδανική περίπτωση να στρέψουν τα βλέμματα του κόσμου από ένα έντονα πολιτικό θέμα σε ένα κοινωνικό».
Κατά την ανάκριση ο συλληφθείς έσπασε. Την τέταρτη μέρα ομολόγησε «εντελώς αβιάστως» την επίθεση κατά του ζεύγους στο Σέιχ Σου, τη διπλή δολοφονία στη Μίκρα και τη δολοφονία της ράπτριας στο Νοσοκομείο. Οδηγήθηκε στη φυλακή. Λίγο καιρό αργότερα πάντως, αναίρεσε την ομολογία του.
Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα ο Παγκρατίδης δεν έπαψε να φωνάζει για την αθωότητά του. «Είναι αλήθεια, κ. ανακριτά, ότι υπάρχουν ενέσεις που λες την αλήθεια; Εάν υπάρχουν, σας παρακαλώ να μου κάνετε μία, γιατί μʼ έβαλαν στην Ασφάλεια να πω πράγματα που ούτε γνωρίζω, ούτε έκανα!» Δεν επικαλέστηκε βασανιστήρια, αλλά κακομεταχείριση, ψυχολογική πίεση, απειλές και υποσχέσεις.
Στη δίκη του που ακολούθησε, το 1966, παραλήφθηκαν εσκεμμένα σοβαρά στοιχεία. Μάρτυρες κατηγορίας υπέπεσαν σε αντιφάσεις, δεν έγινε ποτέ αντιπαραβολή δακτυλικών αποτυπωμάτων, κηλίδων αίματος, ίχνη παπουτσιών και άλλων κρίσιμων στοιχείων από τις σκηνές των δολοφονιών. Επίσης δεν υπολογίστηκε η κατάθεση δύο νοσοκόμων, που ήρθαν σε οπτική επαφή με το «Δράκο», ότι δεν τον αναγνώρισαν.
Η επιμονή ενός χωροφύλακα ότι το αυτοκίνητο του ίλαρχου Ραΐση δεν γίνεται να μετακινήθηκε από τα πτώματα (ο Παγκρατίδης δεν ήξερε να οδηγεί), επίσης αποσιωπήθηκε και τη γυναίκα ενός αξιωματικού, που είδε τις ύποπτες κινήσεις αντρών στην περιοχή του Σέιχ Σου, την έβγαλαν τρελή. Επιπλέον παραγνωρίστηκε το γεγονός ότι οι δράστες ήταν δύο στη δολοφονία του ιλάρχου και της ερωμένης του.
Με σχεδόν συνοπτικές διαδικασίες, ο Αριστείδης Παγκρατίδης καταδικάστηκε σε ποινή «τετράκις εις θάνατον»!
Η πόλη ήταν ελεύθερη να ξεφυσήξει με ανακούφιση…
Ο συγγραφέας του θεατρικού έργου «Δράκοι», Σάκης Σερέφας, χαρακτηρίζει τη δική παρωδία και την καταδίκη έγκλημα. «Μια τοπική κοινωνία καθαρμάτων μαζί με την αστυνομική και δικαστική εξουσία έβαλαν στη μέση έναν ανθρωπάκο και τον κατασπάραξαν… Έναν αλητάκο που λειτουργούσε ως οπή ηδονής για τα αποβράσματα της πόλης, προερχόμενος από μια οικογένεια που μάτωσε στον Εμφύλιο. Παράλληλα μια ανθρωποφαγική τοπική κοινωνία, το παρακράτος στα ντουζένια του, και η αστυνομία που έβγαζε άφοβα τα νύχια της και που η δικαστική εξουσία με τη σειρά της λίμαρε θωπευτικά. Το θέμα δεν είναι αν ο Παγκρατίδης ήταν αθώος ή ένοχος, αλλά ότι δεν είχε δίκαιη δίκη καθιστώντας την εκτέλεσή του εγκληματική».
Μοιάζει απίστευτο το ότι αν και η εισαγγελική πρόταση ήταν να μην επιβληθεί η θανατική ποινή αλλά εκείνη των ισόβιων σε περίπτωση που θα αποδειχθεί ότι άλλος ήταν ο πραγματικός δράστης, το δικαστήριο επέβαλε ποινή τέσσερις φορές σε θάνατο.
Το επικρατέστερο σενάριο θέλει τους δολοφόνους να ήταν δύο. Οι φήμες οργίασαν για έναν βιομήχανο με τον οδηγό του, τον οποίο φυγάδευσε στην Αμερική ενώ ο ίδιος ζει έκτοτε στην Αθήνα. Άλλες τέτοιες συνδέθηκαν με το νεαρό μανιοκαταθλιπτικό επιστήμονα Α. Σ. του οποίου η οικογενειακή έπαυλη γειτνίαζε με το Σέιχ Σου, αλλά διάφορα στοιχεία κατέρριψαν την ενοχή του. Επίσης εξυφάνθηκαν θεωρίες για τον γιο γνωστής επιχειρηματικής οικογένειας.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι πολλοί λίγοι πίστεψαν την επίσημη «εκδοχή». Οι οποίοι έγιναν ακόμα λιγότεροι, μετά την έκδοση του βιβλίου «Ο Δράκος που διέφυγε». Συγγραφέας είναι ο γνωστός δημοσιογράφος Κώστας Τσαρούχας, ο οποίος δηλώνει ευθαρσώς ότι ο Παγκρατίδης δεν ήταν ο «Δράκος» και αφήνει να εννοηθεί ότι ξέρει ποιος ήταν. Παρομοίως, όλοι του οι συνεντευξιαζόμενοι κάνουν λόγο για μια «από πολύ ψηλά πίεση να ενοχοποιηθεί» ο Αριστείδης.
Ο Αριστείδης Παγρατίδης έμεινε στις φυλακές του Γεντί Κουλέ, στο Επταπύργιο, δύο χρόνια. Η ποινή έμελλε να εκτελεστεί από το χουντικό καθεστώς. Το ξημέρωμα της 16ης Φεβρουαρίου του ’68 στήθηκε απέναντι από τους 12 άνδρες του εκτελεστικού αποσπάσματος. Ο γραμματέας της Εισαγγελίας τον πλησίασε για να διαβάσει την καταδικαστική απόφαση. «Πάντως, είμαι αθώος. Ίσως μια μέρα πιαστεί ο ένοχος και τότε…», επανέλαβε για τελευταία φορά, λίγο πριν ακουστεί το παράγγελμα «πυρ».
Από εκείνη τη στιγμή η ελληνική Δικαιοσύνη θα έμενε πάντα στιγματισμένη. Με τα χέρια της βαμμένα από το αίμα ενός ανθρώπου, που ποτέ δεν αποδείχτηκε ότι διέπραξε τα εγκλήματα για τα οποία θανατώθηκε.
Η υπόθεση έχει καταχωρηθεί στις μεγάλες δικαστικές πλάνες. Και ο Αριστείδης Παγκρατίδης ως το θύμα ενός συστήματος, που δεν ενημέρωσε καν τη «γλυκιά μανούλα του» ότι ο γιος της επρόκειτο εκείνο το πρωί να συναντήσει την ίδια άδικη μοίρα με το σύζυγό της…
Πηγές: eglima.files.wordpress.com, vice.com, lifo.gr