Η ιστορία έγινε γνωστή όταν αποφάσισαν να μιλήσουν γι’ αυτή με λεπτομέρειες δύο Καναδοί παίκτες που για κάποιο λόγο βρέθηκαν στο Ίζερλον, νότια του Ντόρτμουντ, ως μέλη της τοπικής ομάδας χόκεϊ επί πάγου το 1987.
Οι Νταν Όλσεν και Μπρους Χάρντι περιγράφουν τον πρόεδρο της ομάδας, Χάιντς Βάιφενμπαχ, ως έναν τύπο που είχε βγάλει πολλά λεφτά από το real estate και -επειδή γούσταρε τρελά το χόκεϊ- είχε αποφασίσει να κάνει την τοπική ECD Iserlohn πρωταθλήτρια της χώρας. Το 1986 μάλιστα τα είχε σχεδόν καταφέρει, αφού η ομάδα έφτασε μέχρι τα ημιτελικά του πρωταθλήματος.
Το φθινόπωρο του 1987 ομως, αποκαλύπτεται ότι η ομάδα χρωστάει $3.4 εκ. σε φόρους, ο πρόεδρος δεν έχει (ή δεν θέλει) να τα δώσει κι έτσι οι παίκτες σταματάνε να προπονούνται, ενώ αρχίζουν να δέχονται και πρωινές επισκέψεις στα σπίτια τους από υπαλλήλους της γερμανικής εφορίας οι οποίοι ζητάνε να δούνε τα συμβόλαιά τους με την ομάδα. Δεν βρίσκουν τίποτα, καθότι όλα τα συμβόλαια βρίσκονταν στα χέρια του λογιστή της ομάδας, γνωστού με το προσωνύμιο «Μέρλιν ο Μάγος», κι έτσι ρίχνουν από 1000 μάρκα πρόστιμο σε όλους, ενώ επίσης τους κατάσχουν τηλεοράσεις, ρούχα, και ό,τι άλλα αντικείμενα αξίας βρίσκουν εντός των οικιών τους.
Και τότε, ο Βάιφενμπαχ έχει μια σπουδαία έμπνευση: Να παέι στη Λιβύη και να ζητήσει από τον Μουαμάρ Καντάφι να γίνει χορηγός της ομάδας. «Ναι, γιατί όχι δηλαδή;», θα σκέφτηκε. Σάματις ο Καντάφι δεν πλήρωσε π.χ. αργότερα τις Περούτζια, Ουντινέζε και Σαμπντόρια για να έχουν τον γιο του, Αλ-Σααντί, στο ρόστερ τους (στις δύο πρώτες μάλιστα έκανε από μία εμφάνιση) ε, ε, ε;
Το είπε και το έκανε ο πρόεδρος. Τον Ιανουάριο του 1988 ταξιδεύει στην Λιβύη, συναντάται με τον δικτάτορα και καταφέρνει να τον πείσει να κάνουν μία «αθλητικο-πολιτιστική ανταλλαγή» μεταξύ των χωρών τους, που είχε ως εξής: Ο Καντάφι θα έδινε $900.000 ως χορηγία στην ομάδα για την τρέχουσα σεζόν, έτσι ώστε να μη διαλυθεί, και ως αντάλλαγμα η ομάδα έπρεπε να διαφημίζει στις φανέλες της το «Πράσινο βιβλίο» -μια συλλογή από ασυναρτησίες που ο ίδιος ο Καντάφι ονόμαζε «πολιτικές φιλοσοφίες».
Οι παίκτες υποδέχτηκαν μάλλον με ανακούφιση τα νέα για τη χορηγία. Αφενός δεν ασχολούνταν με την πολιτική τόσο, όσο να γνωρίζουν αναλυτικά τι εστί Καντάφι, αφετερου εκείνο που τους ένοιαζε είναι να μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους: να παίζουν χόκεϊ και να πληρώνονται γι’ αυτό. Την επομένη, όμως, του πρώτου παιχνιδιού με τη νέα διαφήμιση στη φανέλα τους, κατάλαβαν ότι τα πράγματα είναι σοβαρά: Το Der Spiegel σε δημοσίευμά του περιέγραψε την κίνηση του Βάιφενμπαχ ως «Σόδομα και Γόμορρα», ενώ ο υπουργός εσωτερικών της χώρας, Φρίντριχ Τσίμερμαν δήλωσε σχετικά ότι «κάτι που ξεκίνησε ως καρναβαλικό αστείο, κατέληξε ως μια καταφανής παραβίαση της πολιτικής ουδετερότητας του αθλήματος».
Και η κλιμάκωση των αντιδράσεων συνεχίστηκε. Τις επόμενες μέρες ο προπονητής της εθνικής ομάδας χόκεϊ της Δ. Γερμανίας, Χαβιέρ Άνσιν, είπε ότι το άθλημα δεν πρέπει να σχετίζεται με εγκληματίες και τρομοκράτες. Λίγες μέρες αργότερα, ο Χάρντι θυμάται ότι «τα παιχνίδια μας άρχισαν να μετατρέπονται σε αντι-κανταφικές διαδηλώσεις, ενώ αρχίσαμε να δεχόμαστε ευθείες απειλές για τη ζωή μας».
Συνειδητοποιώντας, πλέον, τη σοβαρότητα της κατάστασης, οι παίκτες αποφασίζουν να ψηφίσουν για το αν θα συνεχίσουν να παίζουν με τη διαφήμιση στη φανέλα (και άρα να πληρώνονται) ή χωρίς αυτήν (και άρα να ρισκάρουν να καταρρεύσει οικονομικά η ομάδα). Επιλέγουν το δεύτερο. Ο πρόεδρος αποδέχεται την απόφασή τους και η ομάδα διαλύεται, την ίδια μάλιστα μέρα που στα γραφεία της φτάνει η απόφαση της γερμανικής ομοσπονδίας χόκεϊ, η οποία τους ενημέρωνε ότι θα αποβάλλονταν από το πρωτάθλημα αν συνέχιζαν να διαφημίζουν το «Πράσινο βιβλίο» στις φανέλες τους.