Όταν το 1870 οι ανασκαφές του Ερρίκου Σλήμαν στη βορειοδυτική Τουρκία έφερναν στο φως την Ομηρική Τροία, πολλοί ήταν εκείνοι που ένιωσαν να… δαγκώνουν τη γλώσσα τους.
Ο κορυφαίος Γερμανός αρχαιολόγος είχε λοιδορηθεί και χλευαστεί ακόμα και από μέλη της επιστημονικής κοινότητας για την επιμονή του να ανακαλύψει κάτι που «λέγεται ότι υπήρξε». Η αναζήτηση της Τροίας διήρκεσε αιώνες και λόγω έλλειψης στοιχείων από κάποιο σημείο της ιστορίας κι έπειτα έλαβε διαστάσεις μύθου.
Η απόδειξη ότι ο αρχαίος πολιτισμός που πολέμησαν οι Έλληνες τον 13ο ή 12ο αιώνα π.Χ. (ή και τους δύο) δεν ήταν αποκύημα της φαντασίας του Ομήρου, αποτελεί το βασικό επιχείρημα εκείνων των «ρομαντικών» που εξακολουθούν να αναζητούν τα ίχνη της χαμένης Ατλαντίδας.
Και δεν είναι καθόλου λίγοι ώστε να χαρακτηριστούν αναφανδόν «γραφικοί». Πέντε διαφορετικές επανδρωμένες αποστολές αναζητούν παράλληλα τον περιλάλητο θαμμένο υποθαλάσσια πολιτισμό σε πέντε διαφορετικές περιοχές της Γης.
Μία από αυτές είναι και η ομάδα του δημιουργού του Τιτανικού και του Άβαταρ, Τζέιμς Κάμερον. «Η ανακάλυψη της ιστορικής και αρχαιολογικής αλήθειας πίσω από το μύθο της Ατλαντίδας ήταν κάτι που πάντα με γοήτευε», δήλωνε ο διάσημος σκηνοθέτης, κατά τα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ «Search for Atlantis», για λογαριασμό του «National Geographic Channel».
Επικεφαλής της αποστολής ήταν ο αρχαιολόγος Ρίτσαρντ Φρόιντ από το Πανεπιστήμιο του Χάρτφορντ. Την ομάδα πλαισίωναν και άλλοι επιστήμονες, καθώς και ο βραβευμένος με Emmy σκηνοθέτης Σίμτσα Τζεϊκομποβίτσι.
Το ντοκιμαντέρ ξεκινούσε από την Ελλάδα με κατεύθυνση τον Ατλαντικό Ωκεανό. Μεταξύ άλλων η ομάδα ταξίδεψε σε Σαντορίνη, Μάλτα, Σαρδηνία και Αζόρες, αναλύοντας για κάθε μια εξ’ αυτών των περιοχών τα σχετικά ευρήματα και τα δεδομένα της «υποψηφιότητας» τους ως έδρα της χαμένης Ατλαντίδος.
«Πρόκειται για την πιο εξελιγμένη, εκτεταμένη και καινοτόμο έρευνα που έχει γίνει ποτέ για το σκοπό αυτό», υποστήριζε ο Φρόιντ και πράγματι τα ευρήματα ήταν εντυπωσιακά.
Χρησιμοποιώντας προηγμένα τεχνολογικά μέσα, όπως δορυφορικές εικόνες, πολλαπλές φασματικές απεικονίσεις, αλλά και τα ειδικά ραντάρ που «βλέπουν» καθαρά σε μεγάλα βάθη κάτω από το έδαφος, οι ερευνητές έφτασαν σε μια απροσδόκητη ανακάλυψη. Και μάλιστα, όχι στις προαναφερόμενες τοποθεσίες, αλλά δυτικά των στενών του Γιβραλτάρ, περιοχή που βάσει των αναφορών του Πλάτωνα μοιάζει η επικρατέστερη για να κρύβει στο βυθό της τη μυθική Ατλαντίδα.
Αυτό που εντοπίστηκε στα έγκατα του Ατλαντικού Ωκεανού ήταν έξι μεγάλες πέτρινες άγκυρες, από την εποχή του Χαλκού. Ποτέ ξανά δεν έχουν βρεθεί τόσες πολλές συγκεντρωμένες σε ένα σημείο άγκυρες στον Ατλαντικό Ωκεανό. Εκτιμάται ότι είναι περίπου 4.000 ετών και υποδηλώνουν ένα αγκυροβόλιο ή λιμάνι σε ένα σημείο του Ωκεανού, όπου κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι θα τις έβρισκε.
Μαζί, ήρθαν στην επιφάνεια και άλλα ευρήματα που οδήγησαν τους ερευνητές στο συμπέρασμα ότι εκεί βρισκόταν κάποιο μεγάλο λιμάνι, από το οποίο απέπλεαν οι τολμηροί θαλασσοπόροι της εποχής για να βγουν στον ανοικτό ωκεανό.
«Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι υπάρχουν τεράστιες περιοχές που κάποτε κατοικούσαν άνθρωποι και τώρα βρίσκονται εκατοντάδες πόδια κάτω από το νερό», δήλωσε ο ωκεανολόγος Μπιλ Λέιντζ, που πήρε μέρος στην αποστολή.
«Είναι πιο εύκολο να βρει κάποιος ψύλλο στα άχυρα, παρά άγκυρες της εποχής του Χαλκού στον Ατλαντικό», είπε χαρακτηριστικά ο Τζεϊκομποβίτσι και πρόσθεσε: «Πρόκειται για άγκυρες ηλικίας 3.000 ή 4.000 ετών, οι οποίες λόγω του μεγέθους τους υποδηλώνουν ένα πολύ μεγάλο σκάφος. Αυτό μας δείχνει ότι αρχαία μεγάλα καράβια έπλεαν σε αυτή την περιοχή πριν από τόσα χρόνια. Αν σε μερικές καταδύσεις βρίσκουμε έξι τέτοιες, πρέπει να υπάρχουν χιλιάδες εκεί έξω, επιβεβαιώνοντας τις γραφές του Πλάτωνα για ένα μεγάλο λιμάνι λίγο πιο πέρα από τις Ηράκλειες Στήλες».
Ο μύθος της χαμένης Ατλαντίδος, της ηπείρου που χάθηκε στα βάθη της θάλασσας, εξάπτει εδώ και αιώνες τη φαντασία του κόσμου, παραμένοντας ένα διαχρονικό άλυτο μυστήριο. Ένα μυστήριο που «κληροδότησε» αποκλειστικά ο Πλάτωνας στους ανθρώπους, αναφέροντας την Ατλαντίδα στα δύο κοσμολογικά έργα του, τον «Τιμαίο» και τον «Κριτία», που γράφτηκαν την περίοδο 360-347 π.Χ.
Από τότε πάνω από 7.000 συγγραφείς από την αρχαιότητα έως σήμερα έχουν κάνει αναφορές στο χαμένο νησί. Οι σχετικές εργασίες περιγράφουν τους κατοίκους της ως πολύ πνευματικούς, με εξαιρετικά προηγμένη τεχνολογία και τεράστια επιρροή στον τότε κόσμο, την εποχή ακμής του πολιτισμού.
Ο Πλάτωνας αναφέρεται δύο φορές συγκεκριμένα στην Ατλαντίδα στους φιλοσοφικούς διαλόγους του, σε αυτά τα δύο έργα. Πολλοί μελετητές θεωρούν ότι ο μεγάλος φιλόσοφος έκανε μια απλή αλληγορία για την υπεροχή της έννοιας της Πολιτείας. Ο ερευνητής Τσαρλς Όσερ, καθηγητής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, υιοθετεί μια άλλη, επικρατούσα, θεωρία.
Στην εξιστόρηση του Πλάτωνα η Ατλαντίδα χάνεται σε ένα «μερόνυκτο» από μια τεράστια καταστροφή. Πολλοί ταυτίζουν αυτή την εξαφάνιση με την τιμωρία των θεών. Σύμφωνα με τον Όρσερ ο μύθος της Ατλαντίδας είναι μια ιστορία για την ηθική και πνευματική πτώση των ανθρώπων, που ζούσαν παλιά σε έναν ιδιαίτερα προηγμένο, ουτοπικό πολιτισμό. Έγιναν όμως άπληστοι, μικροπρεπείς και χάνοντας το δρόμο τους, στράφηκαν προς ανήθικες επιδιώξεις. Αποτέλεσμα αυτής της «ηθικής πτώχευσης» ήταν να προκαλέσουν την οργή των θεών.
Όπως γράφει ο Πλάτωνας, την ιστορία της χαμένης ηπείρου ανέφερε στο Σόλωνα ένας ηλικιωμένος Αιγύπτιος ιερέας όταν ο Αθηναίος νομοθέτης είχε επισκεφτεί την Αίγυπτο.
Του περιέγραψε ένα πολύ μεγάλο νησί στον Ατλαντικό Ωκεανό, κοντά στην περιοχή που στην αρχαιότητα ονομαζόταν Ηράκλειες Στήλες (το σημερινό στενό του Γιβραλτάρ), ανταγωνιστικό της Αθήνας σε ναυτική δύναμη.
Σε ελεύθερη μετάφραση η αναφορά έχει ως εξής: «Το νησί βρισκόταν πέρα από τα στενά που ονομάζεται Ηράκλειες Στήλες και ήταν μεγαλύτερο από τη Λιβύη και τη Μικρά Ασία μαζί. Σε αυτό λοιπόν το νησί, την Ατλαντίδα, υπήρχε ένα βασίλειο με τεράστια δύναμη, που εξουσίασε όλη εκείνη την περιοχή, πολλά άλλα νησιά και τμήματα της ηπείρου. Ακόμα, οι βασιλιάδες του εξουσίαζαν αρκετές χώρες από τα στενά στη Βόρεια Αφρική ως την Αίγυπτο και στην Ευρώπη μέχρι την Τυρρηνία (Ιταλία).
Η μεγάλη αυτή δύναμη επιχείρησε να υποτάξει και τη δική μου χώρα (Αίγυπτος) και τη δική σου (Ελλάδα) και ολόκληρη την περιοχή μέσα από τα στενά. Τότε, Σόλωνα, η χώρα σου (Αθήνα) νίκησε τους εισβολείς και μας έσωσε από τη σκλαβιά. Έπειτα όμως έγιναν μεγάλοι σεισμοί και πλημμύρες και, μέσα σ’ ένα φοβερό μερόνυχτο, το νησί της Ατλαντίδας το κατάπιε η θάλασσα κι εξαφανίστηκε».
Αυτό, είπε ο ιερέας στο Σόλωνα, έγινε 9.000 χρόνια πριν από την εποχή τους.
Στον «Κριτία», ο Πλάτωνας περιγράφει αναλυτικά την Ατλαντίδα, την ιστορία, τη γεωγραφία και τους κατοίκους της. Αναφέρει ότι έχτισαν επιβλητικά παλάτια, ναούς και λιμάνια, καθώς και έναν ναό το κέντρο του βασιλικού παλατιού, αφιερωμένο στον Ποσειδώνα.
Οι μελετητές χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Αυτούς που θεωρούν καθαρά μια μυθολογική Πλατωνική επινόηση την Ατλαντίδα και εκείνους που πιστεύουν ότι πρόκειται για μια αφήγηση με ιστορικό υπόβαθρο.
Για όλους αυτούς αιτία της εξαφάνισής της στάθηκε ένα εφιαλτικό τσουνάμι, που την έθαψε κάτω από τόνους λάσπης.
Μεταξύ αυτών και ο εξερευνητής Ρόμπερντ Μπάλαρντ, που το 1985 ανακάλυψε το ναύαγιο του Τιτανικού. «Ο μύθος της Ατλαντίδας φαίνεται αληθινός γιατί μιλάει για κατακλυσμιαίες πλημμύρες και ηφαιστειακές εκρήξεις, που έχουν συμβεί σε όλη τη διάρκεια της γήινης ιστορίας. Υπάρχει άλλωστε ένα παράδειγμα που έχει αρκετές ομοιότητες με την ιστορία της καταστροφής της Ατλαντίδας. Είναι η τεράστια ηφαιστειακή έκρηξη που κατέστρεψε το νησί της Σαντορίνης, περίπου 3.600 χρόνια πριν. Την ίδια περίπου εποχή φαίνεται να εξαφανίζεται ξαφνικά ο προηγμένος Μινωϊκός πολιτισμός της Κρήτης».
Το μόνο στοιχείο των ευρημάτων που δεν ταιριάζει με την περιγραφή της μυθικης Ατλαντίδος είναι η διάρκεια «ζωής» τους, καθώς ο Πλάτωνας τοποθετικά χρονικά περί το 9.000 π.Χ. την καταστροφή της.
Αν όμως ταίριαζε κι αυτό, η ιστορία θα είχε επαναληφθεί περίπου ως… φάρσα. Και πολλοί θα είχαν ήδη… δαγκώσει τη γλώσσα τους.