Αληθινή ιστορία: Δες απόψε στο Netflix την ταινία για την ιδιοφυία που έστησε το πιο περιβόητο κόλπο όλων των εποχών στον τζόγο

Η αληθινή ιστορία πίσω απ' την ταινία «21» με τον Κέβιν Σπέισι, που στριμάρει στο Netflix

Η αέναη μάχη του ανθρώπου με την μπάνκα έχει αφήσει πίσω της εκατομμύρια απένταρους και μόλις μερικές χιλιάδες εκατομμυριούχους. Το «ο τολμών νικά» δεν έχει καμία θέση σε αυτή την πρόκληση.

Στη μετωπική με τον dealer μόνο ο ικανός νικά σε βάθος χρόνου. Αυτός που παίζει για να κερδίσει κι όχι παίζει για να παίξει.

Αλλά ακόμα και αυτός, άπαξ και γίνει «αναγνωρίσιμος», είναι αδύνατο να απαλλαχθεί από τις δικλείδες ασφαλείας, που προϊόντος του χρόνου ανέπτυξαν τα Καζίνο.

Δικλείδες ασφαλείας που αντικατοπτρίζονται στη λογική «μονά – ζυγά δικά μας».

Το μεγάλο ποντάρισμα και… η «μαύρη λίστα» των καζίνο

Μιλώντας για το BlackJack, η (διαδεδομένη) μέθοδος για να στρέψει ο παίκτης τις πιθανότητες υπέρ του είναι το μέτρημα φύλλων, το επονομαζόμενο διεθνώς card counting. Πρόκειται, ως γνωστόν, για τη στρατηγική υπολογισμού των πιο ιδανικών στιγμών για τοποθέτηση μεγάλου πονταρίσματος. Ο μετρητής φύλλων κάνει την καταμέτρηση με το να παρακολουθεί την πορεία κορεσμού τον μεγάλων και μικρών σε άξια φύλλων στην τράπουλα του dealer.

Όταν η τράπουλα είναι πλούσια σε μεγάλης αξίας φύλλα όπως είναι το 10 και ο άσσος, τότε ο παίκτης έχει το πλεονέκτημα. Όταν η τράπουλα έχει περισσότερα φύλλα μικρής αξίας τότε ευνοημένος είναι ο dealer. Ένας επιτυχημένος μετρητής φύλλων μπορεί να παρακολουθήσει την ροή της τράπουλας κατανοώντας την γενική εξέλιξη του παιχνιδιού. Έτσι μπορεί και προσαρμόζει ανάλογα το ποντάρισμα του.

Το πρόβλημα για αυτούς που εφαρμόζουν κατ’ εξακολούθηση αυτή την πρακτική είναι ότι καταλήγουν «φακελωμένοι» από τα καζίνο και εν τέλει αποβάλλονται από τα τραπέζια. Είναι θέμα χρόνου να εντοπιστεί ο επιδέξιος – επαγγελματίας, μέσα από τις αναρίθμητες κάμερες ασφαλείας που υπάρχουν σε ένα καζίνο.

Το μεγαλύτερο κόλπο στην ιστορία του τζόγου

Υπήρξε όμως μια ομάδα στη χαρτοπαικτική ιστορία που κατάφερε να δράσει καμουφλαρισμένη για πολύ καιρό, στήνοντας το πιο περιβόητο «κόλπο» στον οργανωμένο τζόγο. Είναι η περίφημη ομάδα των φοιτητών του ΜΙΤ, που στις αρχές της δεκαετίας του ’90 έσπειρε το φόβο και τον τρόμο στα τραπέζια του Λας Βέγκας.

Η ιστορία ξεκινά ουσιαστικά στα μέσα της δεκαετίας του ’60, όταν ο μαθηματικός και τζογαδόρος Έντουαρντ Ο’ Θορπ εξέδωσε το βιβλίο «Beat the Dealer». Ο Ο’ Θορπ είχε μελετήσει μανιωδώς το «Blackjack», χρησιμοποιώντας τον νεοαποκτηθέντα υπολογιστή του ΜΙΤ για να υπολογίσει τις πιο συμφέρουσες κινήσεις, ανάλογα με τον συνδυασμό καρτών που έχει ένας παίκτης μπροστά του.

Εάν για παράδειγμα ο παίκτης είχε 14 και ο κρουπιέρης του καζίνο 7, τότε ο πρώτος είχε μεγαλύτερες πιθανότητες να κερδίσει, αν επέλεγε να τραβήξει κι άλλο χαρτί. Όποιος εφάρμοζε κατά γράμμα τη μέθοδο του Ο’ Θορπ δεν σήμαινε ότι θα κέρδιζε κάθε παρτίδα, αλλά ότι μακροπρόθεσμα, θα κέρδιζε περισσότερες φορές απ’ ότι θα έχανε. Το βιβλίο του μαθηματικού, που δημοσιεύτηκε το 1966 εξηγούσε αναλυτικά τη διαδικασία. Και ασφαλώς έγινε σε χρόνο – ρεκόρ ανάρπαστο.

Το 1979 μια ομάδα ιδιοφυών του πλέον φημισμένου Πανεπιστημίου στον κόσμο (το Τεχνολογικό Ινστιτούτο του Κέμπριτζ, γνωστού ως ΜΙΤ) αποφάσισε να εφαρμόσει το σύστημα του Ο ‘Θορπ, μπολιάζοντας το με τη μέθοδο καταμέτρησης φύλλων.

Δεν ήταν βέβαια οι πρώτοι που θα χρησιμοποιούσαν μαθηματικές μεθόδους για να υπερισχύσουν των κρουπιέρηδων, αλλά ήταν οι πρώτοι που οργανώθηκαν σε ομάδα και δημιούργησαν ειδικούς ρόλους για τη βέλτιστη απόδοση του σχεδίου.

Τα μέλη της ομάδας επεδίωκαν να ποντάρουν πολλά χρήματα, όταν ήξεραν ότι στην τράπουλα είχαν απομείνει περισσότερα μεγάλα χαρτιά (φιγούρες, 10 και άσο), απ’ ότι μικρά. Η τεχνική ήταν να αποδώσουν συγκεκριμένη αξία σε κάθε είδος φύλλου. Αντιστοίχησαν τα μικρά με +1, τα ουδέτερα με 0 (από 7 έως 9) και τα μεγάλα με -1.

Κάθε φορά που εμφανιζόταν ένα καινούριο χαρτί, εκείνοι έπρεπε να προσθέτουν και να αφαιρούν ανάλογα. Όταν το αποτέλεσμα των πράξεων έφτανε να είναι +5 και πάνω, σήμαινε ότι αρκετά μικρά χαρτιά είχαν παιχτεί, έτσι ώστε να ποντάρουν πολλά χρήματα λόγω των αυξημένων πιθανοτήτων νίκης.

Η μεγάλη επιτυχία της ομάδας ήταν ότι είχε βρει τον τρόπο να κρύψει το μέτρημα από την ασφάλεια του καζίνο. Το κόλπο ήταν ο διαχωρισμός σε μικρότερες ομάδες των τριών ατόμων.

Κάθε ένα εξ’ αυτών εξυπηρετούσε διαφορετική λειτουργία. Αρχικά υπήρχε ο «παρατηρητής», που παρακολουθούσε το παιχνίδι, μετρούσε τις κάρτες και όταν έβλεπε ότι οι περισσότερες μικρές κάρτες είχαν φύγει, έκανε κρυφά σήμα στον συνάδελφό του να κάτσει και να ποντάρει.

Ο συνάδελφος αυτός ήταν ο «μεγάλος παίχτης», που καθόταν και πόνταρε πολύ μεγάλα ποσά, μόνο όταν ήξερε ότι οι κάρτες που απέμεναν στην τράπουλα τον συνέφεραν. Συνήθως οι «μεγάλοι παίχτες» προσποιούνταν ότι ήταν πλούσιοι επιχειρηματίες, που έπαιζαν πάντα με αυτό τον ριψοκίνδυνο τρόπο. Υπήρχε και ένα τρίτο μέλος, ο «ελεγκτής», που καθόταν συνέχεια στο τραπέζι, πόνταρε το χαμηλότερο δυνατό ποσό, για να μην προκαλέσει υποψίες και μετρούσε τις κάρτες, για μεγαλύτερη ακρίβεια.

Τα δαιμόνια μέλη και το τέλος της ομάδας των «απατεώνων»

Βασικά μέλη της αρχικής ομάδας ήταν ο Τζ. Π. Μάσαρ και ο Μπιλ Κάπλαν, που διηύθυναν τους παίχτες, οι οποίοι ξεπερνούσαν τους 70 (!), την περίοδο ακμής της! Ξεκίνησαν τη δράση τους το 1979 και κέρδισαν εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια σε διάστημα 11 ετών.

Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’80 η λειτουργία της ομάδας είχε εξελιχθεί σε προβληματική, καθώς τα καζίνο είχαν εντοπίσει πολλούς από τους παίκτες, ενώ άλλοι είχαν εγκαταλείψει, είτε γιατί κουράστηκαν, είτε γιατί είχαν αποκομίσει όσα κέρδη ήθελαν.

Το γκρουπ διαλύθηκε το 1990, αλλά δύο χρόνια αργότερα, οι Μάσαρ και Κάπλαν επέστρεψαν δριμύτεροι. Αυτή τη φορά είχαν αποφασίσει να λειτουργήσουν σε απολύτως επαγγελματικά πρότυπα, στρατολογώντας τα καλύτερα μυαλά των ΗΠΑ, για μια οργανωμένη έως την τελευταία λεπτομέρεια μέθοδο αφαίμαξης των καζίνο.

Το δίδυμο των εμπνευστών προσέγγισε κάποιους επενδυτές, ιδρύοντας από κοινού τον συνεταιρισμό «Strategic Investments LP». Επρόκειτο για μια μορφή κανονικής επιχείρησης, που άρχισε να «προσλαμβάνει» νέους φοιτητές από το MIT και εν συνεχεία από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Για τις θέσεις ενδιαφέρθηκαν εκατοντάδες φοιτητές, με πολύ υψηλά IQ και τρομερή ευχέρεια στις μαθηματικές πράξεις.

Μόνο οι πιο ικανοί των ικανών θα πλαισίωναν όμως αυτή που έμεινε στην ιστορία ως «MIT Blackjack Team». Πριν πάρουν θέση σε τραπέζι, σε πραγματικό καζίνο, οι υποψήφιοι έπρεπε να περάσουν μία εξαιρετικά απαιτητική προπόνηση, που διαρκούσε μήνες.

Ορισμένα από τα τεστ ήταν να υπολογίζουν τα πάντα μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου και να μάθουν να μετρούν κάρτες σε συνθήκες οχλοβοής, προσομοιωμένες δηλαδή σε ένα καζίνο.

Στο τελικό στάδιο έφταναν μόνο οι αλάνθαστοι και εν τέλει η ομάδα που δημιουργήθηκε λειτούργησε με απόλυτη επιτυχία. Τα κέρδη της ήταν στην αρχή εντυπωσιακά. Τα μέλη της έφευγαν Παρασκευή απόγευμα από το MIT και έπαιζαν συνεχόμενα μέχρι Κυριακή βράδυ, οπότε έπαιρναν το αεροπλάνο για να επιστρέψουν. Οι φοιτητές δούλευαν σε ομάδες των τριών και μπορεί σε ένα βράδυ να έπαιζαν ταυτόχρονα μέχρι και 10 διαφορετικές ομάδες.

Κανείς δεν τους είχε πάρει είδηση, γιατί τους προφύλασσαν οι ειδικοί ρόλοι που είχαν αναλάβει. Κατά μέσο όρο, έβγαζαν 50.000 δολάρια κάθε Σαββατοκύριακο και μέσα σε λίγους μήνες, τα καθαρά έσοδα του συνεταιρισμού ξεπερνούσαν το μισό εκατομμύριο δολάρια.

Οι φοιτητές, με τη διπλή ζωή, μεσοβδόμαδα διάβαζαν και τα Σαββατοκύριακα έμεναν σε πολυτελείς σουίτες και μετακινούνταν με τεράστιες λιμουζίνες, που πρόσφεραν τα καζίνο σε όλους τους παίχτες που πόνταραν πολύ μεγάλα ποσά.

Πολλά μέλη της ομάδας εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο αυτά τα «δώρα», που κυμαίνονταν από ολόχρυσα ρόλεξ μέχρι και τη διοργάνωση ενός γάμου στην ταράτσα ενός από τα δημοφιλέστερα ξενοδοχεία.

«Μπορείς να παίξεις σε οποιοδήποτε τραπέζι εκτός από αυτό του BlackJack»

Κάποια στιγμή όμως, η καλή τους τύχη στέρεψε. Μετά από έναν χρόνο και σχεδόν 1 εκατομμύριο σε καθαρά κέρδη, η ασφάλεια των καζίνο άρχισε να τους παρατηρεί πιο προσεκτικά. Μετά από μήνες έρευνας, αντιλήφθηκαν ότι οι διευθύνσεις που είχαν δώσει οι περισσότεροι αντιστοιχούσαν στην περιοχή γύρω από το MIT και το Χάρβαρντ. Οι υπεύθυνοι ασφαλείας βρήκαν τις φωτογραφίες και τα στοιχεία των παιχτών μέσω των Πανεπιστημίων και έφτιαξαν το βιβλίο των «απαγορευμένων». Κάποια καζίνο είχαν προσλάβει ακόμα και ιδιωτικό ντετέκτιβ για να τους εντοπίσει.

«Συνήθως σου χτυπούσαν την πλάτη και ο σεκιούριτι σε ενημέρωνε ότι μπορούσες να παίξεις σε οποιοδήποτε τραπέζι, εκτός από αυτό του BlackJack. Κάποιες φορές γίνονταν πιο επιθετικοί, ενώ τα πράγματα ήταν πιο επικίνδυνα εκτός ΗΠΑ», έχει δηλώσει ο Μάικ Απόντε, ένας από τους επικεφαλής των ομάδων που είχαν σχηματιστεί.

Πολλοί παίχτες μεταμφιέζονταν -ένας ντύθηκε ακόμα και γυναίκα- αλλά όταν ήταν σε πλήρη εξέλιξη το «κυνηγητό», τα κέρδη άρχισαν να μειώνονται αισθητά, καθώς το άγχος έριχνε το επίπεδο συγκέντρωσης. Παράλληλα, πολλά μέλη διαμαρτύρονταν για το χαμηλό ποσοστό των κερδών που έφτανε σε αυτά και παραιτούνταν, ενώ κάποιοι εναπομείναντες ξέμεναν από κίνητρο να προσπαθήσουν περισσότερο.

«Ήταν σα να διευθύνω μια επιχείρηση, μόνο που οι πονοκέφαλοι ήταν περισσότεροι από τη διασκέδαση», έχει πει χαρακτηριστικά ο Μπιλ Κάπλαν.

Τελικά ο συνεταιρισμός, που είχε ξεκινήσει με τις καλύτερες προοπτικές, έφτασε στα όρια της πτώχευσης και διαλύθηκε το Δεκέμβριο του 1993. Από αυτόν προέκυψαν όμως δύο μικρότερες ομάδες, τις οποίες κατηύθυναν παλιά μέλη, φροντίζοντας ο καταμερισμός των κερδών να είναι πιο δίκαιος.

Οι μικρότερες αυτές ομάδες σημείωσαν λαμπρή πορεία μέχρι και το 2000, με κέρδη που ξεπερνούσαν τα 4 εκατομμύρια δολάρια. Διαλύθηκαν όχι από εσωτερικές διαμάχες, αλλά όταν οι παίχτες αποφάσισαν να επενδύσουν τα χρήματα και τον χρόνο τους σε άλλες ασχολίες.

Οι ιστορίες των φοιτητών του MIT, που νίκησαν τα καζίνο του Λας Βέγκας έχουν εμπνεύσει πλήθος βιβλίων και ταινιών. Το διασημότερο είναι το βιβλίο «Bringing Down the House», το οποίο περιέχει πάντως και φανταστικές ιστορίες, φέρνοντας περισσότερο σε μυθιστόρημα. Από αυτό εμπνεύστηκε το Holywood και το 2008 προβλήθηκε η ταινία «21», στην οποία πρωταγωνίστησε ο Κέβιν Σπέισι και ο Τζιμ Στέρτζες.

Ο πιο επιτυχημένος απ’ όλους τους φοιτητές του ΜΙΤ στο BlackJack ήταν ο Μάικ Απόντε. Μετά τη διάλυση της «MIT Blackjack Team», η δική του ομάδα σάρωσε στα τραπέζια του Λας Βέγκας. Το 2004 αναδείχθηκε πρωταθλητής στο World Series of Blackjack, ενώ αργότερα πέρασε στην αντίπερα όχθη και εργάζεται ως… σύμβουλος σε καζίνο. Δεν ξεχνάει ωστόσο τις καταβολές του, παράλληλα διδάσκει και ιδιώτες πώς να παίζουν Blackjack!

«Καταφέραμε κάτι που λίγοι έχουν πετύχει. Όλοι γνωρίζουν το χρυσό κανόνα: την μπάνκα δεν μπορείς να τη νικήσεις μακροπρόθεσμα. Όμως εμείς κάναμε ακριβώς αυτό…».