Ο πόλεμος έφτανε στο τέλος του. Η επέλαση των Σοβιετικών στο ανατολικό μέτωπο είχε γείρει ανεπιστρεπτί την πλάστιγγγα υπέρ των συμμάχων. Ο Φύρερ ωστόσο δεν γνώριζε τη φράση «συνθηκολόγηση».
Έξι μήνες πριν ο Αδόλφος Χίτλερ είχε επιβιώσει από μία ακόμα απόπειρα δολοφονίας εκ των έσω, την πιο επικίνδυνη για τη ζωή του, κατά την περίφημη επιχείρηση (ανατροπής του) «Βαλκυρία». Από τα τέλη του 1944 η μοναδική επιλογή της Ναζιστικής Γερμανίας ήταν η οπισθοχώρηση και οχύρωση στα σύνορα της χώρας.
Στο πλαίσιο αυτό, τον Ιανουάριο του ’45, αποφασίζεται η έναρξη της γερμανικής επιχείρησης «Αννίβας», ήτοι της μεταφοράς αμάχων, τραυματιών, στρατιωτών και βοηθητικού προσωπικού από την Πρωσία στα δυτικά της Γερμανίας, για να ξεφύγουν από τον σοβιετικό κλοιό.
Αυτή η προσπάθεια διαφυγής κατέληξε στη μεγαλύτερη ναυτική τραγωδία της ιστορίας. Τα θύματά αυτής ήταν έξι φορές περισσότερα από το ναυάγιο του «Τιτανικού». Παραμένει όμως έως και σήμερα άγνωστη στο ευρύ κοινό.
Η επιχείρηση μαζικής εκκένωσης ξεκίνησε στις 28 Ιανουαρίου του ’45. Τέσσερα ογκώδη πλοία, μεγαλύτερο εκ των οποίων το υπερωκεάνιο «Βίλχελμ Γκούστλοφ» και πολλά μικρότερα, παίρνουν μέρος σε αυτήν. Οι Γερμανοί πρόσφυγες καταφτάνουν καθημερινά στα λιμάνια Ντάντσιχ και Γκέτενχαφεν (της σημερινής Πολωνίας), εν μέσω κακουχιών και ενώ η θερμοκρασία πέφτει τη νύχτα στους -10 με -30 βαθμούς Κελσίου.
Το μεσημέρι της 30ης Ιανουαρίου αποπλέει το «Βίλχελμ Γκούστλοφ» από το λιμάνι του Γκέτενχαφεν. Είχε προηγηθεί διήμερη φόρτωση προσφύγων και τραυματιών, υπό απόλυτα αντίξοες συνθήκες, καθώς πλήθος κόσμου προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο να τρυπώσει στο πλοίο για το πολυπόθητο ταξίδι προς τη μαμά-πατρίδα.
Ενώ το πλοίο ήταν σχεδιασμένο να μεταφέρει 1900 επιβάτες και πλήρωμα, φορτώθηκε με πάνω από 10.000 επιβάτες, συνωστισμένους σε κάθε πιθανή γωνιά του. Κάτι λιγότεροι από 9.000 ήταν οι πολίτες και οι υπόλοιποι ένα μείγμα στρατιωτών (κυρίως εκπαιδευόμενων στα υποβρύχια), μελών της Γκεστάπο και γυναικών της βοηθητικής υπηρεσίας του ναυτικού.
Το «Γκούστλοφ» είχε κατασκευαστεί ως κρουαζιερόπλοιο για τουριστική χρήση και για δύο χρόνια ήταν η ναυαρχίδα του πολιτικού στόλου. Το 1939 επιτάχθηκε από το γερμανικό πολεμικό ναυτικό, εκτελώντας καθήκοντα νοσοκομειακού σκάφους και αργότερα πλοίου εκπαίδευσης του πολεμικού ναυτικού στο λιμάνι του Γκντανσκ.
Την ώρα που τα παγοθραυστικά άνοιγαν τον πάγο στο λιμάνι για τον απόπλου του κολοσσιαίου σκάφους, στη γέφυρα του πλοίου είχε ξεσπάσει διαφωνία για την επιλογή της πορείας προς το Κίελο. Οι δύο ανώτεροι αξιωματικοί, πάνω στο πλοίο, διαφωνούν για το αν θα πρέπει να πλεύσουν κοντά στην ακτή της Βαλτικής Θάλασσας ή στα ανοιχτά.
Tελικά, μιάμιση ώρα μετά την έξοδο από τον κόλπο, επιλέγεται να ακολουθήσουν τη δίοδο 58, ένα κανάλι που έχει καθαριστεί από τις νάρκες πριν από μερικές μέρες, αλλά που οδηγούσε σε πιο βαθιά νερά.
Τα πιο βαθιά νερά αύξαναν κατακόρυφα τον κίνδυνο για διασταύρωση με εχθρικό υποβρύχιο και για αυτόν ακριβώς το λόγο η απόφαση αποδείχτηκε μοιραία.
Το ρωσικό υποβρύχιο S13, στη ρότα του οποίου κατευθύνθηκε το «Γκούστλοφ», έψαχνε απεγνωσμένα για στόχους ευκαιρίας. Ο κυβερνήτης του, Αλεξάντερ Μαρινέσκο, είχε μόλις γλιτώσει την καθαίρεση και τον εξοστρακισμό στην καταδίκη των Γκούλαγκ, για μια υπόθεση «ανάρμοστου στενής σχέσης με υπήκοο καπιταλιστικού κράτους».
Την πρωτοχρονιά του ’45, είχε εγκαταλείψει τη σοβιετική βάση του Χάνκο στη Φινλανδία για να περάσει μία εβδομάδα παρέα με τη Σουηδέζα ιδιοκτήτρια ενός τοπικού εστιατορίου και αμέτρητα μπουκάλια βότκα. Η τελευταία ευκαιρία του Μαρινέσκο ήταν να επανορθώσει στο πεδίο της μάχης. Όντας υπόλογος στην παντοδύναμη NKVD του Λαβρέντι Μπερία, χρειαζόταν γρήγορα μια τρανταχτή επιτυχία για να αποφύγει τα κάτεργα.
Με τη θερμοκρασία στους -18 βαθμούς Κελσίου, ο παγετός στο κατάστρωμα του πλοίου, αλλά και στη συνοδό τορπιλάκατο «Λέβε», προκαλεί νέκρωση των οργάνων ηχοβολισμού και τα δύο σκάφη αναγκάζονται να τοποθετήσουν σκοπούς στα παγωμένα καταστρώματα για εντοπισμό υποβρυχίων.
Λίγο μετά τις 6 μ.μ. το σκάφος λαμβάνει σήμα πως ένας στολίσκος από ναρκαλιευτικά έρχεται από τα δυτικά. Ανάβουν τα φώτα ναυτιλίας για την αποφυγή πιθανής σύγκρουσης. Η απόφαση αυτή θα σφραγίσει την τύχη του Γκούστλοφ.
Δύο ώρες μετά ο σκοπός βάρδιας του σοβιετικού υποβρυχίου εντοπίζει αχνά φώτα ναυτιλίας μέσα στη χιονοθύελλα και σημαίνει συναγερμό. Ο Μαρινέσκο γυρίζει το S13 πάνω στον στόχο του και αρχίζει μεθοδικά την επίθεσή του. Οι τρεις από τις τέσσερις τορπίλες που εκτοξεύει βρίσκουν το στόχο τους, με αποτέλεσμα το Γκούστλοφ να πάρει αμέσως κλίση προς τα αριστερά.
Πάνω στο πλοίο εκτυλίσσονται σκηνές απόλυτου χάους και πανικού, καθώς οι χιλιάδες πρόσφυγες κατρακυλούν στο κεκλιμένο κατάστρωμα και πέφτουν στο νερό. Οι σωστικές λέμβοι δεν κατεβαίνουν γιατί οι μηχανισμοί τους έχουν παγώσει από το ψύχος. Μόνο εννέα σωσίβιες λέμβοι κατέβηκαν στη θάλασσα, ενώ αρκετές καταστράφηκαν όταν το πλοίο άρχισε να γέρνει προς τη μία πλευρά.
Το σκάφος βυθίστηκε σε περίπου 45 λεπτά, παίρνοντας μαζί του πάνω από εννέα χιλιάδες ψυχές (μεταξύ των οποίων περίπου 4.000 παιδιά). Το «Λέβε» και άλλα πλοία που έσπευσαν στην περιοχή, κατάφεραν να διασώσουν κάτι περισσότερο από 1000 ανθρώπους.
Η βύθιση του Γκούστλοφ λογίζεται ως η πιο πολύνεκρη θαλάσσια τραγωδία της ιστορίας, καθώς, μολονότι συνέβη εν καιρώ πολέμου, αφορούσε κατά τη συντριπτική πλειονότητα των θυμάτων άμαχο πληθυσμό.
Έχει χαρακτηριστεί πολλάκις (κυρίως από τη γερμανική άκρα δεξιά) ως σοβιετικό έγκλημα πολέμου, ωστόσο πρόσφατες έρευνες έχουν καταδείξει ότι συνδέεται με την απόλυτη ανευθυνότητα του Ναζιστικού καθεστώτος. Το πλοίο δεν έφερε, ως όφειλε, διακριτικά του Ερυθρού Σταυρού, αλλά ήταν βαμμένο με το γκρι του γερμανικού ναυτικού και έφερε αντιπυραυλικά όπλα (τα οποία λόγω του ψύχους είχαν παγώσει και αποδείχτηκαν τελείως άχρηστα).
Τις επόμενες δύο ημέρες, από το ναυάγιο, το ρωσικό υποβρύχιο καταδιώχθηκε, χωρίς όμως αποτέλεσμα, με συνέπεια, στις 10 Φεβρουαρίου, να βυθίσει και άλλο ένα μεγάλο γερμανικό επιβατηγό πλοίο, το «Γκενεράλ φον Στόιμπεν», παρασύροντας στο θάνατο περισσότερους από 3.000 Γερμανούς.
Παρά τις εν λόγω τραγωδίες, η γερμανική ναυτική ηγεσία κατάφερε να φέρει σε πέρας την αποστολή εκκένωσης, μεταφοράς και διάσωσης των υπηκόων της, χρησιμοποιώντας δέκα μεγάλα σκάφη.
Αν ληφθεί υπ’ όψη ότι τον Ιανουάριο του 1945 μεταφέρθηκαν δια θαλάσσης 2.000.000 άτομα, εκ των οποίων μόνο περίπου 30.000 χάθηκαν, μεταξύ των οποίων και τα θύματα των δύο αυτών πολύνεκρων ναυαγίων, τότε μάλλον δίκαια χαρακτηρίστηκε η επιχείρηση, από το Ναύαρχο Καρλ Ντένιτς, ως η σπουδαιότερη της «Kriegsmarine» (Γερμανικό Πολεμικό Ναυτικό) σε όλη τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Έως και σήμερα το ναυάγιο, που έχει λάβει το χαρακτήρα «πολεμικού τάφου», παραμένει ανεξερεύνητο, στο βυθό της Βαλτικής Θάλασσας. Λόγω της έντονης φημολογίας, που προκλήθηκε από τις μαρτυρίες κάποιων επιζώντων, ότι μετέφερε αμύθητο χρυσάφι (συνολικού βάρους τριών τόνων), το πλοίο έχει λάβει θρυλικές διαστάσεις για υποβρύχιους κυνηγούς θησαυρών.
Ο Φιλ Σέιερς, πρώην επαγγελματίας δύτης, εξέδωσε το 2013 το βιβλίο «The search for Baltic Gold» («Η Έρευνα για το Χρυσό της Βαλτικής»), έχοντας ως βάση τις διηγήσεις του Ρούντι Λάνγκε, 17χρονου τότε ασυρματιστή του σκάφους, που έστειλε το SOS μετά τον τορπιλισμό του πλοίου από το S13.
Σύμφωνα με αυτόν, τα κιβώτια με τις ράβδους χρυσού αποθηκεύτηκαν σε σουΐτα που είχε ετοιμαστεί και διαμορφωθεί ειδικά για τον Αδόλφο Χίτλερ και τέθηκε υπό ένοπλη φρουρά.
Ο Σέιερς έκανε καταδύσεις στο ναυάγιο το 1988 και ανακάλυψε πως το πλοίο είχε σπάσει σε κομμάτια και καταρρεύσει εντελώς, με τον ίδιο να εκτιμά πως ο χρυσός βρίσκεται θαμμένος κάτω από τόνους μετάλλου.
Λόγω του ενδιαφέροντος από κυνηγούς θησαυρών, οι πολωνικές αρχές έχουν απαγορεύσει την προσέγγιση του ναυαγίου σε απόσταση μικρότερη των 500. Σε κάθε τέτοια απαγόρευση βέβαια αντιστοιχούν πολλοί παραβάτες, που εν προκειμένω αναζητούν το χαμένο θησαυρό του Γ’ Ράιχ στον πιο μαζικό υγρό τάφο της ιστορίας.