Ο «επιθανάτιος ρόγχος» του Τομ Χανκς: Η ταινία που 43 κομπάρσοι πέθαναν πριν πάρει το Όσκαρ

Μια απίστευτη ιστορία για μια ανατρεπτική ταινία

Είναι μία από τις ταινίες που αν έχεις δει δεν γίνεται να ξεχάσεις. Η πρωτότυπη θεματολογία και οι έξοχες ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστών είναι δύο από τα στοιχεία που τη διατηρούν ανθεκτική στο χρόνο. Κυρίως όμως ο αντισυμβατικός, αιχμηρός, χαρακτήρας της. Είναι η πρώτη ταινία που έθιξε με τόσο έντονο τρόπο την ομοφοβία και τον κοινωνικό ρατσισμό, που αντιμετώπιζαν οι φορείς του AIDS, στα πρώτα χρόνια εμφάνισης της νόσου.

To 1979 o 26χρονος δικηγόρος Τζέφρι Μπάουερς προσλαμβάνεται από ένα δικηγορικό γραφείο στη Νέα Υόρκη. Είναι εξαιρετικά καλλιεργημένος – γνωρίζει πέντε γλώσσες εκτός αγγλικών – και δεινός στη ρητορεία. Δεν αργεί να μπει στο «μάτι» του νομικού γραφείου Baker & McKenzie, που εκείνη την εποχή αναλάμβανε σπουδαίες υποθέσεις σχεδόν σε κάθε άκρη των ΗΠΑ.

Ο Μπάουερς προσλαμβάνεται ως συνεργάτης για ειδικές υποθέσεις και το Μάιο του 1986 τα πάει περίφημα στις ετήσιες αξιολογήσεις της εταιρείας, κερδίζοντας τα εύσημα από τους προϊσταμένους του.

Δύο μήνες αργότερα έρχονται τα πάνω-κάτω, λόγω ενός δραματικού γεγονότος. Τα αφεντικά της εταιρείας αποφασίζουν να τον απολύσουν, χωρίς να ακολουθήσουν τις συνήθεις διαδικασίες, ήτοι διαβούλευση με τον προϊστάμενό του ή εξέταση του καταλόγου των πελατών του και των χρεωστικών ωρών.

Οι προϊστάμενοι του αντιτίθενται στην απόφαση αυτή, καθυστερώντας την απόλυση. Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου, 12 από τους 15 εταίρους της φίρμας ψηφίζουν υπέρ της απόλυσης του και στις 5 Δεκεμβρίου 1986 ο Τζέφρι φεύγει οριστικά από την Baker & McKenzie. Το μυστικό του είχε μαθευτεί.

Με αφορμή την εμφάνιση κάποιων σημαδιών στο πρόσωπο του, τα αφεντικά είχαν ψάξει και ενημερωθεί: ο υπάλληλος τους ήταν ομοφυλόφιλος και τον Απρίλιο του 1986 είχε διαγνωστεί με AIDS.

Ο νεαρός δικηγόρος προσέφυγε στο Τμήμα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Νέας Υόρκης, το οποίο τον Ιούλιο του 1987 διεξήγαγε τις πρώτες ακροάσεις για την υπόθεση. Η αντίπαλη πλευρά υποστήριζε ότι ο Τζέφρι δεν είχε καλή επίδοση στη δουλειά του και ότι οι δερματικές ανωμαλίες στο πρόσωπο και στο σώμα του προκαλούσαν προβλήματα. Η υπόθεση πήρε το δρόμο προς τις δικαστικές αίθουσες.

Ο Τζέφρι ήταν όμως ήδη βαριά άρρωστος. Δεν πρόλαβε τις εξελίξεις. Πέθανε δύο μήνες μετά, το Σεπτέμβρη του 1987, στη Βοστώνη, ενώ ένα χρόνο αργότερα πέθανε, επίσης από AIDS και ο επί σειρά ετών σύντροφός του, ο συγγραφέας Άλεξ Λόντρες.

Η δικαίωση ήρθε μόλις τον Δεκέμβριο του 1993, ενώ η υπόθεση έκλεισε οριστικά το 1995 όταν η Baker & McKenzie απέσυρε την έφεση που έκανε και προχώρησε σε «εμπιστευτική διευθέτηση του ζητήματος» με την οικογένεια του Τζέφρι.

Θα έχετε αντιληφθεί πιθανότατα ότι αναφερόμαστε στο φιλμ «Φιλαδέλφεια» και την αληθινή ιστορία που την ενέπνευσε. Η ταινία προβλήθηκε το 1993 και σημείωσε μεγάλη επιτυχία, προβληματίζοντας το κοινό με την προβολή και έκταση που έδωσε σε ένα θέμα που ακόμα ήταν τότε taboo.

Και φυσικά με τη διάσταση της ομοφοβικής αντιμετώπισης των φορέων του AIDS και την περιθωριοποίηση τους από το κοινωνικό σύστημα. Έθετε το θεατή ευθέως αντιμέτωπο με τις προκαταλήψεις και τα ομοφοβικά αντανακλαστικά του, προβάλλοντας ένα ζευγάρι ομοφυλόφιλων, που εκτός από τη θανάσιμη περιπέτεια υγείας κατάντησαν και απόκληροι, περίπου ως εγκληματίες, από τον περίγυρό τους.

Η ιστορία του Μπάουερς ενέπνευσε, αλλά (υποτίθεται ότι) δεν μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη. Η παραγωγή απέφυγε την απευθείας αναφορά και ο κεντρικός ήρωας, τον οποίο υποδύθηκε ο Τομ Χανκς, λεγόταν Άντριου Μπέκετ. Με λίγα λόγια δεν υπήρξε συνεννόηση με την οικογένεια του Μπάουερς για την παροχή πνευματικών δικαιωμάτων και αυτό οδήγησε σε ρήξη μαζί της.

Αρχικά η οικογένεια κατέθεσε αγωγή, υποστηρίζοντας ότι το σενάριο βασίστηκε στη ζωή του Τζέφρι και πώς ο παραγωγός Σκοτ Ρούντιν τους εξαπάτησε όταν τους είπε πως θέλει να μάθει για την ιστορία του γιού τους προκειμένου να εμπνευστεί από αυτήν.

Ισχυρίστηκαν, μάλιστα, ότι 54 σκηνές της ταινίας ήταν πιστή αντιγραφή γεγονότων από τη ζωή του Τζέφρι και πως ήταν αδύνατο να τα γνωρίζει κάποιος αν δεν του τα είχαν αφηγηθεί. Και αυτή η υπόθεση έφτασε στα δικαστήρια, το 1996, με τους δημιουργούς της ταινίας να παραδέχονται πως το σενάριο «βασίστηκε εν μέρει» στη ζωή του νεαρού δικηγόρου.

Άλλη μια άγνωστη πτυχή της ταινίας που έχει ενδιαφέρον είναι ότι η πρώτη επιλογή του σκηνοθέτη Τζόναθαν Ντέμι, για να υποδυθεί τον ομοφυλόφιλο δικηγόρο, ήταν ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις, ο οποίος, ωστόσο, αρνήθηκε προκειμένου να πρωταγωνιστήσει στην ταινία «Εις το Όνομα του Πατρός».

Εν τέλει οι δύο πρωταγωνιστές τέθηκαν αντιμέτωποι για το Όσκαρ Α’ ανδρικού ρόλου το 1993, με το χρυσό αγαλματίδιο να απονέμεται στον Τομ Χανκς. Η ταινία προτάθηκε για άλλα τέσσερα Όσκαρ, κερδίζοντας και αυτό του Καλύτερου Τραγουδιού για το «Streets of Philadelphia» του Μπρους Σπρίνγκστιν.

Η απίστευτη παράμετρος ωστόσο που σχετίζεται με την ταινία είναι ότι 43 από τους κομπάρσους δεν ζούσαν όταν ο Χανκς παρέλαβε το Όσκαρ. Οι παραγωγοί είχαν προσλάβει 53 φορείς του AIDS ως κομπάρσους. Σύμφωνα με όσα έγιναν γνωστά, μόλις 10 ήταν ζωντανοί ένα χρόνο αργότερα. Οι υπόλοιποι είχαν πεθάνει από επιπλοκές της νόσου, στους οποίους λέγεται ότι αναφέρθηκε, δακρυσμένος, ο σπουδαίος ηθοποιός, μετά την παραλαβή του βραβείου του:

«Ο παράδεισος είναι γεμάτος με αγγέλους, που τους αγκάλιασε ο Δημιουργός και τους γιάτρεψε τον πυρετό, τους απάλυνε τον πόνο, τους καθάρισε τα σώματα από τα σημάδια και είναι, πια, αναπαυμένοι και ήσυχοι».

Στην ταινία υπάρχει και μια σκηνή η οποία κόπηκε. Είναι αυτή που δείχνει τον «Άντριου» και τον σύντροφό του «Μιγκέλ» (Αντόνιο Μπαντέρας) να είναι ξαπλωμένοι στο κρεβάτι και να συνομιλούν για την ασθένεια, με το δεύτερο να τονίζει ότι κάποια στιγμή θα είναι θεραπεύσιμη. Ο σκηνοθέτης είχε πει πως έκοψε την σκηνή γιατί «έριχνε τον ρυθμό της ταινίας», αν και ακούστηκε πως δεν ήθελε να σοκάρει με την εικόνα των δυο ανδρών στο κρεβάτι.

Αντίθετα με ότι συνέβη στην πραγματικότητα, ο κινηματογραφικός Άντριου Μπέκετ ήταν ζωντανός όταν το δικαστήριο απεφάνθη υπέρ του (καταλογίζοντας του αποζημίωση 4,5 εκατ. δολαρίων). Δεν ήταν παρών, καθώς είχε λιποθυμήσει κατά τη διάρκεια της δίκης και μεταφέρθηκε, σχεδόν ετοιμοθάνατος, στο νοσοκομείο.

Εκεί τον επισκέπτεται ο ομοφοβικός δικηγόρος του, Τζο Μίλερ (Ντένζελ Ουάσινγκτον) και είναι η στιγμή που ξεπερνά το φόβο του αρκετά, ώστε να αγγίξει το πρόσωπο του.

Είναι η σκηνή που συνοψίζει όλη την ουσία. Ένα κατευόδιο στοργής, μια ζεστή χειρονομία παρηγοριάς – βάλσαμο έστω και στο παρά ένα για μια ταλαιπωρημένη ψυχή, που αναζητά γαλήνη στον επιθανάτιο ρόγχο της. Και είναι η ταινία που προέτρεψε πολύ κόσμο να αποτινάξει την στάμπα του «λεπρού» πάνω από έναν ομοφυλόφιλο ή φορέα του AIDS, διαφημίζοντας με μαεστρικό τρόπο το δικαίωμα να μη θεωρούνται παιδιά ενός κατώτερου Θεού.