Όλοι έχουμε γούρια. Πιστεύεις-δεν πιστεύεις στην τύχη, σίγουρα υπάρχει κάποιο αντικείμενο ή συνήθεια που (θεωρείς ότι) βοηθάει τα πράγματα να σου πάνε καλά.
Ένα κρεμαστό που σου χάρισε η γιαγιά σου και κουβαλάει την ευχή της. Μια συγκεκριμένη διαδρομή που κάνεις πάντα σε σημαντικές ημέρες.
Το τζιν που φορούσες όταν έχασες ό,τι πολυτιμότερο είχες και το φοράς συνεχώς από τότε με την ελπίδα να ξανακεράσεις.
Αν το πάμε, δε, στον αθλητισμό, εκεί είναι που γίνεται χαμός από προκαταλήψεις. Από τον μεγαλύτερο αθλητή του κόσμου μέχρι τον τελευταίο κατσαπλιά σε ομάδα του Γ’ τοπικού όλοι τους κουβαλάνε κάποιο γούρι.
Κάτι που νομίζουν ότι απογειώνει τις επιδόσεις τους και χωρίς το οποίο τα πράγματα αποκλείεται να πάνε καλά.
Από πού να ξεκινήσεις και πού να τελειώσεις… Από το θρυλικό κοντομάνικο του Αλέφαντου (που το φοράει ακόμα και στο -12) μέχρι το κολεγιακό σορτσάκι του Μάικλ Τζόρνταν (που το φορούσε πάντοτε κάτω από το κανονικό του).
Και από την απαράβατη εντολή του Γιάννη Ιωαννίδη να βάζει ΠΑΝΤΑ το τελευταίο καλάθι στην προθέρμανση ο Νίκος Φιλίππου μέχρι την απαράβατη ιεροτελεστία του Κάρλος Ζέκα:
Ο οποίος αντάλλαζε λαβαράκι με τον αρχηγό της άλλης ομάδας και αφού το έδινε στον φροντιστή του Παναθηναϊκού, έπρεπε… απαραιτήτως να του τρίψει ελαφρώς το αυτί.
Είναι εκατοντάδες λοιπόν οι αστέρες των σπορ που πιστεύουν στην τύχη. Είναι ακόμα περισσότερες εκατοντάδες τα γούρια με τα οποία θεωρούν ότι την τραβούν με το μέρος τους.
Και εξαίρεση σε αυτό τον κανόνα δεν αποτέλεσε ούτε ο θρυλικός Πελέ.
Ανεξάρτητα από το αν κάποιος συμπαθεί το «μαύρο διαμάντι» ή επηρεάζεται από το πόσο φραγκοφονιάς αποδείχθηκε μετά τη λήξη της καριέρας του, κανείς δεν μπορεί να μην παραδεχθεί ότι αποτελεί μύθο.
Ακόμα κι αν μετράει και τα γκολ που πέτυχε στις παραλίες της Κόπα Καμπάνα, τα συνολικά 1.281 που του αποδίδονται συνολικά στην καριέρα του είναι αριθμός που προκαλεί ζάλη.
Κι όμως! Υπήρξε μια περίοδος που ακόμα και το «πολυβόλο» Πελέ… μπούκωσε. Που έβλεπε το τέρμα σαν σπιρτόκουτο. Και η αποτελεσματικότητά του θύμιζε τον εκτελεστή Τζίμη Πατίκα…
Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’60, λοιπόν, ο Βραζιλιάνος παιχταράς εμφανιζόταν απίστευτα ντεφορμέ. Ξαφνικά η σχέση του με τα δίχτυα -από ερωτική- έγινε σαν αυτή τσιλιμπούρδα συζύγου με τη γυναίκα του αφότου εκείνη ανακάλυψε ότι την απατούσε.
Όπως είναι λογικό, η πρωτοφανής δυστοκία είχε προκαλέσει αναβρασμό. Η διοίκηση της Σάντος ψαχνόταν και οι οπαδοί αναρωτιόνταν τι μπορεί να του συνέβαινε.
Ακόμα πιο ανήσυχος όμως ήταν ο ίδιος ο Πελέ. Έσπαγε το κεφάλι του για το μπορεί να φταίει. Και έψαχνε εναγωνίως τον λόγο που μπορεί να τον είχε πάρει η κάτω βόλτα.
Τα ‘φερε λοιπόν από ‘δω, τα ‘φερε από ‘κει και εντέλει κατέληξε. Ο λόγος της κακοδαιμονίας και της απίστευτης γρουσουζιάς ήταν ένας: Tο γεγονός πως μετά από ένα παιχνίδι της Σάντος είχε δώσει σε έναν οπαδό την «τυχερή» του φανέλα!
Κάπως έτσι η μόνη λύση ήταν να την ξαναπάρει στα χέρια του. Να αγωνιστεί ξανά με εκείνη. Κι ήταν τόσο αποφασισμένος να τα καταφέρει, που επιστράτευσε ακόμα και ιδιωτικό ντετέκτιβ για να βρει τον άγνωστο οπαδό και να φέρει πίσω το γούρι του.
Το φοβερό είναι πως τελικά ο ερευνητής τα κατάφερε. Του έφερε τη φανέλα που τόσο λαχταρούσε. Και το ακόμα φοβερότερο; Ο Πελέ -απαλλαγμένος πλέον από το άγχος- άρχισε να βρίσκει τον εαυτό του. Και πεπεισμένος ότι τίποτα πια δεν μπορεί να τον σταματήσει, ξεκίνησε πάλι να φορτώνει τα δίχτυα με γκολ!
Κανονικά λοιπόν αυτό είναι το σημείο του παραμυθιού όπου λέγεται το «ζήσαν’ αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα». Και ίσως έτσι θα έπρεπε να τελειώσει κι αυτή η ιστορία. Γιατί επίσης αποδείχθηκε παραμύθι!
Με το πέρασμα του χρόνου να αποκαλύπτει τελικά ότι ο ντετέκτιβ είχε κάνει λαμογιά. Είχε έρθει πιθανότατα σε συνεννόηση με τη Σάντος. Και η φανέλα που παρέδωσε στον Πελέ ήταν απλώς εκείνη που… φορούσε στο προηγούμενο παιχνίδι της ομάδας!
Ποιος ξέρει… Ίσως αν δεν «κορόιδευε» τον πελάτη του, η ιστορία του παγκόσμιου ποδοσφαίρου να ήταν διαφορετική.
Χωρίς… ανταγωνισμό για τον Μαραντόνα στο μεγαλύτερο δίλημμα όλων των εποχών και με τον «καταραμένο» Πελέ να τρέχει (ακόμα) σε μάγισσες/σε χαρτορίχτρες…