Κάθε χρόνο στις πόλεις της Βολιβίας, στους πρόποδες ή στα ψηλά των Άνδεων, ξεσπά ένα κύμα βίας. Δύο άτομα ξεκινούν τον καυγά με γυμνά χέρια. Σύντομα εκατοντάδες άλλοι ακολουθούν στον ίδιο δρόμο. Συνήθως μετά από τρεις μέρες χρειάζεται η επέμβαση της αστυνομίας για να χωρίσει τους αντιμαχόμενους «στρατούς». Καμιά φορά οι ειδικές δυνάμεις εμφανίζονται νωρίτερα λόγω κάποιου θανάτου. Το πλήθος διαλύεται, ενώ το αίμα ποτίζει τη σκληρή νοτιοαμερικανική γη. Όλα έγιναν όπως προστάζει η παράδοση και «απαιτεί» η φύση. Στο Tinku, το πραγματικό Fight Club, ο κανόνας είναι ένας, αλλά αυστηρός. Η βία γεννιέται, εκδηλώνεται και πεθαίνει μέσα σε ένα τριήμερο, μετά απαγορεύονται όλα.
Από τα βάθη του χρόνου
Οι ρίζες του εθίμου χάνονται στα βάθη της ιστορίας. Εκεί που βρέθηκαν και εκατομμύρια ιθαγενείς κάτοικοι της Λατινικής Αμερικής μετά την έλευση των Ευρωπαίων κατακτητών. Οι απόγονοι όσων σώθηκαν από τις λόγχες και τα μουσκέτα που κουβάλησαν μαζί τους οι κονκισταδόρες κρατούν ακόμη κάποιες από τις παραδόσεις που τόσο βίαια προσπάθησαν να τους ξεριζώσουν οι ξένοι που έγιναν αφεντικά της περιοχής.
Μια τέτοια είναι το Tinku. Μια αρχαία τελετή που υμνεί τη φύση. Μια παράκληση προς την «Pachamama», τη Μητέρα-Γη, για να δείξει έλεος και να μην ζητήσει εκδίκηση για όσα υπομένει από τους ανθρώπους. Καλύτερη σοδειά, μικρότερες καταστροφές από τον καιρό την επόμενη χρονιά, με αντάλλαγμα λίγο από το αίμα των χωρικών.
Λίγοι κανόνες
Χρόνο με το χρόνο, το Tinku μετατράπηκε σε τουριστική ατραξιόν. Σίγουρα στο άπειρο από τέτοιες καταστάσεις μάτι ενός επισκέπτη, λίγα πράγματα από όσα βλέπει βγάζουν κάποιο νόημα. Από νωρίς, μεμονωμένα ή σε μεγαλύτερα γκρουπ, άτομα όλων των ηλικιών συγκεντρώνονται στο προκαθορισμένο σημείο συνάντησης. Αρκετοί ντυμένοι με παραδοσιακές στολές, άλλοι με κράνη και πανοπλίες της περιόδου της ισπανικής κατοχής. Ορισμένοι φορώντας απλά τα καθημερινά ρούχα τους.
Σύντομα σχηματίζονται τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Χωρικός εναντίον χωρικού ανταλλάσουν τις πρώτες γροθιές. Δίχως ιδιαίτερη τεχνική ή στυλ. Όσο περνάει η ώρα, τα ζευγάρια αλλάζουν. Στο κόλπο μπαίνουν και οι γυναίκες, ενώ αργότερα το… σπορ γίνεται πιο ομαδικό. Γειτονιά εναντίον γειτονιάς. Χωριό εναντίον χωριού. Περιοχή εναντίον περιοχής. Σ’ αυτό το σημείο ίσως φύγουν και οι πρώτες πέτρες, τις οποίες κουβαλά η κάθε ομάδα από τη γη της. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα η ένταση και οι καυγάδες σταματούν. Όλοι έχουν δικαίωμα στην ανάπαυση, στη στάση για φαγητό ή για ένα ποτηράκι σπιτικού αλκοόλ. Καθώς η μέρα περνά, το ξύλο χοντραίνει και σχεδόν πάντα καταλήγει περίπου όπως οι καυγάδες στο χωριό του Αστερίξ. Μια ατέρμονη κωλοπατσινάδα που τελειώνει με ντου της αστυνομίας ή ακόμη και του στρατού.
Είναι τόσο βίαιοι αυτοί οι άνθρωποι;
Εύκολα μπορεί κανείς να φτάσει στο συμπέρασμα ότι ένας λαός με τέτοιες συνήθειες δεν μπορεί παρά να είναι βίαιος. Πού αλλού να πάει το μυαλό σου όταν για 2-3 μέρες τους βλέπεις να πίνουν «τσίκα» (κάτι σαν μπύρα) και να χτυπιούνται δίχως έλεος και ιδιαίτερους κανόνες; Κι όμως… Σύμφωνα με τους αριθμούς και τις στατιστικές, τα βιβλία συμβάντων των τοπικών αστυνομικών τμημάτων σπάνια καταγράφουν αντίστοιχες επιθέσεις κατά τη διάρκεια της υπόλοιπης χρονιάς.
Όπως μπορεί να καταλάβει κανείς, πέρα από μια ευκαιρία να τιμηθεί η Μητέρα-Φύση, οι ντόπιοι φροντίζουν να λύνουν και πολλές από τις προσωπικές διαφορές τους. Φιλονικίες για χωράφια, νερό, κοπάδια ή έρωτες μπαίνουν στην άκρη και βγαίνουν ξανά στην επιφάνεια εκείνες τις μέρες. Άνθρωποι που εργάζονται τόσο σκληρά όσο αυτοί, δεν έχουν την πολυτέλεια να σπαταλούν χρόνο και δυνάμεις σε καθημερινούς διαξιφισμούς. Όλα λύνονται στο Tinku, τον υπόλοιπο καιρό στη μάχη για την επιβίωση στις Άνδεις δεν περισσεύει κανείς.
Με την ευλογία του κράτους
Στο παρελθόν οι κυβερνήσεις της Βολιβίας προσπάθησαν να περιορίσουν το Tinku. Βέβαια οι «κυβερνήσεις» (συχνά στρατιωτικές δικτατορίες ή απλά ανδρείκελα) πάντα έβρισκαν τρόπους για να αδικούν τους ιθαγενείς ντόπιους πληθυσμούς. Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσονται τεράστιες ταραχές που ξέσπασαν κατά καιρούς για τον έλεγχο του νερού ή των αποθεμάτων ορυκτών καυσίμων από ιδιωτικές εταιρείες. Πολλά από αυτά άλλαξαν όταν ο Έβο Μοράλες, ιθαγενής και ο ίδιος, ανέλαβε τις τύχες του κράτους.
Τα χρήματα που προέρχονται από τον τουρισμό δεν τα μίσησε σχεδόν ποτέ κανείς. Και το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση της Βολιβίας. Το Tinku δεν περιλαμβάνει μόνο ξύλο δίχως κανόνες, αλλά και χορευτικά τελετουργικά που εντάσσονται στο ίδιο φολκλορικό πλαίσιο. Εκείνο που μένει αναλλοίωτο στο χρόνο είναι η βεβαιότητα εκείνων που το παρακολουθούν είναι πως δεν πρόκειται για μια στημένη παράσταση για τα μάτια των «γκρίνγκος». Είναι μια γνήσια ανθρώπινη έκφραση. Διαφορετική σίγουρα. Βίαια, επίσης. Αλλά 100% αυθεντική και αληθινή. Όπως και το αίμα που ποτίζει το χώμα των Άνδεων για λίγες μέρες κάθε χρόνο ως θυσία και ελάχιστη ανταπόδοση στη φύση, που ακόμη ανέχεται ενέργειες και δραστηριότητες που θα έπρεπε να θεωρούνται βίαιες και απαράδεκτες.
Όσο παράλογο κι αν μοιάζει, το Tinku δεν είναι τέτοιο. Είναι απλά η βαλβίδα ασφαλείας που επιτρέπει στο θυμό και την οργή να εκφραστούν σχεδόν ελεγχόμενα. Και μέσω αυτής της εκτόνωσης, να διασφαλιστεί η κοινωνική ειρήνη σε έναν τόπο που σπάνια μπορεί να την απολαύσει. Και του χρόνου, μάγκες!