Στο θάλαμο αερίων από ένα λάθος τηλεφώνημα: Η απάνθρωπη εκτέλεση του διασημότερου θανατοποινίτη των ΗΠΑ

«Αφήστε με να ζήσω», έγραψε με τέσσερα βιβλία του από τη φυλακή ο ακτιβιστής - θανατοποινίτης. Τον άφησαν οχτώ φορές. Η ένατη ζωή... άργησε για λίγα δευτερόλεπτα

Δακτυλογράφησε τις τελευταίες επιστολές σε φίλους και υποστηρικτές. Μία ημέρα πριν είχε ολοκληρώσει τη συγγραφή του τέταρτου βιβλίου του. Έφαγε το γεύμα που προοριζόταν να είναι το ύστερο και αποχαιρέτησε ξανά τους συντρόφους θανατοποινίτες. Η διαδικασία του ήταν οικεία, σχεδόν ρουτίνα. Για άλλη μια φορά δεν ήξερε αν θα επιστρέψει από το διαβόητο έκτο όροφο του θαλάμου αερίων. Στα 11 χρόνια φυλάκισης του ο πιο διάσημος τότε θανατοποινίτης του κόσμου είχε λάβει οχτώ φορές χάρη. Ο δικηγόρος του είχε επιδοθεί σε ένα ακόμη αγώνα δρόμου για να πετύχει την 9η αναβολή εκτέλεσης.

Ήταν 2 Μαΐου του 1960 και στις 10:00 το πρωί ακριβώς θα απελευθερώνονταν τα κυανιούχα σφαιρίδια μέσα στον θάλαμο αερίων. «Θα σας δω το πρωί», είπε ο Κάριλ Τσέσμαν στους 18 υπόλοιπους μελλοθάνατους της ειδικής πτέρυγας. Με την ελπίδα (;) ότι η δικαιοσύνη θα του κλείσει ξανά το μάτι και το επόμενο πρωί θα τον έβρισκε ξανά στο Κελί «2455».

Στις 9:00 το πρωί τo ανώτατο πολιτειακό δικαστήριο απέρριψε την αίτηση χάριτος με ψήφους 4-3. Διαβλέποντας τις εξελίξεις, ο συνήγορος Τζορτζ Ντέιβις είχε προνοήσει, στέλνοντας ανάλογο αίτημα στον τακτικό δικαστή μία μέρα νωρίτερα. Με τη ζωή του πελάτη του να κρέμεται από μια κλωστή, έφυγε αμέσως για το γραφείο του δικαστή, μερικά τετράγωνα παρακάτω.

Το αίτημα δεν είχε όμως διαβαστεί έγκαιρα. Απέμενε μόνο ένα λεπτό από την εκτέλεση της θανατικής ποινής, όταν και έγινε δεκτό. Ο δικαστής ενέκρινε την πράξη επιείκειας και η γραμματέας του έπρεπε να τηλεφωνήσει στον διευθυντή των φυλακών για να ματαιωθεί η διαδικασία. Η τύχη του Τσέσμαν όμως είχε στερέψει με τον πιο ειρωνικά τραγικό τρόπο. Από τη βιασύνη της η γραμματέας πήρε λάθος νούμερο στην πρώτη απόπειρά της.

Εκείνα τα χαμένα δευτερόλεπτα αποδείχτηκαν μοιραία…

Όταν πια ο διευθυντής των φυλακών δέχτηκε το τηλεφώνημα, τα φονικά σφαιρίδια είχαν σπάσει και η απόπειρα να ανοίξει ο θάλαμος αερίων χαρακτηρίστηκε εξαιρετικά επικίνδυνη για το προσωπικό.

Λίγη ώρα αργότερα ο Κάριλ Τσέσμαν θα έβγαινε, στα 39 χρόνια του, νεκρός από τις φυλακές του Σαν Κουέντιν της Καλιφόρνια. Καταδικασμένος για ένα έγκλημα που δεν είχε διαπράξει. Και με την κοινή γνώμη των ΗΠΑ να βράζει κατά τη αναλγησίας του ποινικού και σωφρονιστικού συστήματος της Καλιφόρνια.

Ο Τσέσμαν δεν ήταν μπουμπούκι, κάθε άλλο. Εγκληματίας περιοπής, με κατάμαυρο ποινικό μητρώο, έκανε από την εφηβική ηλικία περατζάδα σε αναμορφωτήρια και πέρασε τέσσερα χρόνια στη φυλακή (1943-1947), ως «εγκέφαλος» συμμορίας ενόπλων ληστειών.

Ξεκίνησε την παράνομη δράση του ως κλεφτρόνι σε νεαρή ηλικία, λόγω ανέχειας. Η ανεργία και τα οικονομικά προβλήματα οδήγησαν στην κατάθλιψη και σε δύο απόπειρες αυτοκτονίες τον πατέρα του, ενώ η μητέρα του έμεινε παράλυτη σε σοβαρό τροχαίο, όταν εκείνος ήταν 8 ετών.

Ο πιτσιρικάς εξεγείρεται κατά των γονιών του και επιδίδεται σε σωρεία μικροεγκλημάτων για να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Η παρανομία γίνεται δεύτερη φύση του και τα μπλεξίματα με τη δικαιοσύνη τρόπος ζωής.

Η τετρατής φυλάκιση δεν τον συνετίζει. Το 1948, σε ηλικία 27 ετών, συλλαμβάνεται στο Λος Άντζελες ως ύποπτος για μια σειρά διαβόητων ληστειών και σεξουαλικών εγκλημάτων. Ο Τύπος είχε αποκαλέσει το δράστη «Ληστή των Κόκκινων Φαναριών», καθώς καραδοκούσε για ζευγαράκια σε γνωστά κακόφημα σημεία της πόλης.

Παριστάνοντας τον αστυνομικό, σταματούσε τα αυτοκίνητα, έπαιρνε ό,τι μπορούσε να κλέψει και δύο φορές επιδόθηκε σε βιασμό της γυναίκας.

Η αστυνομία δεν είχε καταλήξει αν ο «Ληστής των Κόκκινων Φαναριών» ήταν ένα πρόσωπο ή μια σειρά εγκληματιών με παρόμοιο τρόπο δράσης. Παρά τις φημολογίες και το μη τελεσίδικο των ερευνών, ο Τσέσμαν κατηγορείται για όλα τα εγκλήματα που αποδίδονται στο «δράκο» και ακολούθως ισχυρίζεται ότι η ομολογία του αποσπάται έπειτα από βαρύτατο ξυλοδαρμό του.

Τα στοιχεία τον υποδεικνύουν ως δράστη σε τουλάχιστον δύο περιπτώσεις σεξουαλικών επιθέσεων. Δύο γυναίκες καταθέτουν ότι αφού τις έκλεψε, τις ανάγκασε σε στοματικό έρωτα προκειμένου να μην τις βιάσει. Το τελικό κατηγορητήριο τον εμπλέκει σε 17 υποθέσεις που κυμαίνονται από κλοπή μέχρι και απαγωγή.

Για περιπτώσεις απαγωγής η δικαιοσύνη στην Καλιφόρνια ήταν αμείλικτη. Ο σκληρός νόμος που είχε ψηφιστεί το 1933, μετά την απαγωγή του γιου του πιλότου Τσαρλς Λίντμπεργκ, ενείχε βαρύτατες ποινές για τους απαγωγείς και το πιο παράδοξο, χαρακτήριζε τέτοιους ακόμα και αν δεν ήταν…

Στη συγκεκριμένη περίπτωση απαγωγή θεωρήθηκε το γεγονός ότι ο Τσέσμαν τράβηξε από το αυτοκίνητο τις δύο γυναίκες και τις έσυρε μερικά μέτρα. Κάθε αδίκημα που απτόταν του «Νόμου Λίντμπεργκ», όπως τον έλεγαν, επέσυρε δύο ποινές: είτε θανατική καταδίκη είτε στην καλύτερη περίπτωση ισόβια!

Ο Τσέσμαν αρχικά, αρνήθηκε την εκπροσώπηση από δικηγόρο, θεωρώντας ότι θα μπορούσε επαρκώς να υπερασπιστεί ο ίδιος τον εαυτό του. Η συμπεριφορά του εκλήφθηκε αλαζονική και οι δημόσιοι κατήγοροι βρήκαν ένα ακόμη πάτημα να τον αποτελειώσουν.

Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας συνέβη και κάτι που δεν έχει αναφερθεί ξανά στα δικαστικά χρονικά. Η στενογράφος της δίκης πέθανε από τις πρώτης ημέρες και αντικαταστάθηκε από μια αλκοολική συγγενή του εισαγγελέα! Αργότερα κατηγορήθηκε ότι έγραφε ό,τι ήθελε, κάνοντας αλλαγές στις καταθέσεις των αυτόπτων μαρτύρων, ούσα «τύφλα» στο δικαστήριο και υποκινούμενη από το μίσος της για το «τέρας».

Ο Τσέσμαν δεν είχε ασφαλώς τη νομική υποδομή για να αντιπαρατεθεί σε αυτή την απόφαση. Όταν πια το φιάσκο της αυτο-υπεράσπισης ανάγκασε την πολιτεία να του αναθέσει δικηγόρο, η κατάσταση ήταν μη αναστρέψιμη.

Ο συντηρητικός Τύπος της εποχής έπαιξε ασφαλώς το ρόλο του, με πρωτοσέλιδους τίτλους για τον «διεστραμμένο ψυχοπαθή», το «τέρας» και το «δράκο των κόκκινων φαναριών».

Οι ένορκοι κατέληξαν ότι μια από τις «απαγωγές» του Τσέσμαν περιελάμβανε σωματικά τραύματα, κι έτσι ήταν εν δυνάμει δολοφόνος! Τον καταδίκασαν έτσι για μία μόνο υπόθεση, την απαγωγή και τον βιασμό μιας γυναίκας, επιβάλλοντάς του δύο θανατικές ποινές…

«Η Καλιφόρνια δεν ήθελε μια καθαρή δίκη», σχολίασε ο συνήγορος του χρόνια αργότερα: «Η μόνη μας ελπίδα ήταν να πάει η υπόθεση σε ομοσπονδιακό δικαστήριο».

Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα ο Τσέσμαν έγινε ο άνθρωπος – σύμβολο των ΗΠΑ κατά της απάνθρωπης θανατικής καταδίκης. Κανείς, ποτέ δεν κατάλαβε, πώς ήταν δυνατόν να έχει καταδικαστεί ένας άνθρωπος σε θάνατο, χωρίς να έχει σκοτώσει.

Ο παραλογισμός κορυφώθηκε το 1950, όταν η πολιτεία της Καλιφόρνια απέσυρε τον εν λόγω δρακόντειο νόμο περί απαγωγής. Η κατάργηση δεν είχε ωστόσο αναδρομική ισχύ και ο Τσέμαν παρέμεινε για τη δικαιοσύνη απαγωγέας και εν δυνάμει δολοφόνος, με βάση ένα νόμο που είχε καταργηθεί!

Κατά την 11ετη φυλάκιση του, η δημόσια υπεράσπιση του απέκτησε μαζικό χαρακτήρα, ακόμα και με μορφή διαδηλώσεων. Διαπρεπείς εγκληματολόγοι, προβεβλημένοι συνταγματολόγοι, φιλελεύθεροι διανοούμενοι και μεγάλες προσωπικότητες της τέχνης και των γραμμάτων εκδήλωσαν την απέχθεια τους για την απόφαση, ζητώντας την αποτροπή της εκτέλεσής του.

«Ο Τσέσμαν είναι ένοχος για άλλα εγκλήματα, για την ευφυΐα, για τις ληστείες σε οίκους ανοχής και τις χαρτοπαικτικές λέσχες σε όλη την Καλιφόρνια. Η δικαιοσύνη ωστόσο δεν μπορεί να αποδοθεί καταδικάζοντας κάποιον για ένα έγκλημα ενώ έχει κάνει κάποιο άλλο», έγραψε χαρακτηριστικά σε άρθρο του ο πρόεδρος της Αμερικανικής Λογοτεχνικής Εταιρίας

Μεταξύ των φανατικότερων υποστηρικτών του ήταν η πρώην Πρώτη Κυρία των ΗΠΑ, η μαχητικότατη Ελεονόρ Ρούσβελτ, η οποία έφτασε μέχρι το σπίτι του κυβερνήτη στο Σακραμέντο για να τον πείσει να δώσει τη μία από τις 8 χάρες κατά τη διάρκεια αυτών των 11 ετών.

Στο πλευρό του στάθηκαν και δεκάδες συγγραφείς, μεταξύ αυτών ο Νόρμαν Μέιλερ και ο Άλντους Χάξλεϊ, σταρ του Χόλιγουντ (πιο φλογεροί οι Μάρλον Μπράντο, Στιβ Άλεν, Σίρλεϊ ΜακΛέιν) και πάμπολλες ακόμα εξέχουσες προσωπικότητες των ΗΠΑ και της Ευρώπης.

Δεν ήταν όμως μόνο το άδικο της ποινής που ανέδειξε τον Τσέσμαν σε κεντρικό πρόσωπο της αντιπαράθεσης με το άτεγκτο δικαστικό σύστημα. Υπήρξε ο πρώτος που έβαλε με τέτοια ένταση στο δημόσιο διάλογο το καυτό θέμα της θανατικής ποινής, διότι μέσα από τη συγγραφική δράση του, ως τρόφιμος, έμοιαζε να έχει σωφρονιστεί πλήρως.

Το αυτοβιογραφικό πόνημα του Τσέσμαν για την περίοδο του εγκλεισμού του, το περίφημο «Κελί 2455» που εκδόθηκε το 1954, αποκαλύπτει έναν άνθρωπο με σοβαρές πνευματικές αρετές και συνείδηση αυτοκριτικής και μεταμέλειας, το είδος του φυλακισμένου δηλαδή που πιθανότατα αξίζει να επιστρέψει στην κοινωνία.

Η πένα του τσάκιζε κόκαλα, φέρνοντας το δικαστικό και σωφρονιστικό σύστημα ενώπιον των ευθυνών τους. Το «Κελί 2455» παραμένει ορόσημο στη συζήτηση περί της εσχάτης των ποινών, ενώ το συγγραφικό ταλέντο και η φιλοσοφική σκέψη του θα αναπτυσσόταν σε τρία ακόμα βιβλία: «Trial by Ordeal», «The Kid Was A Killer» και «The Face of Justice».

Με τη δημοσίευση αυτών, ο Τσέσμαν έπειθε ολοένα και περισσότερο κόσμο ότι ακόμα και ένας θανατοποινίτης μπορεί να συνεισφέρει, προάγοντας τον γόνιμο διάλογο γύρω από το ποινικό σύστημα αλλά και την ίδια τη φύση της κοινωνίας (τιμωρητική ή σωφρονιστική;).

Το σύστημα δικαιοσύνης της Καλιφόρνια είχε βρεθεί στο μάτι του κυκλώνα. Μήπως όμως τελικά όλος αυτός ο ντόρος είχε ως αποτέλεσμα να βγάλει στην επιφάνεια το πιο απάνθρωπο πρόσωπό της;

Όσες αιτήσεις επανεξέτασης της υπόθεσης και αν έκανε ο Τσέσμαν, επέσαν στο κενό. Πολλοί έκαναν λόγο για «μοχθηρή εκδίκηση» των Αρχών στον άνθρωπο που τις είχε εκθέσει ανεπανόρθωτα, προκαλώντας λαϊκή κατακραυγή.

«Η στάση της Καλιφόρνια τότε ήταν σαν του προέδρου Μπους σήμερα», είπε ο 94χρονος δικηγόρος του, 41 χρόνια μετά την εκτέλεσή του: «Δηλαδή, ‘‘λοιπόν, πέρασε από δίκη, ας εκτελέσουμε τώρα την ποινή του’’. Ό,τι κι αν γίνει. Η σκοπιμότητα ήταν το μόνο που τους ενδιέφερε»…

Την Πρωτομαγιά του 1960, μία ημέρα πριν από την εκτέλεση του Τσέσμαν, πλήθος κόσμου, παρουσία της Ρούσβελτ και του Μπράντο, διαδήλωσαν έξω από τις φυλακές του Σαν Κουέντιν. Οι φωνές τους δεν εισακούστηκαν, αλλά ο σπόρος είχε φυτρώσει. Το Νοέμβριο του ’61 ο Μπίλι Μονκ έγινε ο τελευταίος άνθρωπος στις ΗΠΑ που εκτελέστηκε για μη θανάσιμη απαγωγή.

Ο αγώνας του Τσέσμαν μόνο άκαρπος δεν αποδείχτηκε. Δικαιώθηκε πανηγυρικά 12 χρόνια μετά το θάνατό του. Μέσω της δικής του κυρίως περιπέτειας, οι συνθήκες ωρίμασαν τόσο ώστε να καταστεί παρελθόν η θανατική ποινή στην Καλιφόρνια, με την ιστορική απόφαση του ανωτάτου πολιτειακού δικαστηρίου της 17ης Φεβρουαρίου του 1972.

Στο τελευταίο βιβλίο του, το οποίο λέγεται ότι ολοκληρώθηκε λίγες ώρες πριν από την εκτέλεση του, ο Τσέσμαν εμφανίζεται βέβαιος ότι έχει ξοδέψει όλες τις… ζωές του, προλογίζοντας ουσιαστικά το τέλος. Χαρακτηρίζει τους εκτελεστές του ως «μια δικαιοσύνη σκωπτική και άνομη που ανατέθηκε από τον Διάβολο (ή μήπως ήταν οι Κομμουνιστές;) για να υποδαυλίσει την εμπιστοσύνη της νόμιμης Αρχής».

Είχε προφητέψει σωστά για ένα… λάθος τηλεφώνημα. Τελικά ήταν εννιάψυχος. Ή μάλλον θα ήταν για μερικά καταραμένα δευτερόλεπτα…