Silbón

El Silbón: Ο άντρας που σφυρίζει και σκοτώνει τους πότες και τους μοιχούς

Τύφλα να έχει ο δικαστής του Gotham.

Όταν ένας γονιός θέλει να συνετίσει το παιδί του και να το κάνει να φερθεί ήρεμα, χωρίς να τον ενοχλεί, μπορεί να σκεφτεί χίλια δυο πράγματα. Πολλοί από τους μύθους και τις δοξασίες που φέρει κάθε φόρα, δημιουργήθηκαν με τέτοιο κίνητρο. Κάτι τέτοιο πρέπει να συνέβη και με έναν από τους πιο γνωστούς μύθους που κυκλοφορούν στη Λατινική Αμερική και ιδίως στη Βενεζουέλα. Ο El Silbón ή αλλιώς ο Whistler, ο άντρας που σφυρίζει, είναι μια περίπτωση που προφανώς φτιάχτηκε από κάποιους παλιούς καθώς προσπαθούσαν να δώσουν ένα δίδαγμα στα παιδιά τους. Σαν μια παραβολή που περιείχε μηνύματα για εκείνα.

Πριν από πολλά χρόνια, στην περιοχή Llanos της Βενεζουέλας, μια περιοχή με μεγάλες εκτάσεις από καλλιεργούμενα, αλλά και άγονα χωράφια, ζούσε μια οικογένεια. Μαμά, μπαμπάς, παιδί και παππούς. Οι γονείς είχαν καλομάθει το παιδί κι εκείνο δεν ησύχαζε αν δεν ικανοποιούνταν η ανάγκη του. Όσο περνούσαν τα χρόνια και αυτή η κατάσταση διαιωνιζόταν, τόσο το παιδί «διψούσε» περισσότερο για νέα πράγματα. Αυτή η απληστία έγινε μέσα του ένα τέρας. Ένα βράδυ που ο πατέρας του γύρισε δίχως να έχει σκοτώσει το ελάφι που του ζητήθηκε, ο γιος πήρε το μαχαίρι και σκότωσε τον πατέρα του.

Μόλις ακούστηκε ο τελευταίος ήχος ζωής από τον πατέρα, η μαμά και ο παππούς έτρεξαν στο δωμάτιο για να δουν το θέαμα. Το παιδί πάνω από το πτώμα και τα αίματα να κοιτάζει απαθές. Ο παππούς το πήρε, το έδεσε σε ένα δέντρο και άρχισε να το μαστιγώνει. Στις πληγές που άνοιγαν έριχνε λεμόνι και όταν τέλειωσε έδωσε στον εγγονό ένα σάκο με τα κόκαλα του πατέρα του.

Ύστερα τον έλυσε, τον έδιωξε από το σπίτι και ξαμόλησε τα σκυλιά. Καθώς ο εγγονός απομακρυνόταν, ο παππούς τον καταριόταν λέγοντας «Δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό στον πατέρα σου. Καταραμένος να είσαι για την υπόλοιπη ζωή σου». Ο νεαρός περπατούσε μακριά από το σπίτι, με τα κόκαλα στο δισάκι του και όταν είδε τα σκυλιά να τον κυνηγάνε, τους σφύριξε κι εκείνα σταμάτησαν. Από τότε και μετά δεν τον ξαναείδε κανείς. Τουλάχιστον για καλό. Ο Silbón έζησε περιπλανώμενος στα χωράφια και σκότωνε όποιον δεν του έκανε το χατίρι.

Μια από τις εκδοχές του μύθου λέει πως υπήρχε και ένας αδερφός στο κάδρο. Και ο αδερφός με τον παππού έτριβαν τσίλι πάνω στις πληγές του Silbón, πριν αφήσουν ελεύθερο τον ένα σκύλο τους, τον Tureco. Σε μια άλλη παραλλαγή, ο νεαρός γιος αποφάσισε να αφήσει το σπίτι του σε ηλικία 15 ετών, στην πολύ σημαντική για τους Λατίνους Quinceañera. Για αρκετούς μήνες τριγυρνούσε, έπινε και έκανε σχέσεις με γυναίκες.

Ώσπου κάποιοι θιγμένοι άντρες τον έδειραν βαριά. Ο Silbón πήρε την απόφαση να γυρίσει σπίτι. Οι γονείς τον υποδέχτηκαν με στοργή. Μετά από μέρες, όταν πήγε για κυνήγι με τον πατέρα του, είδαν ένα δέντρο που τους εμπόδιζε το δρόμο και στένευε το μονοπάτι. Ο γιος ζήτησε από τον πατέρα να βρει λύση, ο πατέρας δεν βρήκε και τελικά τον σκότωσε. Με το μαχαίρι αφαίρεσε τα ζωτικά του όργανα και τα πήγε στο σπίτι για να κάνει μπάρμπεκιου η μαμά του. Εκείνη αντιλήφθηκε τι είχε συμβεί και ακολούθησε η τιμωρία από τον παππού και τον μεγάλο αδελφό.

Ορισμένες πάλι από τις περιγραφές του Silbón κάνουν λόγο για έναν γίγαντα 6 μέτρων που σε κάνει κομμάτια μόνο με τα χέρια του. Κάθε εκδοχή πάντως καταλήγει στην ίδια συνέχεια.

Ο βασικός πυλώνας είναι ότι αποτελεί έναν οιωνό θανάτου. Όχι απαραίτητα αυτού που τον βλέπει. Μπορεί να είναι κι ένα μέλος της οικογένειας του. Ο Silbón φοράει ένα αχυροκαπέλο, είναι πολύ αδύνατος και ο ήχος που τον ακολουθεί είναι το κλικ-κλακ από τα κόκαλα που κουβαλά. Κόκαλα του πατέρα του και των θυμάτων του. Η μια εκδοχή λέει ότι δεν έχει κάποιο συγκεκριμένο στόχο στα θύματα και πως κυκλοφορεί τα βράδια.

Μια δεύτερη εκδοχή, που τον καλύπτει με το πέπλο ενός ηθικούς δικαστή, λέει ότι ο Silbón εμφανίζεται σε περιόδους σκληρής ξηρασίας και υγρασίας στην βενεζουελανή σαβάνα. Τα θύματα του είναι είτε πότες είτε άντρες με πολλαπλές σχέσεις με γυναίκες, επειδή του θυμίζουν τα δικά του δεινά. Αυτό προϋποθέτει ότι σε παρακολουθεί μέρες πριν σε πλησιάσει.

Ο τρόπος που λειτουργεί είναι ως εξής. Πρώτα αρχίζει και σφυρίζει. Όσο πιο δυνατά ακούς το σφύριγμα, τόσο το καλύτερο. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα σε αγγίξει και είναι μακριά σου. Όταν το σφύριγμα αρχίζει και ακούγεται πιο σιγά και σταματάει, είναι η στιγμή που ο θάνατος ανασαίνει πάνω σου. Ο Silbón έχει βγάλει το μαχαίρι του και ετοιμάζεται να σε σκοτώσει όπως τον πατέρα του.

Σε περίπτωση που ο στόχος δεν είσαι εσύ, αλλά κάποιο μέλος της οικογένειας σου, τότε το ίδιο βράδυ μετά το σφύριγμα θα ακουστεί ένας περίεργος ήχος έξω από το σπίτι. Ο Silbón θα περνάει μετρώντας τα κόκαλα που έχει στο σάκο του. Αν ακούσεις τον ήχο σημαίνει πως έχεις πάρει άφεση. Αν δεν τον ακούσεις σημαίνει πως κάποιος συγγενής σου είναι ήδη νεκρός…