Τις περασμένες δεκαετίες δύο ήταν τα πράγματα για τα οποία φημιζόταν η Λατινική Αμερική. Τα «δεκάρια» παλαιάς κοπής (μαλλί, κατεβασμένη κάλτσα, έξω η φανέλα, λεκάνη για εμετό στον αντίπαλο που τρώει σκαστή ντρίπλα) και οι δικτάτορες (χούντα, τανκς, ερπύστριες, εξορίες πολιτικών αντιπάλων, γιέσμεν των Αμερικανών). Όταν αυτά τα δύο έμπλεξαν περισσότερο από όσο έπρεπε μεταξύ τους, το αποτέλεσμα ήταν ένας πόλεμος που κράτησε 100 ώρες και κόστισε 5.000 ζωές. Ονομάστηκε -αδίκως- «πόλεμος του ποδοσφαίρου» και αποτελεί ακόμη μία απόδειξη πως ο ανθρώπινος παραλογισμός δεν καταλαβαίνει από όρια.
Πάμε… Μουντιάλ
Μέχρι το 1970 Ελ Σαλβαδόρ και Ονδούρα δεν είχαν καταφέρει να συμμετάσχουν σε τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου. Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, όταν μέσω αγώνων μπαράζ μία από τις δύο θα κέρδιζε ένα εισιτήριο για το Μεξικό, τα μεταξύ τους παιχνίδια απέκτησαν χαρακτήρα εθνικής υπόθεσης. Αν και το διακύβευμα των αγώνων είναι σημαντικό, δεν φαντάζει αρκετό για να δικαιολογήσει έναν πόλεμο. Και όντως έτσι είναι. Η ιστορία έγραψε πως η ένταση εκείνων των παιχνιδιών οδήγησε σε σύρραξη που άφησε πίσω της χιλιάδες νεκρούς, αλλά στην πραγματικότητα η μπάλα υπήρξε απλά η σπίθα σε μια φωτιά που έκαιγε καιρό πριν τις δύο χώρες.
Στο πρώτο ματς η Ονδούρα θα επικρατήσει 1-0 και θα πάρει προβάδισμα ενόψει του επαναληπτικού. Δεν καταφέρνει όμως να το υπερασπιστεί και στη ρεβάνς γνωρίζει την ήττα με 3-0 στο Σαλβαδόρ. Σύμφωνα με τους κανονισμούς της CONCACAF, η πρόκριση θα κρινόταν σε τρίτο ματς, σε ουδέτερο γήπεδο. Επιλέχθηκε το «Αζτέκα» στο Μεξικό. Όμως μέχρι να φτάσουμε στο καθοριστικό παιχνίδι, πρέπει να αναφερθούμε στα δύο προηγούμενα. Τα οποία είχαν διεξαχθεί μέσα σε συνθήκες τυφλού μίσους που είχαν καλλιεργήσει τα καθεστώτα των δύο χωρών.
Πες «μπανάνα»
Ήταν τα χρόνια που στην Λατινική Αμερική ξεφύτρωναν παντού οι περίφημες «Banana Republics». Χώρες δηλαδή που στην πράξη ανήκαν σε εταιρείες των ΗΠΑ, οι οποίες έκαναν ό,τι γούσταραν. Και φυσικά, με τη βοήθεια της CIA, ανεβοκατέβαζαν μέσω συνεχόμενων πραξικοπημάτων, κυβερνήσεις. Ο στρατηγός Οσβάλντο Λόπες Αρεγιάνο, πρόεδρος της Ονδούρας από τη μέρα που έβγαλε τα τανκς στους δρόμους κι ανέτρεψε τον προκάτοχό του, βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Στην πιο πλούσια και μεγαλύτερη σε έκταση, πατρίδα του έρχονταν ολοένα και περισσότεροι μετανάστες από το σαφώς φτωχότερο και μικρότερο, αλλά με πολλαπλάσιο πληθυσμό, Σαλβαδόρ. Κάποιοι από αυτούς βρίσκονταν εκεί για δεκαετίες. Είχαν παντρευτεί ντόπιες και είχαν παιδιά. Είχαν χτίσει σπίτια και είχαν στην κατοχή τους γη.
Αυτή τη γη την ήθελαν οι εταιρείες… Οι μετανάστες ήταν ο πιο εύκολος στόχος γι’ αυτές και σύντομα παραδόθηκαν στην κοινή γνώμη ως οι φταίχτες για τα προβλήματα της χώρας. Με πρόσχημα τον αναδασμό, ο στρατηγός προχώρησε σε διωγμό των γειτόνων, δημιουργώντας ένταση στις σχέσεις με το Σαλβαδόρ. Το πρώτο μεταξύ τους ματς συνοδεύτηκε από τρομερά επεισόδια στους δρόμους της πρωτεύουσας μεταξύ των οπαδών. Την ίδια ώρα χιλιάδες κάτοικοι αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν τα σπίτια που ζούσαν για χρόνια και να επιστρέψουν στη χώρα καταγωγής τους. Η πλευρά του Σαλβαδόρ υποστήριξε ότι ο διωγμός συνοδεύτηκε από δολοφονίες, βιασμούς, βασανιστήρια. Ενώ κάποιοι χρησιμοποίησαν ακόμη και τον βαρύ όρο «γενοκτονία». Η ήττα με 1-0 από την Ονδούρα υπό αυτές τις συνθήκες που περιέγραφε ο Τύπος, οδήγησε σε μια ακόμη πιο βίαιη ρεβάνς. Οι ντόπιοι επιτέθηκαν στους αντίπαλους οπαδούς και οι τελευταίοι επιδόθηκαν σε καταστροφές στην πόλη. Το Σαλβαδόρ νίκησε εύκολα 3-0 και τα πάντα -σε ό,τι αφορά το ποδόσφαιρο- θα κρίνονταν στον τελικό σε ουδέτερο γήπεδο.
Στο Μέξικο Σίτι, στις 29 Ιουνίου το Σαλβαδόρ επικρατεί 3-2 της Ονδούρας και παίρνει το εισιτήριο για το Μουντιάλ. Παράλληλα, οι δυο τους ετοιμάζονταν να πάρουν τον δρόμο του πολέμου.
Ο πρόεδρος του Σαλβαδόρ έχει διακόψει -στο μεταξύ- τις διπλωματικές σχέσεις με την Ονδούρα, επιδεινώνοντας περισσότερο το κλίμα. Περίπου δύο εβδομάδες μετά το νικηφόρο μπαράζ, πολεμικά αεροπλάνα συνοδευόμενα και από πολιτικά που έριχναν αυτοσχέδιες βόμβες, επιτέθηκαν στην πρωτεύουσα της Ονδούρας. Την ίδια ώρα κινητοποιήθηκαν και οι χερσαίες δυνάμεις οι οποίες ήταν πολύ ισχυρότερες και αριθμητικά υπέρτερες των αντιπάλων τους. Ο αμερικανικός και ο διεθνής παράγοντας ανέλαβε το ρόλο να συγκρατήσει τον στρατό του Σαλβαδόρ και μετά από διαπραγματεύσεις, υπήρξε μια συμφωνία κατάπαυσης του πυρός. Όχι όμως και ειρήνη.
Στις 100 ώρες που κράτησε ο «πόλεμος του ποδοσφαίρου» οι απώλειες ανθρώπινων ζωών άγγιξαν τις 5.000. Ήταν στη συντριπτική τους πλειοψηφία άμαχοι. Το ένα τρίτο εξ αυτών ήταν πολίτες του Σαλβαδόρ που δεν πρόλαβαν να πανηγυρίσουν την πρόκριση της εθνικής ομάδας της χώρας τους στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Οι υπόλοιποι ήταν υπήκοοι Ονδούρας που δεν θα κέρδιζαν ούτε σπιθαμή γης από αυτή που θα μοιραζόταν στην πατρίδα τους. Εκείνα τα γεγονότα έφεραν ακόμη μεγαλύτερη αποσταθεροποίηση στην περιοχή, που παρέμεινε για χρόνια δέσμια δικτατοριών κι εμφυλίων πολέμων, φυλακισμένη σε ένα φαύλο κύκλο βίας, φτώχειας, ανελευθερίας κι εξαθλίωσης. Και -φυσικά- για τίποτα από όλα αυτά δεν φταίει το ποδόσφαιρο.