Σε αρκετά από τα στρατιωτικά συμβούλια οι στρατηγοί του τον παρακαλούσαν, σχεδόν τον εκλιπαρούσαν. Η καταστροφή δεν θα ήταν αναπόφευκτη αν… Είχε ήδη ακούσει αρκετά. Τα επί χάρτου σχέδια υποχώρησης ή σύμπτυξης, σε κάθε περίπτωση αποφυγής ανώφελης θυσίας ολόκληρων στρατιών στο Ανατολικό Μέτωπο έβρισκαν ανταπόκριση μόνο στον κάλαθο των αχρήστων. «Νίκη ή θάνατος», απαντούσε ο Φύρερ, στραβοκοιτάζοντας ως εν δυνάμει προδότη όποιον επέμενε στις αντιρρήσεις του. Φυσικά από τα δύο σενάρια εκτιμούσε –τουλάχιστον δημοσίως- ότι ήταν πολύ πιθανότερο το πρώτο, ακόμα και όταν τα πράγματα είχαν πάρει μη αναστρέψιμη τροπή εις βάρος της Γερμανίας στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
To Ανατολικό Μέτωπο, που εξελίχθηκε σε εκατόμβη των Ναζί μετά τις αρχές του ’43, ήταν κατά βάση το πεδίο των εγκληματικών λαθών του. Η απαγόρευση της υποχώρησης στο Στάλινγκραντ οδήγησε στον εκμηδενισμό της 6ης Στρατιάς της Βέρμαχτ και στη ριζική ανατροπή των δεδομένων για την έκβαση του Πολέμου.
Ακόμα και τότε ωστόσο μια συνθηκολόγηση θα έσωζε εκατομμύρια ζωές και θα μετρίαζε τις κυρώσεις για τους ηττημένους. Αυτός ήταν και ο λόγος που μόνο κατά την εξαετή διάρκεια του πολέμου εξυφάνθηκαν σχέδια για περίπου 15 απόπειρες δολοφονίας του Αδόλφου Χίτλερ από συμπατριώτες του.
Δεν ήταν όλοι οι συνεργάτες του ή υφισταμένοι του τυφλωμένοι από το μεγαλείο και πνευματικοί συνοδοιπόροι του στο δρόμο χωρίς επιστροφή που είχε χαράξει. Είχαν όμως όλοι συναίσθηση του κινδύνου που ανελάμβαναν είτε αμφισβητώντας τον, είτε πολύ περισσότερο σχεδιάζοντας την ανατροπή του. Στην εκδήλωση της οργής του γνώριζαν και οι πέτρες ότι τα αντίποινα θα ήταν τρομερά. Μόνο η επιχείρηση «Βαλκυρία» στοίχισε τη ζωή σε περίπου 5.000 ανθρώπους!
Αυτή όμως η εκτός τόπου και χρόνου οπτική του Χίτλερ για τα γεγονότα και η παντελής έλλειψη διορατικότητας δεν ήταν απαραίτητα μόνο προϊόν της έμφυτης μεγαλομανίας του. Από κάποιο χρονικό σημείο κι έπειτα έπαιρνε τις αποφάσεις υπό την επήρεια ναρκωτικών, όπως αποκάλυψε στο βιβλίο του «Drugs in the Third Reich» («Ναρκωτικά στο Γ’ Ράιχ») ο Γερμανός ερευνητής Νόρμαν Όλερ.
Ο συγγραφέας εξέταζε επί πέντε χρόνια ιατρικά αρχεία, καταχωρήσεις ημερολογίων, γράμματα από Ναζί αξιωματούχους και στρατιωτικές αναφορές στα εθνικά αρχεία του Βερολίνου και της Ουάσιγκτον. Καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η συντονισμένη χρήση ναρκωτικών έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της επιθετικότητας της Βέρμαχτ και στρεβλής αντίληψης του Φύρερ.
Το βιβλίο εκδόθηκε το 2015, έγινε best seller και έχει μεταφραστεί σε 18 γλώσσες. Αν και ο Όλερ δεν είναι ιστορικός, έλαβε εξαιρετικές κριτικές («σοβαρή Ακαδημαϊκή δουλειά») από τον Ίαν Κέρσο, τον Βρετανό ιστορικό που θεωρείται ο μεγαλύτερος ειδικός του κόσμου στη ναζιστική Γερμανία και τον Χίτλερ.
Έστω και αν οι βιογράφοι του Χίτλερ – όπως αυτός – δεν είχαν αναφέρει ποτέ τίποτα για τον εν λόγω εθισμό του, αποδίδοντας κάποιοι εξ’ αυτών μάλιστα το χαρακτηριστικό τρέμουλο (εσφαλμένα;) σε Πάρκινσον.
Ο ερευνητής εκτιμά ότι ο Χίτλερ εθίστηκε από τις αρχές της δεκαετίες του ’40 σε διαφόρων ειδών ναρκωτικά και εν τέλει στην κοκαΐνη. «Η εξάρτησή του ήταν τόσο έντονη, που μετά την επίθεση εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης (σ.σ: 1941) έχασε την επαφή με την πραγματικότητα, καθώς βρισκόταν διαρκώς σε “τριπ εξουσίας”».
«Ο Χίτλερ ήταν ναρκομανής», σημειώνει ορθά-κοφτά ο Όλερ. Ο προσωπικός του γιατρός, Τέοντορ Μορέλ, κρατούσε αναλυτικά αρχεία των ενέσεων και των φαρμάκων που του χορηγούσε – μεταξύ αυτών και ορμόνες σεξουαλικής διέγερσης, όταν είχε ως σύντροφο την Εύα Μπράουν. Συνηθισμένο του «κοκτέιλ» ήταν το Eukodal, ένα παράγωγο μορφίνης, συνδυασμένο με το σπασμολυτικό Eupaverin και ποσότητες κοκαΐνης.
«Όλη η χαρά και η ενέργεια που έπαιρνε στο παρελθόν από τις ζητωκραυγές του πλήθους, έπρεπε να αντικατασταθούν από τις χημικές ουσίες», εκτιμά ο συγγραφέας.
Όπως αναφέρει ο Όλερ, η όλη υπόθεση άρχισε στις ημέρες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, όταν η γερμανική φαρμακευτική βιομηχανία ανθούσε, με την εξαγωγή σημαντικών ποσοτήτων οπιοειδών και κοκαΐνης. Τα ναρκωτικά ήταν διαθέσιμα παντού. Κατά την περίοδο αυτή ο εσώτερος κύκλος του Χίτλερ δημιούργησε την εικόνα ενός άτρωτου και υπερδραστήριου αρχηγού, ο οποίος εργαζόταν ασταμάτητα για το καλό της χώρας του.
Στην εταιρεία Temmler στο Βερολίνο, ο χημικός Φριτς Χάουσιλντ, εμπνευσμένος από την επιτυχή χρήση της βενζενδρίνης (αμφεταμίνη) από τους Αμερικανούς στους Ολυμπιακούς του 1936, άρχισε να αναπτύσσει το δικό του «θαυματουργό φάρμακο», και έναν χρόνο αργότερα κατοχύρωσε την πρώτη γερμανική μεθυλαμφεταμίνη (μεταμφεταμίνη), το Pervitin.
Σύντομα η χρήση του εξαπλώθηκε παντού, σε κάθε στρώμα της κοινωνίας (από γραμματείς και νοικοκυρές μέχρι οδηγούς τρένων) ως φάρμακο που τόνωνε την αυτοπεποίθηση και βελτίωνε τις επιδόσεις. Παράλληλα, βοηθούσε στην απώλεια βάρους. Ο Όλερ την περιγράφει ως «ο εθνικοσοσιαλισμός σε χάπι».
Με παρενέργειες, όπως η παραίσθηση του αήττητου και την ικανότητα να κρατάει τον ασθενή ξύπνιο επί μέρες, το pervitin προωθούσε το «αδάμαστο πνεύμα της Άριας φυλής» για το οποίο καυχιόταν ο Χίτλερ.
Έρευνα της Ενωσης Ιατρών της Γερμανίας έδειξε ότι οι Ναζί χορήγησαν μαζικά το χάπι στους φαντάρους πρώτης γραμμής. «Αυξημένη παρατηρητικότητα, ευφορία, αύξηση της αποδοτικότητας» αναφέρουν, μεταξύ άλλων, οι σημειώσεις των γιατρών για τα αποτελέσματα της ουσίας. Το ναρκωτικό, με την κωδική ονομασία D-IX, είχε σκοπό να κρατά ξάγρυπνους τους στρατιώτες ώστε να αντεπεξέρχονται, δίχως δισταγμούς, στις φρικαλεότητες του πολέμου.
Κάπως έτσι, οι στρατιώτες της Βέρμαχτ εκστράτευσαν ντοπαρισμένοι κανονικά για τον «κεραυνοβόλο πόλεμο» (Blitzkrieg) με τη Γαλλία.
Το 1940, εν όψει της εισβολής στη Γαλλία, εστάλη διάταγμα στους στρατιωτικούς γιατρούς στους οποίους συστηνόταν η κατάλληλη δοσολογία του χαπιού για τους στρατιώτες. Έγινε παραγγελία 35 εκατομμυρίων ταμπλετών για τον στρατό (Wehrmacht) και την πολεμική αεροπορία (Luftwaffe).
Ο Όλερ θεωρεί μάλιστα ότι χωρίς την μεταμφεταμίνη δεν θα ήταν δυνατή η κατάκτηση της Γαλλίας σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. «Ο Blitzkrieg κατά της Γαλλίας κατέστη δυνατός λόγω των ναρκωτικών.
Ο Χίτλερ είχε λατρέψει το σχέδιο, αλλά η ανώτατη διοίκηση του είπε ότι δεν ήταν δυνατόν, οι στρατιώτες θα έπρεπε να ξεκουραστούν τη νύχτα. Μετά ωστόσο εστάλη το προαναφερθέν διάταγμα, που επέτρεψε στους στρατιώτες να μείνουν ξύπνιοι για τρία μερόνυχτα. Υπό την επήρεια ήταν επίσης ο Ρόμελ (τότε διοικητής τεθωρακισμένης μεραρχίας) και όλοι οι διοικητές τεθωρακισμένων».
Τα ναρκωτικά θεωρήθηκαν συνεπώς αποτελεσματικό όπλο από την ανώτατη γερμανική διοίκηση.
Με αυτό το χάπι λέγεται πως ξεκίνησε και ο Χίτλερ, ο οποίος όμως, καθώς ο πόλεμος εξελισσόταν και τα πράγματα γίνονταν γι’ αυτόν πιο αγχωτικά, χρειάστηκε κάτι πιο «βαρύ». Έτσι, έφτασε στο σημείο να κάνει καθημερινά ενέσεις κοκαΐνης και άλλων οπιούχων.
Ο Φύρερ δεν ήταν ικανός καν να παραστεί στα στρατιωτικά συμβούλια, εάν προηγουμένως δεν έπαιρνε τη δόση του από κοκαΐνη, μεθαμφεταμίνη ή οπιούχα, υπογραμμίζει ο συγγραφέας. Περιγράφει επίσης πώς «οι φλέβες του Χίτλερ ήταν τόσο “σπασμένες” κατά το τέλος του 1944», που ακόμα και ο προσωπικός του γιατρός «δεν μπορούσε πια να τις εντοπίσει». Από το 1944 και έπειτα ήταν ελάχιστες οι μέρες που ο Γερμανός δικτάτορας κατόρθωσε να είναι νηφάλιος.
«Ενας ντοπαρισμένος πρωταθλητής, που δεν σταμάτησε ποτέ, μέχρι την -αναπόφευκτη- κατάρρευση», συμπεραίνει ως απαύγασμα.
Έναυσμα για τον απόλυτο εθισμό του Χίτλερ και τη στροφή στην κοκαΐνη στάθηκε η δολοφονική απόπειρα της 20ης Ιουλίου του ‘44, στο πλαίσιο της προαναφερόμενης επιχείρησης «Βαλκυρία». Έως τότε έπαιρνε σχεδόν κατά κανόνα το Eukodal. Ο Όλερ θεωρεί ότι ο Μορέλ επεδίωξε εσκεμμένα να τον κάνει ναρκομανή, προκειμένου να έχει πάντα την ανάγκη του με ότι αυτό θα συνεπαγόταν για την εξέλιξη της καριέρας του.
Η βόμβα που είχε στόχο να τον σκοτώσει, εξερράγη στην αίθουσα συσκέψεων του καταφυγίου του «Wolfsschanze» (Λημέρι του Λύκου), στη σημερινή Πολωνία.
Από τους 24 παρευρισκόμενους τέσσερις τραυματίστηκαν θανάσιμα, ο ίδιος όμως σώθηκε. Η έκρηξη τον εκσφενδόνισε από τη μέση του δωματίου στην πόρτα. Στο σώμα του είχε δεκάδες θραύσματα, τα οποία έπρεπε να αφαιρεθούν ένα-ένα. Τα αυτιά του είχαν υποστεί ρήξη τυμπάνου και αιμορραγούσαν,
Μετά από μία ακόμη ένεση όμως από τον προσωπικό γιατρό του, σηκώθηκε σα να μη συνέβη τίποτα γιατί στο πρόγραμμα του ακολουθούσε συνάντηση με τον Μπενίτο Μουσολίνι. Ο Ιταλός σύμμαχός του έμεινε άναυδος από τη σωματική ακεραιότητα του Φύρερ. «Αυτό είναι σημάδι από τους ουρανούς», του είπε.
Ο ηγέτης του Γ’ Ράιχ όμως δεν ήταν και τόσο περδίκι. Είχε χάσει σχεδόν εξ’ ολοκλήρου την ακοή του και άρχισε να έχει δυνατούς πόνους στα χέρια και τα πόδια, όταν το απόγευμα υποχώρησε η επίδραση της ουσίας που του είχε χορηγηθεί. Το αίμα εξακολουθούσε να ρέει αδιάκοπα από τα αυτιά του.
Ψυχολογικά, η επίθεση είχε καταστροφικές συνέπειες πάνω του. Για την αντιμετώπιση του πόνου και του σοκ που είχαν υποστεί τα νεύρα του, η χρήση ναρκωτικών έγινε πιο συχνή. Εξελίχθηκε σε εξάρτηση.
Σε αυτό συνέβαλε δραστικά και ο ωτορινολαρυγγολόγος Έρβιν Γκίζινγκ, που κλήθηκε στο «Λημέρι του Λύκου» για να εξετάσει τα αυτιά του. Ο ίδιος αναφέρει ότι χορήγησε ως κατασταλτικό πόνου την κοκαϊνη στον Χίτλερ επιδερμικά -στο στόμα και τη μύτη- περισσότερες από 50 φορές μεταξύ της 22ης Ιουλίου και της 7ης Οκτωβρίου του 1944, σε διάρκεια δηλαδή 75 ημερών.
Σύμφωνα με την αναφορά του Γκίζινγκ, ο Χίτλερ ισχυριζόταν ότι «με την κοκαΐνη ένιωθε πολύ πιο ανάλαφρος και ξέγνοιαστος, καθώς και ότι μπορούσε να σκεφτεί πιο καθαρά». Τίποτα τέτοιο βέβαια δεν συνέβαινε, ο εθισμός του στην άσπρη σκόνη είχε εξαφανίσει το συναίσθημα της αυτοαμφισβήτησης και ενθαρρύνει τη μεγαλομανία του.
Μπροστά στους έκπληκτους στρατηγούς του, ο Χίτλερ είχε αρχίσει να φαντάζεται σενάρια νίκης επί των Σοβιετικών, ενώ εμπνεύστηκε και κίνηση-«ματ» στο δυτικό μέτωπο, με την αιφνιδιαστική αντεπίθεση στις Αρδέννες.
Ακόμα και ο Γκίζινγκ ξεκίνησε να ανησυχεί για τη σχέση του Χίτλερ με την κοκαΐνη και θέλησε να μετριάσει τη χορήγηση της. Ήταν όμως πια πολύ αργά. Ο Φύρερ, μολονότι είχε επίγνωση ότι «δεν θέλω και δεν σκοπεύω να γίνω κοκαϊνομανής», ζητούσε διαρκώς την εθιστική ουσία από τον Γκίζινγκ.
Ωστόσο η καταστροφή των εργοστασιών παραγωγής των ναρκωτικών ουσιών από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς άφησε στις αρχές του 1945 τον Χίτλερ χωρίς τις δόσεις του. Από το Φεβρουάριο του 1945 αρχίζει να παρουσιάζει αυτό που ο Όλερ περιέγραψε ως σύνδρομο στέρησης.
«Όλοι μιλούν για την κακή του υγεία τους δύο τελευταίους μήνες της ζωής του, αλλά δεν υπήρχε ξεκάθαρη εξήγηση. Έχουν πει ότι ήταν Πάρκινσον. Για μένα είναι προφανές ότι επρόκειτο για σύνδρομο στέρησης. Πρέπει να ήταν πολύ δύσκολο. Έχανε έναν Παγκόσμιο Πόλεμο, και έμενε χωρίς ναρκωτικά…».
Πιθανότατα έχασε έναν Παγκόσμιο Πόλεμο εξαιτίας και της εξάρτησης του από αυτά…