Ο χορός της χλιδής: Ο ναός του αθηναϊκού τζόγου και οι προϋποθέσεις για να μπεις

Πόσο εύκολο ήταν να περάσεις την πόρτα του Μον Παρνές την εποχή της απόλυτης δόξας του;

Ήταν τη δεκαετία του ’50 όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, στο πλαίσιο του πλάνου της κυβέρνησής του για την ανάπτυξη των τουριστικών υποδομών της χώρας, εμπνεύστηκε τη δημιουργία μιας ξενοδοχειακής μονάδας τόσο πολυτελούς, που όλος ο κόσμος θα μιλούσε για εκείνη.

Η έμπνευση έγινε πράξη μερικά χρόνια αργότερα, με την περιοχή Μαυροβούνι της Πάρνηθας να υποδέχεται το μεγαλειώδες «κόσμημα» του νεοπλουτισμού: Το περίφημο Μον Παρνές (σα να λέμε «Βουνό Πάρνηθα») – ονομασία που επίσης αποδίδεται στον Καραμανλή-, που έφερε την υπογραφή του αρχιτέκτονα Παύλου Μυλωνά.

Ένα συγκρότημα που περιελάμβανε ό,τι περνούσε από το μυαλό της ελίτ κοινωνίας: Πισίνες, ακριβά εστιατόρια, μπαρ, κινηματογράφο, γήπεδο γκολφ και πολλές ακόμα ανέσεις τις οποίες η τσέπη ενός μεσοαστού δεν θα άντεχε ούτε κατά διάνοια.

Καταλαμβάνοντας έκταση 8 στρεμμάτων σε υψόμετρο 1.078 μέτρων –που εξασφάλιζε θέα σε ολόκληρη την Αττική- και περιτριγυρισμένο από δασική έκταση 850 στρεμμάτων, το νέο εκείνο ξενοδοχειακό συγκρότημα κατάφερε να στρέψει τους προβολείς επάνω του πριν καν ξεκινήσει τη λειτουργία του. Η δημιουργία νέου δρόμου που θα οδηγούσε εύκολα και γρήγορα από το κέντρο της Αθήνας στην Πάρνηθα, είχε σχολιαστεί αρκετά.

Οι εκπρόσωποι της Αριστεράς και πολέμιοι του τότε Πρωθυπουργού είχαν επαναστατήσει κάνοντας λόγο για «έκτρωμα που θα αποτελούσε… Παράδεισο τον καρχαριών του πλούτου», μη διστάζοντας να τον κατηγορήσουν ευθέως για οικονομική εξάντληση του ελληνικού λαού προκειμένου να χτιστεί το θέρετρο των πλουσίων.

Από οικονομικής άποψης, δεν έπεσαν έξω, καθώς το συγκεκριμένο έργο υπερέβη κατά πολύ τον προϋπολογισμό. Από τα 40 εκατομμύρια δραχμές που είχε αρχικά υπολογιστεί πως θα απαιτούνταν, για την ολοκλήρωσή του χρειάστηκαν τελικά κάτι περισσότερο από 150 εκατομμύρια…

Ωστόσο, κανείς δεν περίμενε ότι η επιτυχία του θα «ξεφούσκωνε» τόσο γρήγορα, λίγο μετά τα εγκαίνια.

Τα εγκαίνια της χλιδής

17 Ιουνίου 1961 και το κοσμικό γεγονός της χρονιάς ολόκληρης λαμβάνει χώρα στην Πάρνηθα. Τα λαμπερά εγκαίνια πραγματοποιούνται με εκλεκτούς καλεσμένους των οποίων ο τραπεζικός λογαριασμός ήταν κάτι περισσότερο από αξιοζήλευτος.

Περισσότερα από 700 ηχηρά ονόματα του πολιτικού και του επιχειρηματικού κόσμου έφτασαν στο Μον Παρνές εκείνο τα βράδυ για να δουν τον Υπουργό Προεδρίας Κωνσταντίνο Τσάτσο να κόβει την κορδέλα των εγκαινίων.

Το «παρών» έδωσαν μεταξύ άλλων –πέρα από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή- ο Σοφοκλής Βενιζέλος και οι ακαδημαϊκοί Ηλίας Βενέζης και Σπύρος Μελάς. Την πρόσκληση αποδέχτηκαν και πολλά σημαντικά ονόματα του διεθνούς τζετ σετ, μαζί με δημοσιογράφους από ολόκληρο τον κόσμο.

Η επιτυχία, όμως, δεν θα κρατούσε πολύ. Για την ακρίβεια, κράτησε ελάχιστα.

Οι ανέσεις και η απόλυτη χλιδή που εξασφάλιζε στους πλούσιους πελάτες στους οποίους απευθυνόταν, δεν ενθουσίασε τα λεγόμενα «βαριά πορτοφόλια».

Αποτέλεσμα; Η επιβάρυνση του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού. Χαρακτηριστικά της κατάστασης είναι τα δημοσιεύματα του 1963 που ήθελαν το Μον Παρνές να έχει λιγότερους πελάτες από ό,τι προσωπικό!

Την ίδια χρονιά διακόπτεται η χειμερινή του λειτουργία, προκειμένου να μην ξοδευτούν άλλα χρήματα στο προσωπικό δίχως αντίκρισμα. Ούτε αυτό, όμως, ήταν αρκετό. Η μόνη λύση ήταν η υπερπολυτελέστατη ξενοδοχειακή ομάδα να στηριχτεί αλλού για να ξεκινήσει να έχει κέρδος: Στον τζόγο.

Στις 5 Φεβρουαρίου του 1971 το Μον Παρνές ξεκινά επίσημα τη λειτουργία του ως το τρίτο ελληνικό καζίνο μετά από εκείνα της Κέρκυρας και της Ρόδου, έχοντας περάσει στα χέρια του Κύπριου επιχειρηματία Φρίξου Δημητρίου, ο οποίος γνώριζε το σπορ, έχοντας στην κατοχή του το περίφημο Olympic Casino στη Βρετανική πρωτεύουσα.

Οι ξενοδοχειακές του υπηρεσίες εξακολουθούν να υφίστανται, θα διακοπούν, όμως, τρία χρόνια αργότερα.

Τα δικά του εγκαίνια έφεραν στην Πάρνηθα περισσότερους από 2.000 πλούσιους Αθηναίους έτοιμους να αφήσουν στην τσόχα και τα φρουτάκια πολλά εκατομμύρια.

Εξάλλου, δεν θα τους έλειπαν. Κι αυτό το γνώριζαν καλά οι ιθύνοντες του Μον Παρνές, μιας και στο δημοφιλέστατο καζίνο δεν έμπαινε όποιος κι όποιος.

Είσοδος μόνο για «εκλεκτούς»

Οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν «χωρούσαν» εκεί. Την πόρτα θα περνούσαν μόνο επιχειρηματίες ή κληρονόμοι με φορολογική δήλωση εισοδήματος πάνω από 150.000 δραχμές. Και μόνο με την επίδειξή της! Και οι απαιτήσεις δεν σταματούσαν εκεί. Το dress code απαιτούσε ακριβά κοστούμια για τους κυρίους και βραδινές τουαλέτες για τις κυρίες που θα περνούσαν την πόρτα του Μον Παρνές.

Κάθε βραδιά στο καζίνο της Πάρνηθας θύμιζε χολιγουντιανό event με τα πανάκριβα αυτοκίνητα που πάρκαραν απ’ έξω, τα τεράστια φιλοδωρήματα και το εξεζητημένο ντύσιμο όσων περνούσαν την πύλη του, να δίνουν την αίσθηση μιας εξωπραγματικής Αθήνας για τον μέσο Έλληνα.

Το 1972 η λειτουργία του τελεφερίκ της Πάρνηθας κάνει ακόμα πιο εύκολη την πρόσβαση εκεί και περισσότερο μεγαλειώδη τη συνολική παρουσία του Μον Παρνές, το οποίο ήταν ήδη απλησίαστο για τους μη πλουσίους.

Επρόκειτο πλέον για τόπο συνάθροισης επιχειρηματιών, καλλιτεχνών, εφοπλιστών και διάσημων κληρονόμων, των οποίων η τσέπη επέτρεπε το ξεφάντωμα.

(Και) ο Στέλιος Καζαντζίδης στο Μον Παρνές

Ο Στέλιος Καζαντζίδης φέρεται να ήταν ένας από τους καλύτερους πελάτες του.

Αυτό τουλάχιστον υποστήριξε χρόνια αργότερα ο κρουπιέρης Δηλιγιάννης, σύμφωνα με τον οποίο η «φωνή της Ελλάδας» έκανε συχνά την εμφάνισή του παίζοντας μικροποσά για να περάσει την ώρα του.

Μόλις η όρεξη για τζόγο τελείωνε, λέγεται πως κατέβαινε στην ταβέρνα του κάτω ορόφου, έπιανε την κουβέντα με το προσωπικό και τους πελάτες, έλεγε ανέκδοτα και στα μεγάλα κέφια τραγουδούσε…

Όλα αυτά, όμως, μέχρι τη στιγμή που ο όμιλος του Φρίξου Δημητρίου δηλώνει πτώχευση και το Μον Παρνές περνά ξανά στη διαχείριση του ΕΟΤ. Ήταν το 1984.

Η πτώχευση του ομίλου Δημητρίου και η «κάθοδος» του Μον Παρνές

Ο χρόνος ξεκινά να μετρά αντίστροφα το 1995, όταν τα εγκαίνια του καζίνο Λουτρακίου πλήττουν ανεπανόρθωτα το Μον Παρνές. Οκτώ χρόνια αργότερα, το 49% του καζίνο της περνά στην αμερικανική εταιρεία Hyatt Regency, ενώ το 2010 το Υπουργείο Πολιτισμού υπογράφει την κατεδάφισή του, παρά το γεγονός πως μέρος του κτιρίου είχε κηρυχθεί διατηρητέο μνημείο.

Σήμερα, η τύχη του είναι αβέβαιη. Νέο πλάνο θέλει το καζίνο να μετατρέπεται σε ένα «ολοκληρωμένο και υπερσύγχρονο κέντρο ψυχαγωγίας» που σκοπό έχει να μπει στη λίστα με τα καλύτερα του κόσμου.

Η Πάρνηθα θα χάσει το διασημότερο θέρετρό της, καθώς το περίφημο Μον Παρνές αναμένεται να «μετακομίσει» στην περιοχή του Αμαρουσίου, προκειμένου τα έσοδά του να αυξηθούν κατακόρυφα.

Σε μια περιοχή αναμφισβήτητα πιο εύκολα προσβάσιμη, άλλωστε, είναι λογικό να σπεύδει περισσότερος κόσμος με έφεση στα τυχερά παιχνίδια. Φυσικά, πέρα από την εξασφάλιση της βιωσιμότητάς του, στους άμεσους στόχους είναι η τουριστική ανάπτυξη της Αθήνας αλλά και η προσέλκυση επενδυτών.

Το κόστος της νέας αυτής επένδυσης; Θα ξεπεράσει τα 150 εκατομμύρια. Αυτή τη φορά, όμως, δε μιλάμε για δραχμές, μα για ευρώ…