Στις 23 Ιουνίου 1968 το Μπουένος Άιρες ετοιμάζεται για ακόμη ένα ντέρμπι Ρίβερ Πλέιτ-Μπόκα Τζούνιορς. Το κακό θέαμα αντικατοπτρίζεται περίτρανα στο τελικό 0-0 και είναι βέβαιο πως αυτό το ματς δεν θα έμενε στη μνήμη κανενός αν…
Αν δεν υπήρχαν 71 νεκροί, σε ένα από τα μεγαλύτερα δράματα στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Ίσως ακόμη τραγικότερο από αυτό καθαυτό το μακελειό είναι η αβεβαιότητα για το αν επρόκειτο για δυστύχημα ή για προμελετημένο έγκλημα με ηθικό αυτουργό τη χούντα της Αργεντινής.
Το «έργο» της χούντας
Εύλογα μπορεί να αναρωτηθεί κανείς: «Και τι είχε να χωρίσει η χούντα με τους οπαδούς»; Συνήθως τέτοια καθεστώτα προτιμούν να τα βάζουν με αντιφρονούντες και πολιτικούς αντιπάλους, χρησιμοποιώντας το ποδόσφαιρο μόνο προς όφελός τους. Αν, όμως, υπάρχει ένα κοινό χαρακτηριστικό στις απολυταρχικές κυβερνήσεις, αυτό είναι η παράνοια. Η τάση τους να βλέπουν παντού εχθρούς (υπαρκτούς ή όχι, δεν έχει σημασία) και να προσπαθούν να τους συλλάβουν τη στιγμή που εκδηλώνονται. Έτσι, συνήθως, μια… συμπαθής «επαγγελματική» τάξη που ανθίζει όπου φυτρώνουν δικτατορίες είναι αυτή των χαφιέδων. Και τέτοιοι υπήρχαν πολλοί στις εξέδρες του «Μονουμεντάλ» εκείνη τη μέρα.
Έργο τους ήταν να «κόβουν» φάτσες, να κρατούν σημειώσεις και να ενημερώνουν για οποιοδήποτε «στοιχείο» θεωρούσαν επικίνδυνο για την μακροημέρευση του Στρατηγού Ονγκάνια, ο οποίος είχε πάρει στα χέρια του τις τύχες της χώρας. Ανατρέποντας, φυσικά, τον προκάτοχό του, που ακριβώς με τον ίδιο τρόπο είχε αναρριχηθεί στην εξουσία. Συνηθισμένα πράγματα δηλαδή στην Αργεντινή, από τη στιγμή που άνοιξε ο φαύλος κύκλος των συνταγματικών εκτροπών.
Το γεγονός
Οι οπαδοί της Μπόκα αρχίζουν να εγκαταλείπουν το γήπεδο. Νωρίτερα είχαν αποδειχθεί ιδιαίτερα αντιδραστικοί και εχθρικοί προς τον Ονγκάνια και τις Αρχές. Φώναξαν συνθήματα κατά της δικτατορίας και πέταξαν λογής-λογής αντικείμενα (συμπεριλαμβανομένων ούρων) στους αστυνομικούς που βρίσκονταν παρατεταγμένοι κάτω από αυτούς. Θα έφταναν σπίτια τους χωρίς να έχουν πολλά να διηγηθούν εκτός από αυτά εάν δεν έρχονταν αντιμέτωποι με ένα αναπάντεχο γεγονός.
Κατεβαίνοντας τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν προς την έξοδο της «Θύρας 12» θα διαπιστώσουν πως οι πόρτες ήταν κλειστές. Πριν προλάβουν, όμως, να ειδοποιήσουν τους επόμενους, θα παρασυρθούν από το ποτάμι των χιλιάδων ομοϊδεατών τους που κατέφθαναν με τον ίδιο σκοπό. Το μακελειό ήταν αναπόφευκτο. Όσοι βρίσκονταν μπροστά στριμώχνονται και ποδοπατούνται από τους υπόλοιπους. Ο θάνατος από ασφυξία είναι μοιραίος και η τραγωδία δεδομένη. Το μόνο που απομένει είναι η ποσοτική αποτίμησή της. Το πόσους νεκρούς θα «γράψει» το «κοντέρ». Τελικά, σταμάτησε στον αριθμό 71. Άφησαν την τελευταία πνοή τους σε ένα περιστατικό ανατριχιαστικά όμοιο με εκείνο της «Θύρας 7» στο Καραϊσκάκη.
https://www.youtube.com/watch?v=6eS1fAosnzo
Αναζητώντας ευθύνες
Δεκάδες μάρτυρες θα υποστηρίξουν ότι η έξοδος της «Puerta 12» ήταν ανοιχτή μέχρι λίγα λεπτά πριν τη λήξη του αγώνα. Γίνεται ξεκάθαρο, λοιπόν, πως κάποιος την κλείδωσε. Ο ίδιος ο τότε πρόεδρος της γηπεδούχου Ρίβερ Πλέιτ θα κάνει μια σοκαριστική καταγγελία. Χαρακτηρίζει την τραγωδία «πράξη εκδίκησης» του καθεστώτος απέναντι στους οπαδούς της Μπόκα. Σύμφωνα με τις δικές του δηλώσεις, οι φίλαθλοι –εκτός όλων των άλλων- αντιλήφθηκαν την παρουσία ασφαλιτών στην εξέδρα και φρόντισαν να τους συμπεριφερθούν όπως τους άξιζε. Ξυλοφορτώνοντάς τους…
Όμως, τόσο η δική του κατάθεση, όσο κι εκείνες άλλων που είπαν πως οι αστυνομικοί για ώρα απλά παρακολουθούσαν με απάθεια ανθρώπους να πεθαίνουν, δεν καταγράφηκαν ποτέ. Κάποια από τα θύματα βρέθηκαν με τραύματα που είχαν προκληθεί από αιχμηρά αντικείμενα. Όταν οι δύο ομάδες συναντήθηκαν ξανά τον Οκτώβριο, το σύνθημα που ακούστηκε και στις δύο πλευρές του γηπέδου προκάλεσε ανατριχίλα. «No habia puerta, no habia molinete, era la cana que pegaba con machete». Δηλαδή, «Δεν υπήρχε πόρτα, δεν υπήρχαν κάγκελα, υπήρχε μόνο η αστυνομία που χτυπούσε με μαχαίρια».
Η επίσημη εκδοχή
Η έρευνα για την τραγωδία προκάλεσε περισσότερα ερωτηματικά από τις απαντήσεις που επιχείρησε να δώσει. Δύο αξιωματούχοι της Ρίβερ, ο Αμέρικο Ντι Βιέτρο και ο Μαρσελίνο Καμπρέρα καταδικάστηκαν σε φυλάκιση για αμέλεια, όμως πέντε μήνες αργότερα κέρδισαν την έφεση και καθάρισαν το όνομά τους. Σύμφωνα με τη δικαιοσύνη της Αργεντινής, λοιπόν, για τους 71 νεκρούς και πολυάριθμους τραυματίες δεν έφταιγε κανείς. Έφταιγε μόνο η «κακιά ώρα»… Η υπόθεση μπήκε στο αρχείο και έμεινε ένας θρύλος που μεταφερόταν από στόμα σε στόμα.
Ομάδες όπως η ισπανική Μπαρτσελόνα, η Ουνιβερσιτάδ της Χιλής και σύλλογοι της Παραγουάης προσφέρθηκαν να δώσουν φιλικά παιχνίδια για την οικονομική ενίσχυση των θυμάτων. Οι ομάδες του πρωταθλήματος σε συμφωνία με την ποδοσφαιρική ομοσπονδία συγκέντρωσαν 32 εκατομμύρια πέσος. Περίπου 100 χιλιάδες δολάρια. Δηλαδή 1.400 δολάρια για κάθε νεκρό. Αυτή ήταν η αποζημίωσή. Τόσο κοστολογήθηκε η ανθρώπινη ζωή. Μόνο δύο οικογένειες διεκδίκησαν περισσότερα στα αστικά δικαστήρια και τελικά πήραν από 50.000 δολάρια η κάθε μία.
Ο «νεκρός νούμερο 19»
Ο Μιγκέλ Ντεριέ ήταν τότε 14 ετών. Καταγράφηκε ως νεκρός από τα σωστικά συνεργεία καθώς είχε χάσει τις αισθήσεις του και κάποιος από τους διασώστες πάνω στον γενικότερο πανικό δεν μπόρεσε να νιώσει τον σφυγμό του. Σημείωσε πάνω στο κορμί του τον αριθμό «19», πράγμα που σήμαινε ότι ήταν το 19ο θύμα αυτής της τραγωδίας. Το σώμα του τοποθετήθηκε δίπλα στις σορούς των υπολοίπων, που έφεραν αντίστοιχα νούμερα. Στο νοσοκομείο, ευτυχώς για εκείνον, ένας γιατρός αντιλήφθηκε πως το παιδί ανέπνεε και δεν τον τοποθέτησε στα ψυγεία με τους υπόλοιπους νεκρούς. Εάν αυτό δεν είχε συμβεί, η ιστορία θα κατέγραφε πως εκείνο το απόγευμα, για λόγους που δεν διευκρινιστήκαν ποτέ, 72 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους είτε λόγω ανθρώπινης αμέλειας είτε εξαιτίας τυφλού μίσους κι ακραίας εκδικητικότητας.
Τελικά, το μόνο που αποσαφηνίστηκε πλήρως ήταν πως τα θύματα ήταν 71. Τα υπόλοιπα έμειναν για πάντα στο σκοτάδι. Το ίδιο πυκνό όσο του τούνελ που οδηγούσε προς την κλειδωμένη έξοδο της «Puerta 12»…