Το κλισέ θέλει τον κόσμο του θεάματος να αποτελεί έναν άλλο κόσμο από τον… κανονικό. Ν’ αποτελείται από καριερίστες αστέρες που ζουν μέσα στα πλούτη και τα φώτα της δημοσιότητας τους ακολουθούν παντού. Χωρίς ευαισθησίες, χωρίς την παραμικρή επαφή με τα προβλήματα της κοινωνίας.
Φυσικά, η πραγματικότητα δεν απέχει και πολύ σε πάρα πολλές περιπτώσεις. Μα καμιά φορά αναιρείται χαρακτηριστικά.
Τον Μάρτη του 1973, η μάχη για την κατάκτηση του Όσκαρ Α’ Αντρικού είχε κριθεί με μεγάλη ευκολία. Η ανατριχιαστική ερμηνεία του Μάρλον Μπράντο στον «Νονό» ήταν δεδομένο πως θα του χαρίσει το βαρύτιμο αγαλματάκι. Ο ρόλος του σαν Δον Κορλεόνε στην μεγάλη ταινία του Φράνσις Φορντ Κόπολα έπεσε σαν κομήτης στον χώρο του κινηματογράφου.
Ο 52χρονος τότε Μπράντο ήταν ένα μεγάλο αλλά ξεπέρασμένο όνομα στο σινεμά. Η δεκαετία του ’50 ήταν η χρυσή εποχή του.
Από πολλές απόψεις: δεν είναι μόνο ότι είχε παίξει σε ιστορικές ταινίες όπως το «Λεωφορείο ο πόθος» ή το «Λιμάνι της Αγωνίας», αλλά και η αποδοχή που είχε στο γυναικείο φύλο ξεπερνούσε τα στενά όρια του… πλανήτη. Οι γυναίκες της εποχής τρελαινόντουσαν για τον μεγάλο γόη με το όνομα «Μάρλον Μπράντο».
Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 ωστόσο, όλα αυτά έμοιαζαν ξεπερασμένα. Το άλλοτε νούμερο 1 της κινηματογραφικής βιομηχανίας ήταν ένας ξεπεσμένος αστέρας. Τριτοκλασάτο όνομα πια και γερασμένος τόσο όσο να μην είναι πλέον sex symbol. Για να παίξει στην ταινία του Κόπολα μάλιστα πέρασε και από οντισιόν!
Ναι, είναι αλήθεια, αυτή η θρυλική ερμηνεία, η πιο χαρακτηριστική της καριέρας του ίδιου του Μπράντο και ταυτόχρονα μια ερμηνεία-τοτέμ για την τέχνη της υποκριτικής συνολικά, υπήρξε το αποτέλεσμα μιας οντισιόν.
Φυσικά, η ιστορία γράφτηκε με τη μεγαλοπρέπεια που της άξιζε. Ο Μπράντο σήκωσε στους ώμους του τον «Νονό» του Κόπολα (μια ταινία που ταυτόχρονα ανέδειξε και ένα νέο -τότε- αστέρι, τον Αλ Πατσίνο), ενσάρκωσε τον ρόλο της ζωής του, καθιερώθηκε σαν ένα ιερό τέρας του κινηματογράφου και οι ρόλοι που πήρε επιβεβαίωσαν πως τα 70s δεν ήταν απλά η δεκαετία της επιστροφής του αλλά και η καλύτερη περίοδός του.
Το Μάρτη του ’73 λοιπόν, το Όσκαρ ήταν δεδομένο για τον Μπράντο. Όταν ανακοινώθηκε το όνομά του κατά την τελετή απονομής, απλά επιβεβαιώθηκε αυτό που άπαντες περίμεναν. Μόνο που όταν ο Μπράντο έπρεπε να ανέβει στην σκηνή να παραλάβει το βραβείο, έγινε κάτι που κανείς δεν περίμενε.
Αντί του Μπράντο στο βήμα ανέβηκε η Ινδιάνα ηθοποιός Σατσίν Λιτλφέδερ και ανακοίνωσε πως ο νικητής της κατηγορίας δεν θα δεχτεί το βραβείο ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τον τρόπο απεικόνισης των Ινδιάνων στον κινηματογράφο.
«Εκπροσωπώ το Μάρλον Μπράντο απόψε και μου ζήτησε να σας πω ότι είναι ευγνώμων, αλλά λυπάται που δεν μπορεί να παραλάβει αυτό το γενναιόδωρο βραβείο. Και η αιτία δεν είναι είναι άλλη από τη συμπεριφορά της βιομηχανίας του κινηματογράφου στους Αμερικανούς Ινδιάνους».
Το κοινό διχάστηκε. Άλλοι άρχισαν να γιουχάρουν με αποτέλεσμα η Ινδιάνα να χαμηλώσει το βλέμμα και να πει «με συγχωρείτε». Άλλοι όμως άρχισαν να χειροκροτούν και να τη ζητωκραυγάζουν. Η Λιτλφέδερ μίλησε λίγο ακόμα παρακαλώντας η εμφάνισή της να μην εκληφθεί σαν εισβολή και τόνισε ότι θα τα ξαναπούν αργότερα με αγάπη και γενναιοδωρία.
Ο Μπράντο με αυτή του την κίνηση έθιξε μια αληθινή και άβολη για πολλούς κατάσταση. Την εποχή εκείνοι οι Ινδιάνοι είχαν όντως ελάχιστη εκπροσώπηση στη κινηματογραφική βιομηχανία και οι περισσότεροι ρόλοι που απεικόνιζαν έναν Ινδιάνο χαρακτήρα δίνονταν σε λευκούς ηθοποιούς.
Την επόμενη της πολυσυζητημένης εκείνης βραδιάς, οι New York Times δημοσίευσαν ολόκληρη την επιστολή του Μάρλον Μπράντο κατά την απονομή των Όσκαρ, η οποία είχε καταφέρει να ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων.
Φυσικά τόσα χρόνια αργότερα άπαντες έχουν καταλάβει τη σημασία της κίνησης του σπουδαίου ηθοποιού που για πρώτη φορά στην ιστορία τους έδωσε στους Ινδιάνους ένα εντυπωσιακό βήμα για να εκφράσουν τη θέση τους.
Όπως θα έκανε, ενδεχομένως, ένας πραγματικά μεγαλόψυχος «Νονός»…