Ίσως να μην το θυμάται ο περισσότερος κόσμος, αλλά ο κατά πολλούς κορυφαίος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών ολοκλήρωσε ουσιαστικά την καριέρα του σε ηλικία 30 ετών. Διότι μπορεί τον Ντιέγκο Μαραντόνα να τον είδαμε και σε τέταρτο διαδοχικό Μουντιάλ, το 1994 -όπου σκόραρε αξέχαστα κόντρα στην Εθνική Ελλάδας- τα ποδοσφαιρικά εγκόσμια όμως τα είχε εγκαταλείψει προ πολλού, για χάρη μιας άλλης αγάπης. Μιας αγάπης, που εξελίχθηκε σε μανία και δυστυχώς του στέρησε άλλα τρία-τέσσερα χρόνια (μαγείας) στο υψηλότερο ανταγωνιστικό επίπεδο.
Ήταν η σεζόν 1990-91 όταν ο Ντιέγκο ξεκίνησε να σνομπάρει με διάρκεια το ποδόσφαιρο, εντείνοντας ολοένα και περισσότερο τις σχέσεις του με την κοκαΐνη. To 1990 είχε οδηγήσει τη Νάπολι στην κατάκτηση του δεύτερου πρωταθλήματος, η πολυθρύλητη σχέση του με την Καμόρα όμως και τα αξημέρωτα πάρτι που διοργάνωνε εκείνη με guest star τον ίδιο, είχαν ραγίσει το γυαλί στις σχέσεις του με τη διοίκηση.
Ήταν ακόμα ο θεός της πόλης, όπως είχε αποτυπωθεί εκκωφαντικά και στον ημιτελικό της Αργεντινής με την Ιταλία για το Παγκόσμιο Κύπελλο εκείνης της χρονιάς. Από το φθινόπωρο του ’90 όμως ξεκίνησαν σωρηδόν τα προβλήματα.
Ο Ντιέγκο απουσίαζε τακτικά από τις προπονήσεις της ομάδας, επικαλούμενος στρες, ωστόσο έδινε ακόμα πιο τακτικά το «παρόν» στις έκλυτες βραδιές, υπό την «προστασία» των ανδρών της Μαφίας, με τους οποίους φερόταν να είχε συνδιαλλαγές για εμπορία ναρκωτικών.
Αγωνιστικά η Νάπολι πήγαινε από το κακό στο χειρότερο, κινδυνεύοντας να μείνει εκτός ακόμα και από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις (όπως κι έγινε τελικά, τερματίζοντας στην 8η θέση). Ο Μαραντόνα είχε απεκδυθεί την ιδιότητα του «επαγγελματία ποδοσφαιριστή», έχοντας εθιστεί πια στην άσπρη σκόνη.
Τα πρόστιμα που του επέβαλε ο σύλλογος για τις διαδοχικές κοπάνες του δεν είχαν πια κανένα αποτέλεσμα. Χαρακτηριστικά, δύο εβδομάδες μετά από ένα τέτοιο, ύψους 70.000 δολαρίων, ο Μαραντόνα μηνύθηκε από τέσσερις ιερόδουλες, που υποστήριξαν ότι τις ανάγκασε να κάνουν χρήση κοκαΐνης.
Αυτό που στη Νάπολη και την Αργεντινή ήταν κοινό μυστικό, στον υπόλοιπο κόσμο εντασσόταν ακόμα στη σφαίρα της σκανδαλολογίας και του κουτσομπολιού. Σύντομα όμως οι μάσκες θα έπεφταν και η θλιβερή πραγματικότητα για τον κορυφαίο ποδοσφαιριστή του πλανήτη θα γινόταν ξακουστή με τη δημοσιογραφική μορφή του «παγκόσμιου σοκ».
Στις 2 Μαρτίου του ’91 η διοίκηση της Νάπολι τιμώρησε εκ νέου με πρόστιμο τον άνθρωπο που άλλαξε την ιστορία της για απουσία από τις προπονήσεις. Δύο εβδομάδες αργότερα, στις 17 του μήνα, σκάει η «βόμβα», όταν ο «Πίμπε Ντ’ Ορο» κληρώθηκε να υποβληθεί στον καθιερωμένο έλεγχο ντόπινγκ μετά από αγώνα πρωταθλήματος κόντρα στην Μπάρι.
Τα αποτελέσματα εμφανίζουν ίχνη κοκαΐνης στον οργανισμό του. Ο ίδιος παρουσιάζεται οργισμένος, δηλώνοντας ότι έχει υποβληθεί σε 25 ελέγχους ντόπινγκ και ήταν σε όλους καθαρός.
Αφήνει να διαρρεύσουν στον Τύπο οι υποψίες του ότι οι διαταραγμένες σχέσεις του με τις αρχές της χώρας για φορολογικά θέματα αλλά και για τις επαφές του με την Καμόρα, μπορεί να κρύβονται πίσω από τον εντοπισμό θετικού δείγματος.
Τρεις εβδομάδες μετά, η ανακοίνωση της ιταλικής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας για το μέγεθος της τιμωρίας συνταρράσει το παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Μοιάζει εξοντωτική για έναν παίκτη που πλησιάζει τα 31 και είναι πολύ δύσκολο, με τον τρόπο ζωής που ακολουθεί, να επιμηκύνει την καριέρα του.
Η ποινή αποκλεισμού που του επιβλήθηκε ήταν 15 μήνες. Δεν αφορούσε μόνο την Ιταλία, αλλά όλες τις επαγγελματικές κατηγορίες σε διεθνές επίπεδο. Ο ηγέτης της Νάπολι και της εθνικής Αργεντινής δεν θα μπορούσε να παίξει ποδόσφαιρο ξανά μέχρι τις 30 Ιουνίου 1992.
Η ποινή ήταν μικρότερη του μεγίστου δύο ετών που προέβλεπαν οι κανονισμοί, επειδή η πενταμελής επιτροπή αποδέχθηκε τον ισχυρισμό των δικηγόρων του Μαραντόνα, ότι η κοκαΐνη δεν μπορούσε να ενισχύσει την απόδοσή του σε εκείνο το παιχνίδι, αφού οι εξετάσεις έδειξαν ότι η χρήση έγινε 30 με 48 ώρες πριν από τη σέντρα.
Η έφεση όμως που ασκήθηκε έπεσε στο κενό. Η δικαιοσύνη απέρριψε τον ισχυρισμό ότι το δείγμα ούρων του Ντιέγκο είχε αλλαχθεί μετά από τη λήψη του.
Προτού ακόμα εκδικαστεί η υπόθεση, ο Μαραντόνα, γνωρίζοντας πιθανώς την κατάληξη της, αναχώρησε από την Ιταλία, με προορισμό την πατρίδα του. Λογικό, ήθελε να βρει και ένα «καταφύγιο» ησυχίας, καθώς το κλίμα στην Ιταλία του έπεφτε πια πολύ βαρύ.
Όταν ωστόσο εγκαταστάθηκε στο Μπούενος Άιρες, σήμανε συναγερμός στις τοπικές αρχές. Οι Αργεντίνοι αστυνομικοί της δίωξης ναρκωτικών ήταν ήδη σε επαφή με Ιταλούς συναδέλφους τους και η απόφαση που λήφθηκε ήταν να παρακολουθούν στενά κάθε βήμα του Ντιέγκο. Φαίνεται ότι για την επιδίωξη τους αυτή, επιστράτευσαν ένα κόλπο «κινηματογραφικής» προέλευσης.
Ήταν μια γυναίκα – δόλωμα. Μια μυστική αστυνομικός, εντεταλμένη να εισχωρήσει στο περιβάλλον του Αργεντινού για να ρίξει δίχτυα και να βγάλει… λαβράκι.
Επρόκειτο για μία «ξανθιά, 25 ετών, πολύ ελκυστική, ειδική σε θέματα διακίνησης ναρκωτικών», σύμφωνα με το δημοσίευμα του εβδομαδιαίου αθλητικού εντύπου «El Gráfico», που παρουσίασε αποκαλυπτικές λεπτομέρειες για την παγίδα που στήθηκε στον Μαραντόνα. Η αστυνομικός κατάφερε να τον πλησιάσει και να τον γοητεύσει. «Εκείνη, προσποιήθηκε ότι ο έρωτας ήταν αμοιβαίος, με συνέπεια να υπάρξουν ραντεβού σε διάφορα μέρη».
Όπως ισχυρίστηκε το «El Gráfico», αυτή η γυναίκα ήταν η αιτία που ο Ντιέγκο πιάστηκε στη «φάκα» από την αστυνομία του Μπουένος Άιρες.
Παρά την ασυλία που απολάμβανε ακόμα και από τις Αρχές το είδωλο του αργεντίνικου αθλητισμού, υπήρχαν κάποιοι που είχαν λόγους να επιζητούν την «ανθρώπινη» απομυθοποίηση του και στη χώρα του. Και στο τμήμα Δίωξης Ναρκωτικών, θα βρεις πάντα κάποιους αδέκαστους μπάτσους, πρόθυμους να στείλουν ενόχους στη Δικαιοσύνη. Και φυσικά, τις συνήθειες του Ντιέγκο μετά την επιστροφή του στην Αργεντινή, δεν θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει «αθώες».
Το μεσημέρι της 26ης Απριλίου 1991, η αστυνομία κάνει έφοδο σε διαμέρισμα του Καμπαλίτο, μιας εργατικής γειτονιάς του Μπουένος Άιρες. Ήταν το διαμέρισμα του κουνιάδου του Μαραντόνα, Γκαμπριέλ Εσπόσιτο.
Εντός βρισκόταν ο θρύλος του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, κάποια άλλα άτομα και ναρκωτικά. Πολλά ναρκωτικά. Έστω και αν η παρέα πρόλαβε να ξεφορτωθεί ένα πακετό με άσπρη σκόνη, πετώντας το απ’ το παράθυρο όταν αντιλήφθηκε τους αστυνομικούς.
Ήταν η μέρα που το brand «Μαραντόνα» δέχτηκε το ισχυρότερο πλήγμα, καθώς τα Μ.Μ.Ε. περιέγραψαν σε όλη του τη διάσταση το μέγεθος του αυτοεξευτελισμού του.
Ακόμα και οι αστυνομικοί σοκαρίστηκαν με την εκόνα που αντίκρισαν, μπαίνοντας στο διαμέρισμα. «Ο Ντιέγκο και ένας φίλος ήταν γυμνοί σε ένα διπλό κρεβάτι. Και οι δύο πήδηξαν ενστικτωδώς στην έφοδο. Ο Ντιέγκο ήθελε να βάλει το εσώρουχό του, έχασε τον βηματισμό και έπεσε από το κρεβάτι», ανέφερε το δημοσίευμα.
«Έχεις χαθεί Ντιέγκο; Είσαι χαμένος; Πόση άσπρη έχεις πάρει;», ρώτησε ένας από τους αστυνομικός. «Φύγετε, μη με σκοτώσετε. Μπορούμε να το φτιάξουμε», απάντησε ο Μαραντόνα. «Αδύνατον να πάμε πίσω. Υπάρχουν 200 άνθρωποι στον δρόμο», ήταν η ανταπάντηση του αστυνομικού.
Πράγματι, ο δρόμος κάτω απ’ το διαμέρισμα ήταν γεμάτος από κόσμο, δημοσιογράφους και φωτορεπόρτερ – δείγμα ότι η επιχείρηση δεν ήταν καθόλου μυστική.
Ο επικεφαλής της, μετέπειτα διάσημος αστυνόμος, Χόρχε Τσιαζόνε, διέταξε τη σύλληψη του Μαραντόνα και ακόμα δύο ανδρών και τη μεταφορά τους στο αστυνομικό τμήμα. Οι δρόμοι ωστόσο είχαν κλείσει από τον κόσμο, ο οποίος άρχισε να αποθεώνει τον Μαραντόνα, όταν είδε από το παράθυρο τη φιγούρα με το χαβανέζικο πουκάμισο.
«Τι συνέβη; Ποιος συγκάλεσε συνέντευξη Τύπου; Μήπως φωνάξατε και τη RAI (σ.σ. ιταλική δημόσια τηλεόραση);», ρώτησε έξαλλος τους αστυνομικούς ο Μαραντόνα, που αρνείτο να βγει, εν μέσω αυτής της χάβρας, έξω. «Όχι τρελέ, δεν πάω έτσι έξω, θα αρχίσουν την ίδια ιστορία ακόμα μια φορά», είπε στον Τσιαζόνε, ο οποίος με τη σειρά του καταριόταν φωναχτά τον «πουτ…ας γιο», που διέρρευσε στον Τύπο την έφοδο.
Εν τέλει οι αστυνομικοί κατάφεραν να τον οδηγήσουν στο αστυνομικό τμήμα και έστω και για μία ημέρα, το βράδυ της 26ης Απριλίου, ο Ντιέγκο βρέθηκε πίσω από τα κάγκελα της φυλακής. Έως ότου πληρώσει δηλαδή την εγγύηση και να αφεθεί ελεύθερος για να αντιμετωπίσει εκτός των κατηγοριών, και τους δαίμονές του με τη βοήθεια ψυχολόγων και ψυχιάτρων.
Περίπου ένα μήνα πριν, ο Μαραντόνα είχε απαλλαχθεί από το δικαστήριο του Καστέλ Καπουάνο της Νάπολη για την υπόθεση διακίνησης ναρκωτικών, αφού δεν βρέθηκαν επαρκή στοιχεία εις βάρος του. Η νέα κατηγορία που του απαγγέλθηκε, αυτή τη φορά στην πατρίδα του, αφορούσε την «κατοχή μισού κιλού κοκαΐνης».
«Ναι, έκανα χρήση κοκαΐνης. Ήθελα να ξεπεράσω το στρες και την πίεση από τη σωματική και ψυχολογική κόπωση. Έκανα πολλά λάθη στη ζωή μου. Πίστεψα ότι η κοκαΐνη θα με ανακούφιζε. Δεν είχα δίκιο, αλλά δεν είχα και τις ηθικές δυνάμεις να αντισταθώ», παραδέχεται ο ίδιος.
Στις 6 Μαΐου του 1991 η ποδοσφαιρική ομοσπονδία της Αργεντινής συντάσσεται με την ιταλική. Τον τιμωρεί με 14 μήνες αποκλεισμό για χρήση απαγορευμένων ουσιών. Ποιον (;), τον άνθρωπο που είχε βγάλει όλη τη χώρα στους δρόμους σε δύο διαδοχικά Παγκόσμια Κύπελλα.
Αυτός που φέρεται να εκμεταλλεύτηκε την υπόθεση για να εμφανιστεί αδιάφθορος και ακριβοδίκαιος στην κοινή γνώμη, ήταν ο πρόεδος της χώρας και άλλοτε φίλος του Μαραντόνα, Κάρλος Μένεμ. Το όνομα του είχε αμαυρωθεί μετά από τις συνεχείς αποκαλύψεις για σκάνδαλα και διαφθορά.
Έτσι συμπέραναν τα Μ.Μ.Ε. ότι εξηγείται η παρουσία δημοσιογράφων κατά τη στιγμή σύλληψης του Ντιέγκο στο Καμπαλίτο. Το ίδιο συνέβη και κατά μία νέα έφοδο της αστυνομίας σε ξενοδοχείο όπου βρισκόταν ο Ντιέγκο, στις 13 Μαΐου. Αυτήν τη φορά ήταν μαζί με δύο φίλους του, φτιαγμένοι, με 50 γραμμάρια κοκαΐνης μαζί τους. Στην είσοδο του ξενοδοχείου την είχαν στήσει και τότε δημοσιογράφοι και παπαράτσι.
Στις 18 Σεπτεμβρίου, δικαστήριο στη Νάπολη επέβαλε στον Μαραντόνα ποινή φυλάκισης 14 μηνών και πρόστιμο 3.200 δολαρίων, αμφότερα με αναστολή, για κατοχή ναρκωτικών ουσιών, μετά από συμβιβασμό των δικηγόρων του με τις εισαγγελικές αρχές.
Η διαπόμπευση, οι καταδίκες και τα σκάνδαλα – με αποκορύφωμα τον τραυματισμό πέντε δημοσιογράφων με πυρά αεροβόλου έξω από το εξοχικό του πριν από το Μουντιάλ του ’94 – συντρόφευσαν τον Ντιέγκο έως το τέλος της καριέρας του. Εκεί, στα γήπεδα των ΗΠΑ γράφτηκε με ακόμα ένα τέτοιο (θετικός σε έλεγχο αντιντόπινγκ) το άδοξο φινάλε με τη φανέλα που ο ίδιος ανέδειξε σε Τοτέμ για εκατομμύρια (μη Αργεντίνους) σε όλο τον κόσμο.
Ύστερα από τα περάσματα σε Σεβίλλη (1992-93) και Νιούελς (1993-94), ο Μαραντόνα έπαιξε για το… ονόρε στην Μπόκα Τζούνιορς για μια διετία και το 1997 κρέμασε οριστικά τα παπούτσια του.
Η μάχη με τα ναρκωτικά όμως δεν τελείωσε εκεί, καθώς οι αλλεπάλληλες προσπάθειες αποτοξίνωσης δεν είχαν αποτέλεσμα. Έπρεπε να φτάσει στο κατώφλι του Παραδείσου (;), με το οξύ καρδιακό επεισόδιο που υπέστη τον Απρίλιο του 2004, για να τραβήξει μια διαχωριστική γραμμή με το «ένοχο» παρελθόν του, επιλέγοντας το stop στον κατήφορο.
Ήταν τότε που ο άσωτος υιός της μπάλας πήρε την πρώτη παράταση ζωής από το χέρι του Θεού, μέχρι χθες που σφύριξε τη λήξη της μάχης με τους δαίμονές του. Αφήνοντας μας με ένα μεγάλο ερωτηματικό: τι ακόμα θα είχαν δει τα μάτια μας από δαύτον, αν είχε… αποφασίσει να ασχοληθεί νωρίτερα μαζί του, δίνοντας παράταση «ζωής» και στην ποδοσφαιρική μεγαλοφυΐα του.