Από την 11η Σεπτεμβρίου του 2001 μέχρι και κάτι λιγότερο από δέκα χρόνια αργότερα, ένα όνομα περιπλανιόταν σαν κατάρα και σαν εφιάλτης πάνω από τις ΗΠΑ: Οσάμα Μπιν Λάντεν.
Ο άνθρωπος που βρισκόταν πίσω από το χτύπημα στους δίδυμους πύργους, το ιστορικότερο τρομακτικό χτύπημα του 21ου αιώνα και ένα από τα μεγαλύτερα στην ιστορία της ανθρωπότητας, παρέμενε ασύλληπτος. Δ
Δέκα χρόνια η γνώση πως βρίσκεται κάπου εκεί έξω έκανε όλη τη Γη να τρέμει. Ήταν 2 Μαΐου του 2011 όταν ο Οσάμα Μπιν Λάντεν έπεσε νεκρός.
Έπειτα από μια καλοσχεδιασμένη επιχείρηση που οργανώθηκε από την CIΑ και εκτελέστηκε από την «Team Six», μια ομάδας επίλεκτων του αμερικάνικου στρατού, ο Μπιν Λάντεν πυροβολήθηκε τρεις φορές στο κεφάλι του μέσα στο σπίτι του στο Αμπονταμπάντ.
Ένα σπίτι πραγματικό φρούριο από το οποίο είχε χρόνια να βγει. Εκεί μέσα μπήκαν οι Αμερικάνοι στρατιώτες και αφού σκότωσαν όποιον βρήκαν μπροστά τους εκτέλεσαν τον θρυλικό τρομοκράτη. Ήταν η λεγόμενη «Επιχείρηση Τζερόνιμο». Αυτή ήταν η κωδική ονομασία του ιστορικού σχεδίου.
Ο Μπιν Λάντεν βρισκόταν στο εν λόγω πολυτελές σπίτι για πολλά χρόνια. Δεν είχε καμιά αξίωση πως θα ξαναβγεί ποτέ. Άλλωστε, ήταν ο νούμερο 1 καταζητούμενος του κόσμου και η οικονομική του επιφάνεια του επέτρεπε να ζει έγκλειστος χωρίς να του λείπει τίποτα.
Ζούσε μαζί με τις τρεις γυναίκες του, τα παιδιά του και τα εγγόνια του και, μάλιστα, πίστευε πως δε θα τον βρουν και ποτέ. «Είναι αποδεδειγμένο ότι η αμερικανική τεχνολογία και τα σύγχρονα συστήματα της δεν μπορούν να με εντοπίσουν αν δεν υποπέσω σε κάποιο σφάλμα που μπορεί να τους οδηγήσει σε εμένα», φερόταν να έγραφε σε ένα γράμμα προς τον υπαρχηγό του, ακριβώς πέντε μέρες πριν την δολοφονία του.
Τη στιγμή που ο ίδιος εξέφρασε την πεποίθησή για το ότι η αμερικάνικη κυβέρνηση δεν θα τον βρει ποτέ, συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Είχαν συμπληρωθεί ήδη οκτώ μήνες από τότε που ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας είχε πει στον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπάρακ Ομπάμα πως υπάρχει η πεποίθηση στη CIA ότι έχει βρεθεί το κρησφύγετο του Μπιν Λάντεν.
Ο Αμερικάνος πρόεδρος είχε δει φωτογραφίες από το κρυσφήγετό του, το οποίο βρισκόταν στην ευρύτερη περιοχή που φερόταν να βρίσκεται ο τρομοκράτης. Στο σπίτι δεν υπήρχε ούτε τηλέφωνο, ούτε ίντερνετ (γεγονός που θεωρήθηκε ύποπτο), οι τοίχοι ήταν ασυνήθιστα ψηλοί και δεν υπήρχε καν τρόπος να δει κανείς μέσα.
Η CIA παρακολούθησε το ύποπτο σπίτι, τραβούσε αρκετές λήψεις και ο άνδρας που έβγαινε εφτά φορές την ημέρα στον κήπο για να προσευχηθεί έμοιαζε πάρα πολύ στον Μπιν Λάντεν.
Όταν ο Ομπάμα έδωσε το «οκ», οι μυστικές υπηρεσίες ξεκίνησαν να καταστρώνουν το μεγάλο σχέδιο. Οι επιλογές ήταν δύο: είτε να βομβαρδίσουν το σπίτι είτε να στείλουν κομάντος για επιδρομή.
Η δεύτερη επιλογή απαιτούσε περισσότερο σχεδιασμό και πολύ περισσότερους ανθρώπους αλλά έμοιαζε καλύτερη: μια βόμβα άλλωστε ενδεχομένως να σκότωνε και πολλούς «άσχετους» με την επιχείρηση.
Το σχέδιο ετοιμάστηκε, οι γραφειοκρατικές διαδικασίες για την νομιμότητα της επιχείρησης ολοκληρώθηκαν μετά από μερικούς μήνες και η επίλεκτη ομάδα που θα μπούκαρε στο σπίτι του νούμερο 1 εχθρού των ΗΠΑ ξεκίνησε την προετοιμασία της περίπου ένα μήνα πριν.
Η ομάδα άρχισε να ασκείται σε μια απομονωμένη περιοχή πάνω σε μια μακέτα του τριώροφου σπιτιού του Μπιν Λάντεν είχε χτιστεί. Η επιχείρηση θα διαρκούσε 90 λεπτά και οι στρατιώτες εκτέλεσαν το σενάριο τόσες πολλές φορές ώστε να τα καταφέρουν και με κλειστά μάτια.
Παραμονές της αληθινής επιχείρησης η ομάδα έκανε μια τελευταία πρόβα στη Νεβάδα, όπου η θερμοκρασία και το υψόμετρο προσομοίαζαν περισσότερα με αυτά του Αμπονταμπάντ που θα μετέβαιναν την επομένη.
Όταν οι στρατιώτες έφτασαν στο σπίτι του Μπιν Λάντεν και μπούκαραν μέσα, σκότωσαν κυριολεκτικά όποιον βρήκαν μπροστά τους, από τις γυναίκες του και τους γιους του μέχρι τους άντρες της προσωπικής του φρουράς, από τους οποίους φυσικά δέχθηκαν επίσης πυροβολισμούς.
Βρήκαν τον Μπιν Λάντεν σε ένα δωμάτιο και ενώ ο ίδιος δεν είχε καταφέρει να αποκτήσει πρόσβαση στα προσωπικά του όπλα. Αφού τον πυροβόλησαν και τον σκότωσαν, ακούστηκε και η κωδική λέξη «Τζερόνιμο». Σήμαινε πως η αποστολή είχε πετύχει.
Ο άνθρωπος που πάτησε την σκανδάλη λεγόταν Ρομπ Ο’ Νιλ και έγραψε ολόκληρο βιβλίο γι’ αυτή την επιχείρηση. Το βιβλίο λεγόταν «The Operator» και σε αυτό περιγράφει με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες τόσο τις μέρες τις προετοιμασίας, όσο και την ημέρα της δολοφονίας του Μπιν Λάντεν: «Ω Θεέ μου, είμαστε εδώ, αυτό είναι το σπίτι του Μπιν Λάντεν. Είναι φοβερό. Δεν θα ζήσουμε, αλλά αυτό είναι μια ιστορία για να την θυμάσαι» ήταν οι σκέψεις του Ο’ Νιλ όπως τις περιγράφει στο βιβλίο του.
«Ήταν ψηλότερος και λεπτότερος από ό,τι θα περίμενα. Το μούσι του ήταν πιο κοντό και τα μαλλιά του πιο άσπρα. Μπροστά του ήταν μια γυναίκα αλλά εγώ δεν δίστασα. Στόχευσα πάνω από τον ώμο της και πυροβόλησα δύο φορές. Το κεφάλι του άνοιξε στα δύο και έπεσε κάτω. Τότε τον πυροβόλησα άλλη μια φορά στο κεφάλι για ασφάλεια», γράφει χαρακτηριστικά ο άνθρωπος που έριξε νεκρό τον Μπιν Λάντεν.
“Geronimo”…