Όσοι γεννήθηκαν από τη δεκαετία του ’80 και έπειτα δεν μπορούν να έχουν παράπονο από τη συναυλιακή πραγματικότητα της Ελλάδας. Άπειρες μεγάλες μπάντες και καλλιτέχνες από το εξωτερικό έχουν τιμήσει τα μέρη μας και κάθε χρόνο γίνονται τόσες πολλές συναυλίες που ο μουσικόφιλος κόσμος δεν ξέρει τι να πρωτοδιαλέξει.
Υπήρξε όμως μια εποχή που τα πράγματα δεν ήταν έτσι.
Η δεκαετία- και δη τα πρώτα χρόνια της- του 1980 είναι χαρακτηριστική. Το συναυλιακό εμπάργκο στην Ελλάδα από την περίοδο της Χούντας απείχε μόλις λίγα χρόνια και τα μεγάλα ονόματα ερχόντουσαν με το σταγονόμετρο.
Όταν κάποιο από αυτά μας έκανε την τιμή μάλιστα, γινόταν ο κακός χαμός. Οι χώροι που γινόντουσαν οι συναυλίες όχι απλά γέμιζαν ασφυκτικά αλλά ήταν και επικίνδυνα με τόση πολυκοσμία. Αλλά αυτό δεν ήταν το μοναδικό πρόβλημα…
Εκείνη την εποχή άλλωστε, ο κόσμος που πήγαινε σε ροκ συναυλίες θεωρούταν κάτι το περιθωριακό και η στάση της αστυνομίας απέναντί του ήταν η αντίστοιχη. Δεν ήταν λίγες οι φορές, άλλωστε, που οι συναυλίες της εποχής χαρακτηρίστηκαν από συγκρούσεις ανάμεσα στους οπαδούς των συγκροτημάτων που πήγαιναν στα εν λόγω live και τις δυνάμεις της αστυνομίας, που ούτε λίγο ούτε πολύ αντιμετώπιζαν αυτά τα γεγονότα σαν κάτι αντίστοιχο με αγώνες ποδοσφαίρου και το κοινό τους σαν χούλιγκαν.
Μια από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις αυτής της κατηγορίας συναυλιών δεν ήταν άλλη από εκείνη που έγινε στις 12 Σεπτεμβρίου του 1981 στο γήπεδο της ΑΕΚ στη Νέα Φιλαδέλφεια.
Ήταν η ημέρα που ο εμβληματικός Ρόρι Γκάλαχερ, ένας από τους καλύτερους κιθαρίστες στον κόσμο και μόλις 33 χρονών τότε, στις καλύτερες εποχές του δηλαδή, εμφανίστηκε στο κοινό της Αθήνας.
Το γήπεδο είχε κατακλυστεί από τον κόσμο που ήθελε να δει το συγκεκριμένο live, η ατμόσφαιρα ήταν έτσι κι αλλιώς «ασφυκτική» και σύμφωνα με τις μαρτυρίες της εποχής η υπερβολική παρουσία της αστυνομίας έκανε χειρότερα τα πράγματα.
Κανείς δεν ξέρει πώς ακριβώς ξεκίνησαν τα επεισόδια, αλλά σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή της αστυνομίας, κάποια στιγμή και ενώ το live ήταν σε εξέλιξη, 300 άτομα έκαναν επίθεση στα ΜΑΤ. Η συνέχεια ήταν απλά έξω από κάθε φαντασία.
Τα ΜΑΤ όρμησαν στο γήπεδο κάνοντας επίθεση σε όλο τον κόσμο που βρισκόταν εκεί και παρακολουθούσε τη συναυλία, χωρίς να έχει σχέση με την αρχική επίθεση, και σύντομα το γήπεδο έγινε ένα πεδίο μάχης με δακρυγόνα και πολύ ξύλο να καθορίζει το παράλογο σκηνικό που είχε στηθεί από το πουθενά, χαλώντας προφανώς τη συναυλία.
Ο ίδιος ο Γκάλαχερ διέκοψε άρον-άρον τη συναυλία και φυγαδεύτηκε από το σημείο. Οι συγκρούσεις δεν έμειναν μόνο στο γήπεδο. Όσοι τα κατάφεραν φυσικά έφυγαν πανικοβλημένοι αλλά τα επεισόδια συνεχίστηκαν τόσο έξω από το «Νίκος Γκούμας» όσο και συνολικά σε όλη την ευρύτερη περιοχή.
Οι οδομαχίες κράτησαν για πολλές ώρες και ο τελικός απολογισμός ήταν 30 συλλήψεις από την αστυνομία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα γεγονότα αυτά ήρθαν περίπου ένα χρόνο από μια αντίστοιχη κατάσταση στην συναυλία των Police στο κλειστό γήπεδο του Σπόρτινγκ. Η διαφορά ήταν ότι το γεγονός ότι ο Γκάλαχερ έπαιξε σε γήπεδο ποδοσφαίρου έκανε και τα επεισόδια πολύ μεγαλύτερης κλίμακας.
«Κάηκε η Νέα Φιλαδέλφεια από τους ροκάδες», έγραφε την επόμενη μέρα ο Τύπος της εποχής επιβεβαιώνοντας την εικόνα περιθωριακών που είχαν οι οπαδοί της ροκ για τα ΜΜΕ και ένα μεγάλο κομμάτι της τότε κοινωνίας.
Ο ίδιος ο Γκάλαχερ, μια από τις πιο μυθικές περσόνες που γνώρισε ποτέ το ροκ και ο οποίος πέθανε μόλις 12 χρόνια αργότερα έχοντας αφήσει εποχή στο είδος του, μάλλον δεν ξέχασε ποτέ εκείνη την περιπετειώδη νύχτα.
«Ήμασταν βρεγμένοι, τα μάτια μας δάκρυζαν κι όλοι φοβηθήκαμε. Η συναυλία από μόνη της ήταν καταπληκτική. Αλλά ήταν επικίνδυνη. Απλά δεν ήθελα να πεθάνω σ ένα γήπεδο ποδοσφαίρου στην Ελλάδα, χωρίς να ξέρω καν τι συνέβαινε…», είχε πει, περιγράφοντας εκείνη την τρελή και παλαβή νύχτα.