Απιστία και τιμωρία: Το πιο φρικιαστικό έγκλημα στην Ελλάδα

Η σύγχρονη «Μήδεια» που πήρε χάρη, μολονότι διέπραξε το πιο «θανάσιμο» αμάρτημα

Η Νίτα Μπέικερ στεκόταν απέναντι σε δικαστές και ενόρκους με βλέμμα που φανέρωνε πόνο και αυστηρό ντύσιμο. Ένας σταυρός ξεπρόβαλε από το κουμπωμένο μέχρι το λαιμό ρούχο της και μαρτυρούσε την χριστιανική αγωγή της. Δύσκολα θα μπορούσε να πιστέψει κανείς πως αυτή η γυναίκα λίγες μέρες νωρίτερα είχε στραγγαλίσει με τα ίδια της τα χέρια τα τρία μικρά παιδιά της, μόνο και μόνο για να… τιμωρήσει τον σύζυγό της που την απάτησε.

Φρίκη στο Καλαμάκι

Η τριπλή ανθρωποκτονία είχε σοκάρει την ελληνική κοινωνία των αρχών της δεκαετίας του ’60. Τρία παιδιά είχαν βρει φρικτό θάνατο από την 28χρονη μητέρα τους, με τη μικρή κόρη να είναι μόλις 2,5 ετών. Η αποστροφή για την «Αμερικάνα», όπως την αποκαλούσαν αποτυπωνόταν στην ειδησεογραφία της εποχής μέσα από τις εφημερίδες, που έδιναν σοκαριστικές λεπτομέρειες στο αδηφάγο κοινό.

Το βράδυ της 27ης Μαΐου 1961 η Νίτα Μπέικερ, σύζυγος του λοχία της αμερικανικής Βάσης του Ελληνικού Τζόελ Μπέικερ, τάισε τα παιδιά τους πουτίγκα και τα έβαλε νωρίς για ύπνο, προειδοποιώντας τους για ένα «μεγάλο ταξίδι».

Λίγο αργότερα άνοιξε τη Βίβλο και σημείωσε μερικά χωρία που αναφέρονταν στη μοιχεία. Κρατώντας ένα κορδόνι πήγε πάνω από την κούνια στην οποία κοιμόταν η Κίτι.

Το νήπιο έφυγε γρήγορα, χωρίς αντιστάσεις. Το ίδιο και η μεγαλύτερη κόρη του ζευγαριού, η Σουζάνα. Αντίθετα, ο Τζο ξυπνά και προσπαθεί να αντισταθεί όπως μαρτυρούν τα σημάδια στα χέρια του και το δέρμα κάτω από τα νύχια του. Τελικά δεν θα αποφύγει το μοιραίο… Στη συνέχεια η σύγχρονη Μήδεια θα προσπαθήσει να αυτοκτονήσει κόβοντας την καρωτίδα της με μαχαίρι, αλλά δεν δείχνει την ίδια αποφασιστικότητα. Απλά αυτοτραματίζεται, για να την βρει έτσι ο άντρας της. Αργότερα ο λοχίας θα αντικρίσει και τα παιδιά του και θα πάθει σοκ.

Η απιστία την έκανε «Μήδεια»

Ο Τζόελ και η Νίτα Μπέικερ ήταν παντρεμένοι για δέκα χρόνια. Όπως εξιστορήθηκε στο δικαστήριο, το πάθος, ο έρωτας αλλά και η τρυφερότητα είχε εγκαταλείψει το γάμο από καιρό. Αν και η ίδια η παιδοκτόνος έκανε λόγο για μια ήρεμη ζωή, η μαρτυρία του άντρα της ήταν εντελώς διαφορετική. Ο λοχίας ξεκαθάρισε πως έμενε μαζί της μόνο λόγω των παιδιών. Η παντελής έλλειψη ερωτικής ζωής οφειλόταν κατά τη γνώμη στο ολοκληρωτικό δέσιμό της με τη θρησκεία. Λουθηρανή στα όρια του φανατισμού, η νεαρή γυναίκα απέφευγε τη σεξουαλική επαφή, ενώ μετά τη γέννηση του τρίτου παιδιού αποφάσισε πως θα κοιμούνται σε ξεχωριστά κρεβάτια.

Μία μέρα πριν το έγκλημα η Μπέικερ έμαθε την αλήθεια για τη σχέση τους. Πηγαίνοντας να πάρει το αμάξι τους από το συνεργείο παρατήρησε το χαρτοφύλακα του άντρα της στο πίσω κάθισμα. Μέσα σε αυτόν υπήρχαν φωτογραφίες του με μια νεαρή γυναίκα. Όπως αποδείχθηκε αργότερα ήταν η Βενετία Σιταρά, η οποία εργαζόταν επίσης στη βάση.  Ο Τζόελ της είχε πει πως δεν θα χώριζε, ή τουλάχιστον έτσι υποστήριξε η ίδια στο δικαστήριο. Έτσι κι αλλιώς με τρία μικρά παιδιά νεκρά, τέτοιες λεπτομέρειες δεν είχαν σημασία.

Η δίκη

Κατά τη διάρκεια της δίκης η Νίτα Μπέικερ υποστήριξε πως η φρικτή πράξη της δεν είχε εκδικητικό χαρακτήρα. Πίστευε πως ο θάνατος (συμπεριλαμβανομένου και του δικού της) θα ήταν μια λύτρωση από τον άπιστο σύζυγο που είχε προδώσει το λόγο του Θεού και τα ιερά δεσμά του γάμου. Οι ψυχίατροι που την εξέτασαν, επιβεβαίωσαν πως όντως με αυτό τον τρόπο είχε αιτιολογήσει στο μυαλό της το έγκλημα. Οι ένορκοι δέχτηκαν την διάγνωσή τους και σαφώς επηρεαζόμενοι από αυτήν έκριναν ότι ήταν ψυχικά ασθενής και πως η θέση της θα έπρεπε να είναι σε ψυχιατρική κλινική και όχι στη φυλακή.

Ωστόσο ο εισαγγελέας ήταν από εκείνους που δεν είχαν πειστεί για τη διανοητική της κατάσταση και ζήτησε νέα δίκη, όπως και τελικά συνέβη. Τη δεύτερη φορά που βρέθηκε στο εδώλιο η Νίτα Μπέικερ άλλαξε την υπερασπιστική γραμμή της. Υποστήριξε πως ο σύζυγός της ήταν βίαιος και παρουσίασε τον εαυτό της και τα παιδιά τους ως θύματά του. Επιπλέον είπε πως γνώριζε πως ο λοχίας δεν θα της επέτρεπε ποτέ να τον χωρίσει και μοιραία ο θάνατος αποτελούσε για όλους τη μόνη έξοδο διαφυγής. Καταδικάστηκε σε κάθειρξη 16 ετών καθώς κρίθηκε ένοχη, ενώ το δικαστήριο της αναγνώρισε ότι «διέπραξε τους φόνους εν βρασμώ ψυχικής ορμής και με το ελαφρυντικό της μέτριας σύγχυσης».

Δύο χρόνια αργότερα, παρά την αγριότητα των εγκλημάτων της, εξασφάλισε χάρη και έφυγε από την Ελλάδα με προορισμό τις ΗΠΑ. Αν είχε κάνει κάτι ανάλογο στη χώρα της, το πιθανότερο είναι ότι θα την περίμενε η θανατηφόρα ένεση, ή η ηλεκτρική καρέκλα και θα την μαθαίναμε ως πρωταγωνίστρια της σειράς «Deadly Women».

Τη μέρα του φονικού είχε αφήσει μια επιστολή για τον άντρα της. Εκεί έγραφε πως εξασφάλισε στα παιδιά της «ένα χριστιανικό καταφύγιο ώστε να μείνουν μακριά από το βούρκο της αμαρτίας στον οποίο είχε κυλιστεί ο πατέρας τους»…