Εν αρχή είναι το ανήσυχο πνεύμα. Κατά δεύτερον η φιλοδοξία. Και στο κάδρο μαζί τους η οξυδέρκεια. Δεν αρκούν τα δύο μόνο από τα τρία για να χτίσεις μια οικονομική αυτοκρατορία και να μάθουν και οι πέτρες ετούτης της Γης τι εστί «Aris Onasis».
Πόσο μάλλον όταν ξενιτεύεσαι απ’ τον τόπο σου με δύο μηνιάτικα στην τσέπη για να βρεις την τύχη σου στην άλλη άκρη του ωκεανού.
Η τύχη και μια καλή γνωριμία ευνοούν πάντα τον οπορτουνιστή. Όταν ο 20χρονος Αριστοτέλης Ωνάσης έφυγε το 1923 από την Ελλάδα για την Αργεντινή με 250 δολάρια στην τσέπη, δεν ήξερε που θα τον βγάλει η περιπέτεια. Αυτό που ήξερε όμως είναι ότι δεν θα άφηνε καμία ευκαιρία ανεκμετάλλευτη.
Οι δουλειές του νυχτοφύλακα και του λαντζέρη που έκανε αρχικά για να βγάλει τα προς το ζην, προφανώς δεν τον συγκινούσαν.
Η διαδρομή του προς την κορυφή ξεκίνησε με μια τυχαία συνάντηση σε ένα τραμ του Μπουένος Άιρες. Ο Ωνάσης καθόταν στις μπροστινές θέσεις όταν εντόπισε πίσω του μια συνομιλία δύο ανθρώπων στα ελληνικά. «Γεια σας πατριωτάκια! Κι εγώ Ελληνας είμαι! Πριν από λίγο καιρό ήρθα από την Ελλάδα», γύρισε και τους είπε.
Αφού έπιασαν κουβέντα, οι τρεις άνδρες κατέβηκαν από το τραμ και πήγαν στο μπαρ «Λα Μπόκα». Εκεί ο νεαρός Αριστοτέλης εξήγησε στους συνομιλητές του ότι οι οικονομίες του τελείωναν και ότι έπρεπε να βρει οπωσδήποτε δουλειά. Ζήτησε τη βοήθεια τους για τη σύσταση κάποιας, έστω και ως εργάτης.
Ο ένας από τους δύο Έλληνες, ονόματι Κυριάκος Γαζίδης, προσφυγόπουλο και αυτός από την Κωνσταντινούπολη, εργαζόταν στη Βρετανική Τηλεφωνική Εταιρεία, «United Telecom».
Την επόμενη ημέρα πήγε τον Ωνάση στον Άγγλο διευθυντή του, ο οποίος είχε υπηρετήσει στη Θεσσαλονίκη κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους και μιλούσε πάντα με τα καλύτερα λόγια για την ελληνική μεγαλούπολη. Ο Ωνάσης ήξερε ισπανικά, αγγλικά και τουρκικά και αυτά τα προσόντα ήταν αρκετά για να προσληφθεί άμεσα.
Φυσικά ο πολυμήχανος Αριστοτέλης δεν αρκέστηκε στη δουλειά του υπαλλήλου. Εκμεταλλευόμενος τη θέση του στη τηλεφωνική εταιρία, άρχισε να κρυφακούει συνομιλίες που εκτιμούσε ότι θα του φανούν χρήσιμες.
Το Μπουένος Άιρες είχε τότε περίπου 6.000 Έλληνες μετανάστες, αρκετοί εκ των οποίων ιδιοκτήτες επιτυχημένων επιχειρήσεων οινοποιείων, κατασκευής ταπήτων και τσιγάρων από τα καπνά της Κούβας.
Μετά το 1922 το κύριο εξαγωγικό προϊόν της Ελλάδας έγιναν τα καπνά. Με το εμπόριο καπνού αποφάσισε να ασχοληθεί και ο ίδιος, μεταφέροντας την τεχνογνωσία από την ανατολική Μεσόγειο στον νοτιοδυτικό Ατλαντικό. Ο πατέρας του, Σωκράτης Ωνάσης, ήταν εύπορος καπνέμπορας της Σμύρνης πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή και ο υιός Ωνάσης δεν θα έμπαινε σε ξένα χωράφια.
Η πρώτη επενδυτική προσπάθεια ήταν μια μικρή επιχείρηση εισαγωγής καπνού και κατασκευής τσιγάρων. Τον καπνό τον εξασφάλιζε ο πατέρας του μέσω Τουρκίας. Ο τρόπος με τον οποίον πλάσαρε τα τσιγάρα του στην αγορά της Αργεντινής έχει μείνει παροιμιώδης: εκτός του ότι πέταγε σε πολυσύχναστους δρόμους του Μπουένος Άϊρες άδεια πακέτα για τις ανάγκες του μάρκετινγκ, είχε την φαεινή ιδέα να λανσάρει ελαφρά τσιγάρα για γυναίκες, με ροζ φίλτρο και χρυσό χαρτί.
Ο Ωνάσης στόχευσε στον όλο και αυξανόμενο αριθμό των γυναικών καπνιστριών – ένα φαινόμενο που είχε προκύψει από την ανερχόμενη χειραφέτηση των γυναικών στη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Πίστευε επίσης ότι το τουρκικό χαρμάνι θα άρεσε περισσότερο στις γυναίκες από το (βαρύτερο) ταμπάκο της Κούβας και, όπως αποδείχτηκε, είχε δίκιο.
Η μικρή βιοτεχνική μονάδα κατασκευής τσιγάρων που δημιούργησε, του εξασφάλισε το πρώτο καλό κεφάλαιο. Ήταν τα πακέτα «Primeros» και «Οσμάν», αυτά με τη ροζ και χρυσαφί απόχρωση, για να ελκύουν τις γυναίκες.
Με τη βοήθεια των εξαδέλφων του Κώστα και Νίκο Κονιαλίδη, επέκτεινε την επιχειρηματική δραστηριότητα του.
Όταν η διάσημη σοπράνο της Αργεντινής Κλαούντια Μούθιο, που αγαπούσε το τούρκικο χαρμάνι, εμφανίστηκε στα σαλόνια της υψηλής κοινωνίας καπνίζοντας τα τσιγάρα του, ο Ωνάσης εξασφάλισε εν μία νυκτί την καλύτερη διαφήμιση. Δεν άργησαν μάλιστα να γίνουν και ζευγάρι, καθώς ως γνωστόν ο Σμυρνιός γυναικάς είχε… αδυναμία στις διασημότητες.
Δεν ήταν όμως αποκλειστικά η δράση του στο Μπουένος Άιρες αυτή που έθεσε τις βάσεις για την ταχύτατη άνοδο του. Χρειάστηκε και ένα «κόλπο» κατά τη μεταφορά του καπνού, το οποίο συνετέλεσε στην υπερκερδοφορία της επιχείρησης.
Ο καπνός ερχόταν μέσω της πόλης Γένοβα όπου έμπαινε σε πλοία για την Αργεντινή. Εκεί ο Ωνάσης ανακάλυψε την εξής ιδέα: ραντίζοντας τα φορτία του καπνού με θαλασσινό νερό ενόσω βρίσκονταν στη Γένοβα περιμένοντας τη φόρτωσή τους μπορούσε να παίρνει αποζημίωση από τους ασφαλιστές ισχυριζόμενος ότι καταστράφηκαν από τη θάλασσα κατά τη μεταφορά τους.
Οι αποζημιώσεις αποδείχθηκαν ένα πολύ καλό συμπλήρωμα στα νόμιμα κέρδη του. Ορισμένοι υπάλληλοι των ασφαλιστικών εταιρειών ήταν αναμειγμένοι στην υπόθεση ως την στιγμή που κάποιος υπάλληλος τους «κάρφωσε». Ο Νίκος Κονιαλίδης βρισκόταν εκείνες τις ημέρες στη Γένοβα και πέρασε ένα διάστημα στη φυλακή.
Στα 10 χρόνια λειτουργίας της η επιχείρηση είχε ξεπεράσει κάθε προσδοκία. «Από 15 δεματάκια ετησίως το 1924, έφτασα αισίως το 1934 σε 15.000 δέματα ετήσια εισαγωγή Εγγύς Ανατολής και πάσης άλλης προελεύσεως», είχε πει ο ίδιος ο δημιουργός της.
Έτσι ξεκίνησαν όλα. Τα κέρδη που καρπώθηκε απ’ το εμπόριο καπνού ήταν το διαβατήριο για την εφοπλιστική δραστηριότητά του Ωνάση. Το 1932 ο πατέρας του απεβίωσε και η εισαγωγή καπνών στην Αργεντινή άρχισε να σημειώνει πτώση. Η αλλαγή της αργεντίνικης νομοθεσίας για τους δασμούς ήρθε στο κατάλληλο timing. Οι φόροι για εμπορεύματα που εισάγονταν από χώρες που δεν είχαν εμπορική συμφωνία με την Ελλάδα, θα αυξάνονταν μέχρι και 1000%.
Τότε ο Έλληνας επιχειρηματίας πήρε τη μεγάλη απόφαση που καθόρισε την επιχειρηματική του ζωή. Διακρίνοντας τις τεράστιες ευκαιρίες που παρείχε η ναυτιλία, επένδυσε σε αυτήν στη χειρότερη στιγμή της αγοράς των ναύλων και την καλύτερη για αγορά πλοίων.
Τα υπόλοιπα είναι λίγο-πολύ γνωστά. Η θάλασσα απογείωσε επιχειρηματικά τον εν δυνάμει μεγιστάνα, που δεν χρειάστηκε να… ραντίσει ξανά το εμπόρευμά του. Το θαλασσινό νερό, που διά της τεθλασμένης χρησιμοποίησε για να ρίξει τα μπετά, θα γινόταν πια τα θεμέλια πάνω στα οποία θα έχτιζε την αυτοκρατορία του.