Μετά από πολύωρη ανάκριση ο Ρίτσαρντ Μπάκλαντ ομολογεί το βιασμό και τη δολοφονία της 15χρονης μαθήτριας Ντον Άσγουορθ. Αρνείται οποιαδήποτε σχέση με ένα παρόμοιο έγκλημα που είχε συμβεί δύο χρόνια νωρίτερα, με θύμα επίσης ένα κορίτσι ίδιας ηλικίας, αλλά η αστυνομία είναι βέβαιη πως έχει τον ένοχο στα χέρια της. Η μεθοδολογία δράσης ήταν παρόμοια, τα πτώματα είχαν βρεθεί σε ανάλογη κατάσταση, περίπου στην ίδια περιοχή και σε όλους δόθηκε η εντύπωση πως οι κάτοικοι του Νάρμπορο της Αγγλίας, κοντά στο Λέστερ, μπορούσαν επιτέλους να κοιμηθούν ήσυχοι. Μέχρι που για πρώτη φορά στην ιστορία το τεστ dna ήρθε να ανατρέψει τα πάντα. Όχι μόνο στη συγκεκριμένη υπόθεση, αλλά στην επιστήμη της εγκληματολογίας στο σύνολό της.
Τρόμος
Το πρώτο θύμα λεγόταν Λίντα Μαν κι έχει βρεθεί σε άθλια κατάσταση σ’ ένα χωράφι στο Νάρμπορο τον Νοέμβριο του 1983. Επέστρεφε από ένα φιλικό σπίτι όταν δέχτηκε την επίθεση ενός άντρα που -αφού τη βίασε- της αφαίρεσε όλα τα ρούχα και στη συνέχεια την στραγγάλισε με το φουλάρι που φορούσε. Για το μικρό χωριό κοντά στο Λέστερ το σοκ ήταν άνευ προηγουμένου. Ήταν η πρώτη φορά που ένα τέτοιο έγκλημα συνέβαινε στην περιοχή. Όμως παρά την κινητοποίηση των αρχών, οι έρευνες δεν απέδωσαν καρπούς και η υπόθεση «πάγωσε».
Με εξαίρεση την οικογένεια του θύματος, οι υπόλοιποι κάτοικοι της περιοχής είχαν αφήσει την υπόθεση πίσω τους, επιστρέφοντας στους κανονικούς ρυθμούς της ζωής τους. Όταν όμως τον Ιούλιο του 1986 ανακαλύφθηκε το πτώμα της Ντον Άσγουορθ, ακριβώς στην ίδια κατάσταση, όλοι παρέλυσαν από τον φόβο τους. Εάν δεν βρισκόταν ο δολοφόνος, το παιδί του καθενός θα μπορούσε να είναι το επόμενο.
Ένας βολικός ένοχος
Υπό το βάρος δύο υποθέσεων βιασμού και δολοφονίας, η αστυνομία ακολούθησε μια πιο επιθετική τακτική προχωρώντας σε προσαγωγές και ανακρίσεις υπόπτων που ήταν πιθανό να σχετίζονται με τα θύματα. Το γεγονός ότι και τα δύο πτώματα βρέθηκαν σε απόσταση περίπου ενός χιλιομέτρου το ένα από το άλλο, σε μονοπάτια που γνώριζαν μόνο οι κάτοικοι, κατεύθυναν τις έρευνες στο πιο στενό περιβάλλον των κοριτσιών.
Ο 17χρονος Ρίτσαρντ Μπάκλαντ γνώριζε την Ντον και θα μπορούσε να ταιριάζει στο προφίλ του δολοφόνου της. Όταν ανακρίθηκε, έδειξε να ξέρει λεπτομέρειες που αφορούσαν το έγκλημα, αλλά δεν είχαν διαρρεύσει στον Τύπο. Τα ρούχα του θύματος, τη θέση που βρέθηκε το πτώμα, στοιχεία που θα ήταν αδύνατο να γνωρίζει κάποιος εντελώς άσχετος με την υπόθεση. Με λίγη πίεση παραπάνω από τους έμπειρους αστυνομικούς τελικά «σπάει». Ομολογεί το βιασμό και τη δολοφονία της Άσγουορθ, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει τι τον είχε οδηγήσει σε αυτή την αποτρόπαια πράξη. Ωστόσο αρνείται πεισματικά οποιαδήποτε σχέση με το αντίστοιχο έγκλημα δύο χρόνια νωρίτερα. Παρόλα αυτά, του απαγγέλλονται κατηγορίες και για τα δύο και πλέον είναι σχεδόν βέβαιο πως δεν θα αποφύγει τα ισόβια δεσμά.
Μια τυχαία ανακάλυψη
Η αποκρυπτογράφηση της δομής του dna θεωρείται από πολλούς η μεγαλύτερη ανακάλυψη του 20ου αιώνα. Από τότε που το κατάφεραν οι Γουότσον και Κρικ είχαν περάσει περίπου 30 χρόνια, αλλά η επιστημονική έρευνα δεν είχε προχωρήσει τόσο ώστε να βρεθεί ένας τρόπος που να οδηγεί στην απόλυτη ταυτοποίηση μέσω ενός τεστ. Με περιορισμένη γνώση πάνω στη χαρτογράφηση του ανθρώπινου γονιδιώματος αρκετοί επιστήμονες προσπαθούσαν να βρουν τρόπους πρακτικής αξιοποίησης αυτής της νέας ανακάλυψης. Ένας από αυτούς, ο Άλεκ Τζέφρις, εντελώς συμπτωματικά δούλευε μερικά χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο των εγκλημάτων, στο πανεπιστήμιο του Λέστερ, όταν -μάλλον κατά τύχη- προχώρησε ένα βήμα παραπάνω.
Ο Άγγλος γενετιστής εργαζόταν πάνω σε μια έρευνα για το πώς ορισμένες ασθένειες μεταφερόταν από γενιά σε γενιά, όταν ένα από τα πειράματά του πήγε στραβά. Είχε προσκολλήσει κύτταρα dna σε φωτογραφικό φιλμ το οποίο ξέχασε μέσα στο υγρό εμφάνισης φωτογραφιών. Όταν τα έβγαλε, διαπίστωσε πως σε κάθε ένα από αυτά είχαν σχηματιστεί μικρές μπάρες. Επιπλέον συνειδητοποίησε πως το κάθε ένα από τα δείγματα εμφάνιζε μια μοναδική δομή. Ήταν η πρώτη φορά που κάποιος είδε το νουκλεϊκό οξύ σαν ένα είδος βιολογικού αποτυπώματος.
Η αστυνομία που τόλμησε
Παρά το γεγονός πως είχε στα χέρια της μια ομολογία που εύκολα θα έστελνε τον ύποπτό της για μια ζωή στη φυλακή, η αγγλική αστυνομία θέλησε να δώσει στον υποτιθέμενο θύτη αλλά και τη νέα τεχνολογία μια ευκαιρία. Πλησίασε τον Τζέφρις και του ζήτησε να συγκρίνει το γενετικό υλικό που βρέθηκε στα δύο θύματα με εκείνο του Μπάκλαντ. Τα αποτελέσματα ήταν σοκαριστικά. Η επιστήμη ήταν ξεκάθαρη. Και τα δύο κορίτσια είχαν στραγγαλιστεί και βιαστεί, πέρα από κάθε αμφιβολία, από το ίδιο άτομο. Όμως ο 17χρονος δεν ήταν ένοχος. Δεν ήταν το δικό του σπέρμα. Απλά επρόκειτο για ένα μπλεγμένο παιδί με αρκετές δυσκολίες, μαθησιακές και όχι μόνο, που υπό ασφυκτική πίεση ομολόγησε κάτι που δεν είχε κάνει. Ένας αθώος μόλις είχε σωθεί, πράγμα που σήμαινε ότι ο δολοφόνος κυκλοφορούσε ακόμη ελεύθερος.
Τους επόμενους μήνες ακολούθησε μια πρωτοφανής εκστρατεία. Η αστυνομία ζήτησε από όλους τους άντρες της περιοχής που είχαν γεννηθεί από το 1953 μέχρι το 1970 να δώσουν οικειοθελώς δείγμα ώστε να αποκλειστούν ύποπτοι. Περισσότεροι από 5.500 άνθρωποι ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα, όμως αποτέλεσμα δεν υπήρξε. Πίσω στο σημείο μηδέν, για ακόμη μία φορά όλα έμοιαζαν τελειωμένα.
Δικαίωση
Περίπου ένα χρόνο μετά τον δεύτερο φόνο, ένας άντρας ονόματι Κέλι καυχιόταν σε μια τοπική παμπ πως είχε βοηθήσει ένα φίλο να ξεγελάσει την αστυνομία. Με μια-δυο μπίρες παραπάνω, εξήγησε πως είχε δώσει δείγμα στη θέση του Κόλιν Πίτσφορκ, ο οποίος είχε κάνει το ίδιο (όπως του ορκίστηκε) για έναν δικό του φίλο. Άγνωστο γιατί, δέχτηκε να το κάνει. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να παραχαράξει το διαβατήριό του. Για δική του κακή τύχη -και καλή για την ανθρωπότητα- κάποιος άκουσε τη συνομιλία κι έσπευσε να μεταφέρει το διάλογο στις αρχές.
Όταν ο Πίτσφορκ συνελήφθη δεν υπήρχαν πολλά που μπορούσε να πει. Αποδέχτηκε τις κατηγορίες απαντώντας κυνικά στο ερώτημα «γιατί»; «Ευκαιρία… Αυτές ήταν εκεί. Εγώ ήμουν εκεί. Έγινε», είπε ψυχρά. Αργότερα οι ψυχίατροι επιβεβαίωσαν την ψυχωσική προσωπικότητά του και διαβεβαίωσαν πως αν ο 27χρονος -τότε- δολοφόνος δεν είχε πιαστεί, θα συνέχιζε το διαβολικό έργο του. Λίγο αργότερα καταδικάστηκε σε ισόβια, με δικαίωμα αίτησης αποφυλάκισης μετά από τουλάχιστον 30 χρόνια. Το 2016 κατέθεσε ένα τέτοιο αίτημα, το οποίο και απορρίφθηκε.
https://www.youtube.com/watch?v=vjpR_Fx3_X8
Παραμένει μέχρι σήμερα στη φυλακή, έχοντας το «προνόμιο» να είναι ο πρώτος άνθρωπος που οδηγήθηκε στη φυλακή με τη χρήση του τεστ dna. Μιας τεχνικής που βοήθησε στην καταδίκη πολλών ενόχων, αλλά ακόμη σπουδαιότερα, στην αθώωση ανθρώπων που χωρίς την επιστήμη θα σάπιζαν πίσω από τα σίδερα.