Το μοιραίο λάθος που οδήγησε στον εντοπισμό και τη δολοφονία του Πάμπλο Εσκομπάρ

Ή μήπως ήταν μια «πράξη αγάπης»...;

Plata o Plomo? (Ασήμι ή μολύβι;). Αυτός ήταν ο περίφημος «νόμος» του Πάμπλο Εσκομπάρ, στον οποίο επέδειξε τυφλή «υποταγή» για περισσότερα από 15 χρόνια η Κολομβία. Ελάχιστοι κατάφεραν να διαφύγουν του διλήμματος «χρηματισμός ή σφαίρες», στην περίοδο ακμής του «βασιλιά της κοκαΐνης». Η μοίρα των στοχευμένων ήταν προδιαγεγραμμένη. Πρώτα ήταν η δωροδοκία και σε περίπτωση άρνησης ο θάνατος, για όποιον έμπαινε στη λίστα της ισχυρότερης και πιο φονικής μαφιόζικης οργάνωσης που έδρασε ποτέ στον πλανήτη.

«Μερικές φορές νιώθω σαν θεός. Όταν διατάξω τη δολοφονία κάποιου, μετά από λίγο πεθαίνει», είχε πει ο ηγέτης του Καρτέλ Μεδεγίν, που σύμφωνα με ανεπίσημα στοιχεία ευθύνεται για το θάνατο περισσότερων από 27.000 ανθρώπων στη λατινοαμερικάνικη χώρα.

Ο πιο στυγνός εγκληματίας όλων των εποχών όμως υπήρξε μια αντιφατική προσωπικότητα, στα όρια του μεταφυσικού. Πέραν του ότι μοίραζε αφειδώς χρήματα στους φτωχούς πολίτες της ιδιαίτερης πατρίδας του, προσέγγισε με εντυπωσιακό -για τη σκληρότητα του- τρόπο το πρότυπο του οικογενειάρχη. Έως το τέλος της ζωής του παρέμεινε αταλάντευτα μια στοργική πατρική και συζυγική φιγούρα, διατηρώντας παθολογική σχέση με την οικογένειά του.

Αυτή ήταν τελικά και η αχίλλειος πτέρνα του.

Και από αυτή την αδυναμία του προέκυψε εν τέλει το μοιραίο για εκείνον λάθος που οδήγησε στον εντοπισμό του.

Στα τέλη του 1993, το μέχρι πρότινος πανίσχυρο Καρτέλ Μεδεγίν ήταν μια οργάνωση υπό εξαφάνιση. Μετά την απόδραση από τη δική του φυλακή, την περίφημη La Catedral, ο Πάμπλο Εσκομπάρ κυνηγήθηκε ανελέητα από την κολομβιανή κυβέρνηση, τη CIA και το ανταγωνιστικό Καρτέλ Κάλι.

Το Search Bloc, η ειδική ομάδα των ενόπλων δυνάμεων της Κολομβίας, εκπαιδευμένη από Αμερικανούς και η παραστρατιωτική οργάνωση Los Pepes, την οποία χρηματοδοτούσε το Καρτέλ Κάλι, έσφιγγαν ολοένα και περισσότερο τον κλοιό γύρω του. Οι δολοφονίες και οι συλλήψεις των ανδρών του ήταν καθημερινό φαινόμενο, ενώ ο ίδιος αναγκαζόταν να αλλάζει συνεχώς κρησφύγετα για να αποφύγει τη σύλληψη.

Η δύναμη του μειωνόταν διαρκώς και η κατάληξη ήταν να απομείνει στο τέλος μόνο ένας έμπιστος άνδρας στο πλάι του. Ήταν ο Άλβαρο ντε Χεσούς Αγουδέλο, γνωστός ο Λιμόν. Ο Εσκομπάρ είχε νωρίτερα απορρίψει διαδοχικά την πρόταση της συζύγου του να διαφύγουν στο εξωτερικό, που πιθανότατα θα ήταν και η σωτήρια για αυτόν.

Προσπάθησε να στείλει μόνο την οικογένειά του στη Γερμανία, αλλά τη χορήγηση άδειας διαμονής εκεί μπλόκαρε η αμερικάνικη δίωξη ναρκωτικών, δηλαδή η κυβέρνηση των ΗΠΑ. Όταν οι γερμανικές Αρχές την έστειλαν πίσω στην Κολομβία, η οικογένειά του τέθηκε υπό κράτηση από την κολομβιανή κυβέρνηση.

Ακόμα και κυνηγημένος ωστόσο, ο Πάμπλο δεν μπορούσε να μην επικοινωνεί μαζί τους. Για τον εντοπισμό του είχε συσταθεί και μια κολομβιανή ηλεκτρονική ομάδα παρακολούθησης, με επικεφαλής τον Ταξίαρχο Ούγκο Μαρτίνες, αρχηγό του Search Bloc. Η ομάδα χρησιμοποιούσε μια τεχνολογία ραδιοπλήρωσης για την παρακολούθηση εκπομπές ραδιοτηλεφώνων και στις 2 Δεκεμβρίου του ’93 τον εντόπισε να συνομιλεί με τον γιο του.

Ταυτοποιώντας τη θέση του, ανακάλυψε ότι κρυβόταν σε ένα διαμέρισμα της συνοικίας Los Olivos, στο Μεδεγίν.

Η έφοδος των ανδρών της αστυνομίας εξελίχθηκε σε ανθρωποκυνηγητό και ανταλλαγή πυροβολισμών. Ο «El Patron» δεν παραδόθηκε, αλλά προσπάθησε μαζί με τον σωματοφύλακά του να διαφύγουν από τις στέγες των διπλανών σπιτιών. Ήταν όμως αδύνατο να τα καταφέρουν. Αμφότεροι έπεσαν νεκροί από τις σφαίρες. Ο Πάμπλο δέχτηκε τρεις πυροβολισμούς, στο πόδι, στον κορμό και τον μοιραίο πίσω από το αυτί.

Ποτέ δεν έγινε γνωστό ποιος έδωσε αυτή την τρίτη χαριστική βολή στον βαρόνο των ναρκωτικών. Στην επιχείρηση συμμετείχε και ο πράκτορας Στιβ Μέρφι, της αμερικάνικης Δίωξης Ναρκωτικών, ενώ παραμένει ασαφές αν σε αυτήν πήραν μέρος και άνδρες των Los Pepes.

Υπάρχει ωστόσο και η εκδοχή ότι τη σκανδάλη για αυτόν τον τρίτο πυροβολισμό την πάτησε το ίδιο το θύμα. Την εκδοχή της αυτοκτονίας έχουν υποστηρίξει τα δυο αδέλφια του Εσκομπάρ και ο γιος του, Χουάν Πάμπλο. Ο τελευταίος με μεγάλη βεβαιότητα, λέγοντας ότι ο πατέρας του έπεσε συνειδητά στην παγίδα του Search Bloc. Ή για την ακρίβεια ότι ο ίδιος την… έστησε.

«Τον ήξερα πολύ καλά. Πάντα μου έλεγε “ποτέ μην αγγίζεις το τηλέφωνο, γιατί αν το αγγίξεις θα πεθάνεις”. Κι εκείνη την ημέρα άγγιξε ο ίδιος το τηλέφωνο. Δεν το είχε κάνει ποτέ πριν. Μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον Λιμόν, να του ζητήσει να κάνει τα ίδια τηλεφωνήματα πολύ μακριά από την κρυψώνα τους. Ήξερα πώς σκεφτόταν ο πατέρας μου όταν επρόκειτο για λόγους ασφαλείας, κρυβόταν με μεγάλη επιτυχία από τις Αρχές. Δεν ήταν ηλίθιος. Πραγματικά πήρε την απόφαση κι έκανε το τηλεφώνημα, μόνο και μόνο για να επιτρέψει στους εχθρούς του να τον πιάσουν».

Γιατί όμως να επιθυμεί κάτι τέτοιο ο Νο. 1 τότε καταζητούμενος της Γης; Ο 41χρονος σήμερα αρχιτέκτονας και συγγραφέας δεν έχει καμία αμφιβολία ούτε επ’ αυτού.

«Ήμασταν όμηροι της ίδιας μας της κυβέρνησης. Πήγαμε στη Γερμανία όπου χωρίς καμία δικαιολογία μας έθεσαν υπό περιορισμό και μας εξανάγκασαν να επιστρέψουμε στη χώρα μας, παρότι είχαμε χρήματα για να πάμε σε οποιαδήποτε χώρα του κόσμου. Δεν μας το επέτρεψαν. Ο πατέρας μου κατάλαβε, ήταν ξεκάθαρο το μήνυμα. «Αν δεν παραδοθείς θέτεις σε κίνδυνο τη ζωή της οικογένειάς σου». Το έκανε για μας. Η μεγαλύτερη πράξη αγάπης του ήταν στις 2 Δεκεμβρίου του 1993. Διέπραξε αυτοκτονία για να απελευθερώσει εμάς, τα μέλη της οικογένειάς του. Στις ηχογραφήσεις της ημέρας μπορείτε να με ακούστε να λέω ”σε παρακαλώ, μη μου τηλεφωνείς άλλο”, και του το είπα όχι μία αλλά χίλιες φορές στη διάρκεια των κλήσεων. Αυτός όμως εξακολούθησε να παίρνει. Τα τελευταία λόγια που μου είπε ήταν “θα σου τηλεφωνήσω ξανά”».

Την ίδια θεωρία έχουν διατυπώσει και οι δύο αδελφοί του, Ρομπέρτο και Φερνάντο Σάντσες Αρεγιάνο. Ο πρώτος μάλιστα επικαλέστηκε ως  «προφητεία» μια εκπεφρασμένη επιθυμία του Πάμπλο. «Όλο αυτόν τον καιρό που ήταν καταζητούμενος, μου έλεγε σχεδόν κάθε ημέρα ότι αν βρεθεί στην κατάσταση να μην υπάρχει τρόπος διαφυγής, θα φυτέψει μια σφαίρα πίσω από το αυτί του».

Ο Εσκομπάρ είχε πει όμως και κάτι άλλο, που ίσως υποδηλώνει ότι ο θάνατός του δεν ήταν ούτε δολοφονία, ούτε «πράξη αγάπης».

«Προτιμώ χίλιες φορές έναν τάφο στην Κολομβία, απ’ ότι ένα κελί στις ΗΠΑ…».