Ο πιο πλήρης επιθετικός όλων των εποχών: Έβαλε περισσότερα γκολ από τον Πελέ, αλλά δεν τον ξέρει κανείς

Έμαθε να κοντρολάρει ξυπόλητος. Σε 7 ευκαιρίες έβαζε… 7. Έτρεχε 100 μ. σε 10’’ και ρίχνει μια 200αριά γκολ στον Πελέ. Κι όμως: Το μεγαλύτερο κανόνι που έβγαλε ποτέ το ποδόσφαιρο είναι ο «Πέπι» Μπίτσαν...

Παθαίνουμε πλάκα με τον αριθμό των γκολ που βάζει ο Μέσι. Ξεχειλώνουμε το στόμα από θαυμασμό για τις επιδόσεις του Ρονάλντο.

Συμφωνούμε μεν ότι ο Πελέ είναι «μαϊντανός» και «φραγκοφονιάς», αλλά παραδεχόμαστε ότι δεν υπήρξε ποτέ ξανά τέτοιος σκόρερ.

Και κάπου εκεί ψηλά, ταλαιπωρώντας έναν (τερματο)φύλακα-άγγελο για να περνάει η ώρα του στον παράδεισο, ο Γιόζεφ Μπίτσαν έχει ξεκαρδιστεί μαζί μας!

Γιατί διασκεδάζει (αν δεν εκνευρίζεται) με την άγνοιά μας για το ποιος πραγματικά ήταν ο μεγαλύτερος γκολτζής που έβγαλε ποτέ το ποδόσφαιρο.

Ξεχασμένος από τα βιβλία της ιστορίας, αδικημένος από αφιερώματα και χωρίς την υστεροφημία που άξιζε στα κατορθώματά του, ο «Πέπι» αποτελεί ένα από τα πιο γοητευτικά μυστήρια της μπάλας.

Και τον επιθετικό που -βάσει αριθμών- υπήρξε ο πιο καυτός εραστής των διχτύων.

Γιατί ακόμα κι αν μετράει γκολ σε παραλίες της Κόπα Καμπάνα, το άθροισμα του Ρομάριο (σύμφωνα με τη διεθνή οργάνωση καταγραφής στατιστικών του ποδοσφαίρου, RSSSF) φτάνει στα 968.

Με τον Πελέ να υπολογίζει ακόμα και τέρματα σε προπονήσεις, η σούμα δεν ανεβαίνει παραπάνω από τα 1280.

Και με τον Μπίτσαν να παίζει σε 445 παιχνίδια λιγότερα από το «μαύρο διαμάντι» πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (918 έναντι 1.383), το κοντέρ έχει γράψει 1470 τεμάχια!

Το ειρωνικό είναι, δε, πως μέσω του… Πελέ αναδείχθηκε η περίπτωση του Τσεχο-Αυστριακού.

Όταν λοιπόν το 1969, ο Βραζιλιάνος πετύχαινε το 1000ο του γκολ και οι δημοσιογράφοι έψαχναν κάποιον που μπορεί να είχε πετύχει κάτι αντίστοιχο, ο Γερμανός, Μπίμπο Μπίντερ υπέδειξε τον Μπίτσαν:

Λέγοντας πως είχε σημειώσει περισσότερα από 5000 γκολ!

Κι όταν ρώτησαν τον ίδιο τον Μπίτσαν γιατί δεν είχε μιλήσει ποτέ γι’ αυτό, απάντησε αφοπλιστικά: «Ποιος θα με πίστευε αν έλεγα ότι έχω πετύχει πέντε φορές περισσότερα γκολ από τον Πελέ;» 

Όσο απίστευτο μοιάζει όμως το νούμερο κι όσο κι αν μοιάζει δύσκολο να πετύχαινε 185 γκολ τη χρονιά (τόσο βγάζει η σχετική διαίρεση), άλλο τόσο δικαιολογούνταν κάτι τέτοιο από τα χαρακτηριστικά του Μπίτσαν.

Αυτά που τον έκαναν να μοιάζει με παίκτη video game. Ξέρεις, από ‘κείνους που τους έχεις «πειράξει» πριν το παιχνίδι με τον κολλητό σου, ανεβάζοντας στο τέλειο όλους τους δείκτες:

Ψηλός και δυνατός. Εκτέλεση και με τα δυο πόδια. Άριστη τεχνική, άψογες τοποθετήσεις, εκπληκτική κεφαλιά.

Και το φοβερότερο όλων; Τρέχοντας τα 100 μέτρα σε 10,8 δευτερόλεπτα, μπορούσε να ανταγωνιστεί τις κορυφαίες επιδόσεις των σπρίντερ της εποχής του.

Αλήθεια όμως, για ποια εποχή μιλάμε;

Ο Γιόζεφ Μπίτσαν γεννήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 1913 στη Βιέννη από Τσέχους γονείς, τον Φράντισεκ και την Λουντμίλα. Και τι ειρωνεία, είχε την καλύτερη αφορμή να ΜΗΝ ασχοληθεί με την μπάλα.

Όταν ο πατέρας του, επίσης ποδοσφαιριστής, πέθανε από σοβαρό τραυματισμό στο νεφρό κατά τη διάρκεια αγώνα. Ήταν 30 χρονών κι εκείνος 8. Δεν εμπόδισε όμως τη μοίρα του.

Ούτε η φτώχεια το έκανε. Γιατί την αδυναμία της μητέρας (που δούλευε σε κουζίνα εστιατορίου) να του αγοράσει παπούτσια, την έκανε προτέρημα.

Και τον μονόδρομο του να παίζει μπάλα ξυπόλητος το μετέτρεψε σε ευκαιρία να εξελίξει το (ούτως ή άλλως χαρισματικό) κοντρόλ του.

Έτσι, στα 12 εντάχθηκε στη Χέρτα Βιέννης. Στα 18 του είχε ήδη εντοπιστεί από τη Ραπίντ. Κι από ‘κει που της κόστισε 150 σελίνια για να τον αγοράσει, δυο χρόνια αργότερα του προσέφερε 600 σελίνια για να παραμείνει.

Το ταλέντο του είχε ήδη κάνει «μπαμ». Ακόμα κι αν η μητέρα του δυσκολευόταν να αποδεχθεί ότι θα παίζει ποδόσφαιρο.

Και με την εφιάλτη του συζύγου να ζωντανεύει μπροστά της, δεν δίστασε κάποτε να μπουκάρει στο γήπεδο και να χτυπήσει με την… ομπρέλα της έναν αντίπαλο που θεωρούσε ότι έπαιζε βρώμικα τον γιο της.

Ο μικρός όμως μεγάλωσε και δεν είχε ανάγκη τη βοήθεια της μαμάς. Στα 20 του έγινε κιόλας διεθνής.

Μέλος της περίφημης «Wunderteam» (ομάδας-θαύμα), που ξεχώρισε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1934, αλλά σταμάτησε στον ημιτελικό από τα όργια του διαιτητή υπέρ της οικοδέσποινας Ιταλίας του Μουσολίνι.

Όχι περίεργο γεγονός, αν σκεφτεί κανείς ότι ο Σουηδός, Ιβάν Έκλιντ, το προηγούμενο βράδυ είχε δειπνήσει με τον δικτάτορα.

Οι εμφανίσεις του Μπίτσαν, ωστόσο, στην εθνική τον έκαναν γνωστό και εκτός συνόρων. Έτσι, λίγο πριν την προσάρτηση της Αυστρίας από τη ναζιστική Γερμανία, αποφάσισε να πάει στην Τσεχοσλοβακία (πατρίδα των γονιών του) για λογαριασμό της Σλάβια Πράγας.

Δεν θα μπορούσε να πάρει καλύτερη απόφαση. Γιατί εκεί θα άρχιζε να γράφει ένα ποδοσφαιρικό έπος…

Από το 1937 που φόρεσε τη φανέλα της Σλάβια, ο Μπίτσαν έπαιξε σε 217 ματς. Σκόραρε 395 φορές! Τριακόσιες ενενήντα πέντε ολογράφως! Σε μια από τις 11 σεζόν πέτυχε την εξωφρενική επίδοση των 57 τερμάτων σε 24 παιχνίδια.

Αναδείχθηκε πέντε συνεχόμενες φορές πρώτος σκόρερ της Ευρώπης. Πέτυχε τρεις φορές από επτά (!) γκολ σε έναν αγώνα. Και εύλογα έκανε τον κόσμο να παραληρεί για χάρη του.

«Έχω ακούσει τόσο πολλές φορές ότι ήταν ευκολότερο να σκοράρεις στη δική μου εποχή. Οι ευκαιρίες, όμως, ήταν ίδιες πριν από 100 χρόνια και θα είναι ίδιες σε 100 χρόνια από τώρα.

Το συγκεκριμένο στοιχείο είναι απαράλλαχτο και φαντάζομαι ότι όλοι συμφωνούν πως μια ευκαιρία πρέπει να γίνεται γκολ. Αν είχα πέντε ευκαιρίες μέσα στο παιχνίδι, έβαζα πέντε γκολ. Αν είχα επτά, τότε έβαζα επτά», εξήγησε με… εκνευριστική απλότητα έπειτα από πολλά χρόνια ο ίδιος.

Ήταν τέτοια η αγάπη του κόσμου για τον Μπίτσαν, ώστε ακόμα και στις προπονήσεις μαζεύονταν εκατοντάδες φίλαθλοι οι οποίοι πλήρωναν… εισιτήριο για να τον παρακολουθήσουν.

Κι εκείνος, όμως, φρόντιζε να τους αποζημιώσει. Τοποθετούσε μια σειρά από μπουκάλια στην πάνω πλευρά του (ξύλινου και επίπεδου τότε) οριζόντιου δοκαριού και άρχιζε να τα σημαδεύει με την μπάλα από το ύψος της μεγάλης περιοχής.

Και μέσα σε αποθέωση, τα έριχνε το ένα μετά το άλλο! Ήταν τέτοια η επιδεξιότητά του, που ο θρύλος τον θέλει στις κακές του μέρες να αστοχεί σε ένα μόλις από τα δέκα.

Βέβαια, δεν ήταν το ίδιο αγαπητός απ’ όλους. Τα κατορθώματά του στο γήπεδο, η τεράστια δημοφιλία του, η πέρασή του στις γυναίκες ήταν πράγματα που προκαλούσαν ζήλια.

Δεν του έφτανε λοιπόν ο… καημός που, όταν πήρε την υπηκοότητα, ένα λάθος στο διαβατήριο δεν του επέτρεψε να παίξει στο Μουντιάλ του 1938.

Είχε να αντιμετωπίζει και τον φθόνο κάποιων εκ των συμπαικτών του στην εθνική Τσεχοσλοβακίας, οι οποίοι (όχι ακριβώς χαϊδευτικά) τον αποκαλούσαν «Αυστριακό μπάσταρδο».

Δυστυχώς για τον Μπίτσαν αυτή ήταν η μικρότερη δυσκολία απ’ αυτές που έμελλε να βρει μπροστά του. Γιατί με τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έκανε το… ανάποδο απ’ το συνηθισμένο: Αστόχησε.

Έχοντας στα χέρια του πρόταση από τη Γιουβέντους αρνήθηκε να πάει, φοβούμενος ότι θα επικρατούσαν στην Ιταλία οι κομμουνιστές. Κι έγινε το αντίθετο! Κομμουνιστικό καθεστώς επιβλήθηκε στην Τσεχοσλοβακία. Ένας μικρός Γολγοθάς ξεκινούσε για ‘κείνον…

Θέλοντας να μείνει αποστασιοποιημένος από τα πολιτικά, ο Μπίτσαν αρνήθηκε να ενταχθεί στο κόμμα (όπως είχε κάνει και με το ναζιστικό κόμμα όταν βρισκόταν στην Αυστρία). Και το πλήρωσε.

Γρήγορα ξεκίνησαν να διαδίδονται ψευδείς φήμες για ‘κείνον. Στημένα δημοσιεύματα επεδίωκαν να «λερώσουν» το όνομά του και την τεράστια απήχησή του στον κόσμο.

Έτσι, επεδίωξε να εξομαλύνει την κατάσταση πηγαίνοντας το 1950 στην Βιτκόβιτσε: Μια ομάδα που ήταν φίλα προσκείμενη στο κομμουνιστικό καθεστώς.

Δεδομένου όμως ότι αρνείτο κι εκεί να παρευρεθεί σε εκδηλώσεις, τα προβλήματα συνεχίστηκαν. Το κυνηγητό το ίδιο. Και δυο χρόνια αργότερα πήρε μεταγραφή για τη Χράντετς Κράλοβε.

Μάταια. Σε ένα χρόνο αναγκάστηκε να εγκαταλείψει -όχι μόνο την ομάδα, αλλά και την πόλη.

Διότι σε μια παρέλαση για εθνική εορτή όπου τον ανάγκασαν να συμμετάσχει, ακουγόταν από τα μεγάφωνα «να ζήσει ο Ζαποτότσκι (σ.σ. ο πρωθυπουργός του καθεστώτος)».

Και αντί γι’ αυτό, ο κόσμος φώναζε «να ζήσει ο Μπίτσαν»! Σε μια ώρα βρισκόταν στον σιδηροδρομικό σταθμό, υποχρεωμένος να φύγει με το επόμενο τρένο…

Κάπως έτσι, η επιστροφή στην αγαπημένη του Σλάβια ήταν μονόδρομος. Και το τέλος της καριέρας του το 1955 (σε ηλικία 42 ετών ως ο μεγαλύτερος παίκτης του πρωταθλήματος) αναπόφευκτη κατάληξη. Βέβαια, δεν θα μπορούσε να φύγει απ’ το ποδόσφαιρο. Έγινε προπονητής.

Ακόμα κι εκεί όμως βρήκε εμπόδια. Γι’ αυτό το 1968 (μετά την «Άνοιξη της Πράγας») πήρε άδεια για να εργαστεί στο Βέλγιο. Ανέλαβε μια άσημη ομάδα, την Τόνγκερεν και σε δυο χρόνια την ανέβασε ισάριθμες κατηγορίες.

Όταν γύρισε ωστόσο το 1972 ήρθε αντιμέτωπος με την χειρότερη κατάσταση της ζωής του. Χειρότερη κι από τότε που τον κυνηγούσε το καθεστώς. Γιατί όλοι έμοιαζαν να τον έχουν ξεχάσει.

«Χάσαμε όλους τους φίλους μας. Το τηλέφωνό μας σταμάτησε να χτυπά. Κανείς δεν μας υποστήριξε», έλεγε με παράπονο η γυναίκα του.

Και ο ίδιος ο Μπίτσαν, αντιμέτωπος πλέον με οικονομικά προβλήματα, αναγκάστηκε να δουλέψει ακόμα και ως εργάτης σε σιδηροδρομικό σταθμό.

Ευτυχώς, πριν πεθάνει (το 2001 σε ηλικία 88 ετών) πρόλαβε να ζήσει την δικαίωση.

Τιμήθηκε από τη Διεθνή Ομοσπονδία Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου (IFFHS) με τη «Χρυσή Μπάλα» και αναγνωρίστηκε ως ο κορυφαίος σκόρερ του περασμένου αιώνα.

Και φυσικά δεν θα μπορούσε να ξεχαστεί από την ομάδα που λάτρεψε και λατρεύτηκε…

 

Για χάρη του λοιπόν στις 25 Σεπτεμβρίου 2013 (όταν θα ήταν τα 100α γενέθλιά του) οι παίκτες της Σλάβια φόρεσαν στο παιχνίδι μια φανέλα που είχε αποτυπωμένη την υπογραφή του.

Και οι οπαδοί σήκωσαν ένα πανό που έλεγε όλη την αλήθεια για τον θρύλο της ομάδας τους. Με τη μορφή του… Τσακ Νόρις ν’ απεικονίζεται και να μονολογεί:

«Μόνο ο Γιόζεφ Μπίτσαν έχει πετύχει περισσότερα γκολ από μένα»!