Κόστισε μια περιουσία: Το ελληνικό πλοίο που θα άλλαζε τις ισορροπίες στο Αιγαίο έγινε παλιοσίδερα

Κόστισε στο ελληνικό κράτος μια περιουσία, αλλά δεν παραδόθηκε ποτέ

Αν νομίζετε πως η υπόθεση με τα υποβρύχια που… γέρνουν είναι το μοναδικό κακό deal στην ιστορία των εξοπλιστικών προγραμμάτων του ελληνικού κράτους, κάνετε μεγάλο λάθος.

Οι τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο δεν αποτελούν μοντέρνο φαινόμενο. Λίγο πριν η Οθωμανική Αυτοκρατορία «βαρέσει» κανόνι, ο Σουλτάνος αποφάσισε να στείλει κανόνια στη θάλασσα που χωρίζει την Ελλάδα με τη γειτονική χώρα, προσπαθώντας να ανακτήσει τον έλεγχο αυτής της ζωτικής περιοχής.

Όταν η Αθήνα έλαβε γνώση των προθέσεων του «αιώνιου εχθρού» για αγορά ενός θωρηκτού, αποφάσισε να απαντήσει με το ίδιο νόμισμα. Παρήγγειλε, λοιπόν, το περίφημο θωρηκτό «Σαλαμίς», το οποίο είχε χαρακτηριστεί –πριν καν κατασκευαστεί- «φονέας» του τουρκικού στόλου. Τελικά, αποδείχτηκε πως το μόνο πράγμα που «σκότωσε» ήταν τα ταμεία του ελληνικού κράτους, το οποίο κατέβαλε σχεδόν 500.000 αγγλικές λίρες για ένα πλοίο που δεν παρέλαβε ποτέ!

Λάθος

Τον Μάιο του 1912 η ελληνική κυβέρνηση παραγγέλνει 6 τορπιλοβόλα κι ένα θωρηκτό από τα γερμανικά ναυπηγεία «Vulkan». Στόχος του μίνι εξοπλιστικού προγράμματος ήταν να διατηρηθεί ο έλεγχος του Αιγαίου απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, που λίγα χρόνια πριν την οριστική διάλυσή της, πίστευε ακόμα πως η Ελλάδα θα αποτελούσε έναν εύκολο στόχο.

Έχοντας (όπως συμβαίνει αυτό διαχρονικά) κατά νου, οι γείτονες αποφασίζουν να προσθέσουν στο οπλοστάσιό τους το θωρηκτό τύπου Dreadnaught «Ρίο ντε Τζανέιρο», το οποίο κατασκευαζόταν για λογαριασμό της Βραζιλίας, αλλά εξαγοράστηκε από τους Οθωμανούς.

Όταν τα νέα έφτασαν στην Αθήνα, τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, αποφασίστηκε αλλαγή… πλεύσης και σχεδίων. Οι αρχικές προδιαγραφές που είχαν ζητηθεί για το «Σαλαμίς» δεν κάλυπταν πλέον τις ανάγκες της χώρας.

Χρειαζόταν ένα αντίπαλο δέος κι έτσι δόθηκε εντολή να μετατραπεί η παραγγελία σε ένα «θηρίο» για την εποχή, μήκους  173,7 μέτρων, εκτοπίσματος 19.500 τόνων και μέγιστης ταχύτητας 23 κόμβων. Ο «φονέας» όπως το αποκαλούσαν, θα έφερε 8 πυροβόλα των 35,6 εκατοστών και τορπίλες των 50,5 εκατοστών. Όσον αφορά στη θωράκισή του, και αυτή προβλεπόταν πολύ ενισχυμένη, φτάνοντας ακόμη και τους 30 πόντους σε ορισμένα ευαίσθητα σημεία.

Πόλεμος

Τα σχέδια (όχι μόνο Ελλήνων και Τούρκων, αλλά ολόκληρης της ανθρωπότητας) διακόπηκαν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με την Γερμανία να σέρνει (ως συνήθως τον προηγούμενο αιώνα) τον… χορό στα πεδία των μαχών, τα ναυπηγεία της χώρας έδωσαν προτεραιότητα στις ανάγκες της δικής τους πολεμικής μηχανής, βάζοντας στην άκρη τις παραγγελίες για κατασκευές πλοίων.

Μεταξύ αυτών και του «Σαλαμίς», της ουδέτερης ως τότε Ελλάδας. Το τέλος των συρράξεων βρήκε τη χώρα στο μέρος των νικητών και παράλληλα σήμανε το ουσιαστικό τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που βγήκε από τον πόλεμο αποδεκατισμένη και στα πρόθυρα της διάλυσης που ήταν προ των πυλών.

Υπό τις νέες συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί, η Ελλάδα αρνήθηκε να παραλάβει το μισοτελειωμένο πλοίο, η κατασκευή του οποίου είχε μείνει ημιτελής. Άλλωστε υπήρχε η άποψη πως τα δύο θωρηκτά παλαιότερης κλάσης, «Κιλκίς» και «Λήμνος», θα ήταν αρκετά για να υπερασπιστούν τα χωρικά ύδατα της πατρίδας. Και κάπου εκεί ξεκίνησε η… παράνοια.

Παλιοσίδερα

Αν και το πλοίο υποτίθεται θα έπρεπε να παραδοθεί την άνοιξη του 1915, κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ. Οι εργασίες, που είχαν διακοπεί λόγω του πολέμου, δεν συνεχίστηκαν και από τότε ξεκίνησε η δικαστική διαμάχη του ελληνικού δημοσίου με την εταιρεία που είχε αναλάβει την κατασκευή του, η οποία μάλιστα είχε λάβει ήδη ως προκαταβολή το ποσό των 11.548.690 δραχμών.

Το ζήτημα διευθετήθηκε το 1932! Και η απόφαση που ελήφθη μετά από διαιτησία δεν ήταν καθόλου ευνοϊκή για την Ελλάδα, η οποία υποχρεώθηκε να πληρώσει άλλες 30.000 λίρες Αγγλίας.

Εάν σε αυτά προσθέσουμε και τις 450.000 λίρες που καταβλήθηκαν για εργασίες που είχαν γίνει, το συνολικό τίμημα αγγίζει το μισό εκατομμύριο! Για ένα πλοίο που δεν παραδόθηκε ποτέ. Και –ακόμη χειρότερα- όχι μόνο δεν έγινε «φονέας του τουρκικού στόλου», αλλά κατέληξε να διαλυθεί στη Βρέμη και να πουληθεί για… παλιοσίδερα.