Τον Απρίλιο του 1944 οι ένορκοι της δίκης του Τζορτζ Στίνι δίνουν την ετυμηγορία τους στον δικαστή της υπόθεσης. Το χαρτάκι που ξεδιπλώνει και διαβάζει δυνατά στην αίθουσα γράφει μόνο μία λέξη. «Ένοχος». Χρειάστηκαν μόλις 10 λεπτά σύσκεψης για να καταλήξουν (πέρα από κάθε αμφιβολία, όπως ορίζει ο νόμος) στο συμπέρασμα πως αυτό το 14χρονο παιδί είχε σκοτώσει δύο μικρά κορίτσια.
Λεπτομέρεια: Ήταν μαύρος και τα κορίτσια λευκά. Όπως και οι ένορκοι. Στην πραγματικότητα ήταν μαύρος σε έναν κόσμο λευκών. Εβδομήντα χρόνια μετά, λίγο περισσότερο φως στην υπόθεση, ανέτρεψε την καταδίκη-ντροπή της δικαστικής ιστορίας των ΗΠΑ.
Σκοτώνοντας ένα παιδί
Μόλις 84 μέρες μετά την καταδίκη του σε θάνατο ο Στίνι οδηγήθηκε στην ηλεκτρική καρέκλα. Ήταν 14 ετών, 7 μηνών και 29 ημερών. Πράγμα που τον κάνει τον μικρότερο σε ηλικία νόμιμα εκτελεσθέντα στην Αμερική του 20ού αιώνα. Τα υποτιθέμενα θύματά του ήταν ακόμη μικρότερα. Η Μπέτι Τζουν Μπίνικερ 11 και η Μέρι Έμα Τέιμς 7. Βρέθηκαν πεταμένα σε ένα χαντάκι, χτυπημένα βάναυσα μέχρι θανάτου. Για την κλειστή και άκρως ρατσιστική κοινωνία της Νότιας Καρολίνας ο δολοφόνος δεν θα μπορούσε να είναι τίποτα άλλο εκτός από μαύρος.
Άλλωστε δεν ήταν καθόλου τυχαίο το ότι επρόκειτο για την πρώτη πολιτεία των ΗΠΑ που αποσχίστηκε από τη χώρα και μία από τις τέσσερις που και δημιούργησαν το μέτωπο του Νότου στον αιματηρό εμφύλιο, με αφορμή την κατάργηση της σκλαβιάς. Μπορεί να είχαν περάσει σχεδόν 80 χρόνια από την ήττα, αλλά σε περιοχές όπως η μικροσκοπική πόλη Αλκόλου ελάχιστα πράγματα είχαν αλλάξει από την εποχή που οι μαύροι θεωρούνταν ιδιοκτησία των λευκών.
Επιπλέον, οι νόμοι εκείνης της εποχής δεν έδειχναν ιδιαίτερες ευαισθησίες απέναντι σε εφήβους. Από τα 14 και μετά όλοι ήταν ίσοι απέναντι στο σύστημα. Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα ενός δικαστή να στείλει έναν κατηγορούμενο στην ηλεκτρική καρέκλα. Οι εκτελέσεις νεαρών ατόμων ήταν απλά ακόμη μια υπόθεση ρουτίνας.
«Δίκαιη» δίκη
Όταν η αστυνομία έφτασε στο σπίτι της οικογένειας Στίνι δεν βρήκε κανέναν ενήλικα εκεί. Η μικρότερη αδερφή του Τζορτζ έτρεξε να κρυφτεί στο κοτέτσι. Δεν ήταν, όμως, εκείνη που έψαχνε ο σερίφης και η βοηθοί του. Βασιζόμενοι σε μια μαρτυρία ότι κάποιος την προηγούμενη μέρα είχε δει το παιδί να μιλά με τα δύο κορίτσια και να τους λέει πού θα μπορούσαν να πάνε να μαζέψουν λουλούδια, οι άνθρωποι του νόμου τον είχαν κατατάξει πρώτο στη λίστα των υπόπτων.
Τον συνέλαβαν, του πέρασαν χειροπέδες και τον οδήγησαν στο τμήμα. Πάντα χωρίς την παρουσία δικηγόρου, ή έστω κάποιου συγγενή του, τον ανέκριναν. Και όπως πιστοποίησε ο τοπικός σερίφης, ο μικρός ομολόγησε το διπλό έγκλημά του. Παραδέχθηκε, δηλαδή, πως με μια σιδερόβεργα 40 εκατοστών χτύπησε τα θύματά του μέχρι θανάτου, χωρίς καμία αιτία ή αφορμή. Ωστόσο δεν υπήρξε καν γραπτή ομολογία ή οποιοδήποτε άλλο ενοχοποιητικό στοιχείο. Μόνο ο λόγος του σερίφη…
Λιγότερο από τρεις μήνες μετά η διαδικασία είχε ολοκληρωθεί. Σε μία δικαστική αίθουσα όπου ο μόνος μη λευκός ήταν ο κατηγορούμενος χρειάστηκαν τρεις ώρες όλες κι όλες (συμπεριλαμβανομένης της σύσκεψης των ενόρκων) για να καταδικαστεί σε θάνατο ο 14χρονος. Ο δικηγόρος «υπεράσπισης» δεν κάλεσε ούτε έναν μάρτυρα. Φυσικά, λόγω των φυλετικών διακρίσεων που βρίσκονταν ακόμη σε ισχύ, απαγορεύτηκε σε όσους είχαν το… λάθος χρώμα δέρματος ακόμη και η είσοδος στο δικαστήριο. Στην πραγματικότητα ο Τζορτζ Στίνι ήταν ήδη νεκρός τη στιγμή που πατούσε το πόδι του εκεί μέσα…
Η εκτέλεση
Μερικές δεκαετίες νωρίτερα «δικαιώματα», όπως αυτό της «δίκαιης δίκης», θα ήταν απλά αχρείαστες γραφειοκρατικές διαδικασίες. Ο λευκός όχλος θα επέλεγε τον ύποπτο μαύρο της αρεσκείας και της προτίμησής του και θα τον κρέμαγε εφαρμόζοντας τον νόμο του Λιντς. Στην «πολιτισμένη» Αμερική του ’40 δεν μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο. Έτσι επιλέχθηκε η ηλεκτρική καρέκλα, η οποία βέβαια δεν ήταν σχεδιασμένη για ένα παιδί που το ύψος του δεν ξεπερνούσε το 1,5 μέτρο.
Αφού έγιναν οι απαραίτητες ρυθμίσεις, όπως για παράδειγμα το να τοποθετηθούν βιβλία στο κάτω μέρος ώστε να φτάσει ο νεαρός στο επιθυμητό ύψος, η διαδικασία προχώρησε. Σε μια στιγμή φρίκης, το μαντήλι το οποίο είχε τοποθετηθεί στο πρόσωπο του παιδιού έφυγε την ώρα που μερικές χιλιάδες βολτ διαπέρασαν το σώμα του. Κι αυτή η έκφραση αγωνίας και πόνου ήταν το τελευταίο σημάδι που άφησε σε αυτόν τον κόσμο ο Τζορτζ Στίνι.
Μετά το γεγονός
Οι συγγενείς του αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την περιοχή. Βλέποντας τι μεταχείριση επιφύλαξε ο νόμος σε έναν 14χρονο, αντιλήφθηκαν τι θα μπορούσε να συμβεί και στους ίδιους. Ωστόσο τα μέλη της οικογένειάς του δεν σταμάτησαν ποτέ να πιστεύουν στην αθωότητά του. Ακόμη κι αν κάτι τέτοιο είναι συζητήσιμο, μια σύγχρονη ματιά στις συνθήκες υπό τις οποίες φτάσαμε στην εκτέλεσή του, δεν αφήνουν αμφιβολίες για κακοδικία. Ένα δικαστήριο σήμερα δεν θα καταδίκαζε ποτέ τον Στίνι. Σε έναν κανονικό, χωρίς ρατσισμό κόσμο, δεν θα τον καταδίκαζε ούτε καν το 1944.
Χρειάστηκε να περάσουν 70 ολόκληρα χρόνια για να παραδεχθεί το αμερικανικό δικαστικό σύστημα το προφανές. Πως αυτή η ετυμηγορία ήταν πέρα για πέρα διάτρητη και ότι η διαδικασία υπήρξε ένα φιάσκο. Ευτυχώς η δικαστής Κάρμεν Μούλεν αποφάσισε να σώσει, έστω και με καθυστέρηση επτά δεκαετιών τα προσχήματα.
Το 2014 αποφάσισε το προφανές. Ότι δηλαδή, με βάση τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία, κανένα δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βρει ένοχο τον Τζορτζ Στίνι. Σε ό,τι αφορά την Δικαιοσύνη ο δολοφόνος των δύο κοριτσιών δεν πιάστηκε ποτέ. Αντίθετα, οι συγγενείς των θυμάτων εξέφρασαν την δυσφορία τους. Μπορεί εκείνος ο 14χρονος να μην γέμιζε πολύ το μάτι για στυγερός εγκληματίας ούτε να υπήρχαν αποδείξεις για την ενοχή του, αλλά ήταν μια τόσο βολική λύση…