Το πως ήταν ο κόσμος πίσω στο 1960 είναι κάτι που μόνο να το υποθέσουμε μπορούμε εμείς που γεννηθήκαμε πολύ αργότερα. Αλλά κι όσοι έζησαν εκείνα τα χρόνια, οι γονείς μας, οι παππούδες μας, μπορούν να σου μιλήσουν μόνο για τα του τόπου τους. Δεν έχουν το προνόμιο να απευθύνουν γενικές θεωρήσεις κάθε κοινωνίας, όπως θα κάνουμε περισπούδαστα εμείς στα παιδιά μας.
Κι αυτό δεν είναι κάτι που απλά συμβαίνει. Έχει μια αξία και αρκετά σημαινόμενα. Το να είσαι μαύρος στην Αμερική εκείνη την περίοδο είναι κάτι που ούτε οι περιγραφές δεν μπορούν να στο τοποθετήσουν σωστά μέσα σου. Αν δεν το ζήσεις, δεν το ξέρεις. Τόσο απλά.
Περισσότερο ως παραδεδεγμένες αλήθειες υπάρχουν σήμερα κάποια στοιχεία για τις ζωές των Αφροαμερικάνων και ειδικά αυτών που ζούσαν στις πιο οπισθοδρομικές των πολιτειών. Βιρτζίνια, Κεντάκι, Βόρεια και Νότια Καρολίνα. Αυτά όμως που για εμάς είναι απλά facts, για κάποιους είναι κληρονομιά. Επώδυνη. Αλλά κληρονομιά.
Το Γκρίνσμπορο είναι μια ιστορική περιοχή για της ζωές των μαύρων στις ΗΠΑ και για τα ανθρώπινα δικαιώματα κατ΄επέκταση. Είναι μια από τις περιοχές που πριν ένα χρόνο τσακώνονταν οι κάτοικοι για την παρουσία ή μη αγαλμάτων και μνημείων που υπενθυμίζουν την απανθρωπιά που κάποτε υπήρχε εκεί.
Όταν είσαι όμως μέρος μιας στιγμής που μέσα σου το νιώθεις ότι θα προκαλέσει κοσμογονικές αλλαγές, δεν θες να αφήσεις τον πόνο. Θες να σε συνοδεύει όσο προχωράς. Γιατί μόνο αυτός θα στερεώσει γερά τα θεμέλια. Κι ήταν ένας τέτοιος πόνος που στερέωσε τα θεμέλια του ονείρου που είχε ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, αλλά και πόσοι άλλοι μαύροι σε εκείνες τις σκληρές δεκαετίες.
Η Βόρεια Καρολίνα ήταν μια από τις κατ΄εξοχήν πολιτείες που στήριζε τον διαχωρισμό. Οι μαύροι δε μπορούσαν να μπουν στα ίδια οχήματα με τους λευκούς, δεν μπορούσαν να εξυπηρετηθούν στα ίδια μέρη με τους λευκούς. Τα all white μαγαζιά ήταν ο νόμος. Οι μαύροι θα έμεναν στα γκέτο τους ή θα έπρεπε να υποστούν τον εξευτελισμό.
Το δεύτερο μονοπάτι είναι που αποφάσισαν να πάρουν την 1η Φεβρουαρίου του 1960 4 φοιτητές του πανεπιστημίου A&T. Τζόζεφ ΜακΝίλ, Φράνσις ΜακΚέιν, Έζελ Μπλερ και Ντέιβιντ Ρίτσμοντ είχαν μπουχτίσει με το να πίνουν συνεχώς καφέ στα δωμάτια τους και να μη μπορούν να βγουν έξω. Για μήνες ζύμωναν μέσα τους την ιδέα του «βανδαλισμού» του διαχωρισμού.
Ο Τζόζεφ ΜακΝίλ ήταν που υποκίνησε την δράση τους. Γυρνώντας μετά τις χριστουγεννιάτικες διακοπές στο πανεπιστήμιο, ένα λεωφορείο του αρνήθηκε την επιβίβαση. Η κατάσταση είχε φτάσει στο μη παρέκει. Για 3 εβδομάδες τα βράδια περνούσαν και κάθε βράδυ γινόταν ένα βήμα προς την κατεύθυνση της αλλαγής. «Κάτι πρέπει να αλλάξει. Αν απαιτήσει τις ζωές μας, ας είναι» θα μπορούσαν να συμφωνήσουν κατόπιν όρκου οι 4.
Το επόμενο μεσημέρι, γύρω στις 4, εισήλθαν σε ένα πολυκατάστημα Woolworth στο Γκρίνσμπορο. Εκεί αγόρασαν πράγματα όπως οδοντόκρεμες για τα δωμάτια τους και μετά κατευθύνθηκαν στα τραπέζια για να παραγγείλουν καφέ. Στα white-only τραπέζια. Φυσικά το προσωπικό αρνήθηκε να τους εξυπηρετήσει.
Δεν ήταν κάτι που δεν περίμεναν. Δεν έφυγαν. Έκατσαν εκεί μέχρι το κλείσιμο. Δεν ενόχλησαν κανένα, δεν κοίταξαν κανένα, δεν απάντησαν στις προκλήσεις. Απλώς κάθονταν και περίμεναν. Όταν έκλεισε το μαγαζί, έφυγαν. Αλλά θα έρχονταν ξανά τις επόμενες μέρες. Κάθε μέρα. Στις 2 Φεβρουαρίου μαζί με τους 4 είχαν συνταχθεί άλλοι 25 φοιτητές.
Στις 3 Φεβρουαρίου ο αριθμός είχε φτάσει τους 60. Με πολλές κοπέλες ανάμεσα τους. Όλοι τους απλά κάθονταν και διάβαζαν τα βιβλία τους, αναμένοντας την εξυπηρέτηση. Με τα μέσα ενημέρωσης να έχουν ξεκινήσει να στήνουν το δικό τους «πάρτι» έξω από το Woolworth και την Κου Κλουξ Κλαν να ακονίζει τα δόντια της, το πράγμα δεν ήθελε και πολύ να ξεφύγει.
Μέσα σε μια βδομάδα το κατάστημα είχε γεμάτα τραπέζια, αλλά κανέναν να εξυπηρετείται. Περίπου 1.000 άτομα είχαν μαζευτεί εκεί, ανάμεσα τους και πολλοί λευκοί. Τα μικρά ευτράπελα δεν εξέλειπαν, αλλά ελάχιστα άλλαζαν τον σκοπό ή στιγμάτιζαν τον αγώνα. Μια τέτοια κινητοποίηση ανάγκασε τις μεγάλες αλυσίδες να κλείσουν και να ακολουθήσουν συνεδριάσεις αντίδρασης.
Στο τέλος του Φεβρουαρίου άνοιξαν ξανά και ο διαχωρισμός υπήρχε ακόμα, παρά τις υποσχέσεις των τοπικών αρχών προς τους φοιτητές. Η φλόγα είχε ανάψει και με την αυγή του Μαρτίου ήταν 8 οι πολιτείες και 30 οι πόλεις που έβλεπαν την ανατολή ενός νέου κόσμου. Χωρίς διαχωρισμούς. Στις εσχατιές του μήνα οι πόλεις ήταν 55 και οι πολιτείες 13. Οι 4 του Γκρίνσμπορο ήταν αποφασισμένοι και είχαν εμπνεύσει τους πάντες.
Σε διάστημα 5 μηνών που διήρκεσαν αυτές οι κινητοποιήσεις, τα περίφημα sit-ins, πάνω από 7.000 νέοι πήραν μέρος σε καθιστική διαμαρτυρία, με τους 3.000 εξ αυτών να συλλαμβάνονται κατά καιρούς. Όμως είχαν το δίκιο με το μέρος τους. Κι αυτό το είχαν κερδίσει με την εξής στρατηγική. Πλήρης ανοχή στη βία. Καμία απάντηση σε αυτήν.
Πολλοί, μεταξύ των οποίων και οι πρωτεργάτες, είχαν συμφωνήσει να μην δράσουν ούτε στο ελάχιστο με βία. Λεκτική ή σωματική. Απλώς θα κάθονταν στα τραπέζια και θα περίμεναν να εξυπηρετηθούν. Υπήρξαν πολλοί λευκοί που τους επιτίθεντο λεκτικά, που τους πετούσαν αποφάγια, που αποπειράθηκαν να χειροδικήσουν, αλλά εκείνοι ακλόνητοι. Στωικοί και προσηλωμένοι.
Ακόμα και σε περιπτώσεις που η βία εκφραζόταν ανοιχτά, η εντολή ήταν η εξής. «Πέφτετε κάτω, διπλώνεστε και απλώς τους αφήνετε να σας χτυπούν». Ήταν σαφές πως το «λευκό» καθεστώς περίμενε στη γωνία για να τους εξισώσει και δεν είχαν σκοπό να τους δώσουν αυτή την ευκαιρία. Ο συμβολισμός ήταν ξεκάθαρος κι εδώ. «Δεν ήρθαμε να επιτεθούμε ή να πάρουμε κάτι με τη βία. Ήρθαμε απλά να εξυπηρετηθούμε».
Με πρωτοβουλία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ συστάθηκε τον Απρίλιο στο Ράλεϊ η SNCC (Επιτροπή Συντονισμού της Κοινότητας δίχως Βία) για να καταστήσει σαφές ότι οι μαύροι δεν διεκδικούσαν να υφαρπάξουν τα προνόμια των λευκών. Διεκδικούσαν μια θέση στα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις. Η SNCC ανέλαβε δράση οργανώνοντας Πορείες Ελευθερίας σε διάφορες πόλεις των ΗΠΑ.
Ως το 1963, όταν και έκανε ο Κινγκ την περίφημη ομιλία του, η συγκεκριμένη κοινότητα είχε πετύχει σημαντικά βήματα χωρίς να χρησιμοποιήσει καθόλου βία. Το πρώτο ήταν μια μεγάλη νίκη. Τον Ιούλιο του 1960 4 μαύροι υπάλληλοι των Woolworth έκατσαν στο τραπέζι και σερβιρίστηκαν. Ήταν οι Τζένεβα Τισντέιλ, Σούζι Μόρισον, Ανίθα Τζόουνς και Τσαρλς Μπεστ.
Αυτό ήταν κατά πολλούς ένα ουσιαστικό και συμβολικό βήμα για να φτάσουμε στο 1964 και την αναθεωρημένη πράξη ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο κόσμος είχε γίνει, έστω και λίγο, πιο καθαρός. Ο διαχωρισμός είχε πάρει το δρόμο του για να μπει στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας.