Την πρωταπριλιά του 1971 οι γερμανικές αρχές βρέθηκαν αντιμέτωπες με μια υπόθεση που πολύ θα ήθελαν να είναι ψέμα. Στο προξενείο της Βολιβίας στο Αμβούργο ο γενικός πρόξενος κείτονταν νεκρός μέσα στο γραφείο του, από τρεις σφαίρες που καρφώθηκαν στο κορμί του. Δίπλα στο πτώμα του βρισκόταν το όπλο, μια ξανθιά γυναικεία περούκα κι ένα σημείωμα που έγραφε «Victoria o muerte». Η ισπανόφωνη εκδοχή του «νίκη ή θάνατος» δεν αφήνει πολλά περιθώρια για την ταυτότητα του δολοφόνου. Προφανώς προέρχεται από το σκοτεινό παρελθόν του Ρομπέρτο Κιντανίγια και τις ημέρες που ως στρατιωτικός υπηρετούσε το καθεστώς στη Βολιβία.
Κι αν υπάρχει ένα σημείο στο βιογραφικό του νεκρού –πλέον- αξιωματούχου στο οποίο σταματά κανείς, αυτό δεν είναι άλλο από τη σύλληψη και την εκτέλεση του Τσε Γκεβάρα. Ο άνθρωπος με το μουστάκι και το προγούλι, ο άνθρωπος που δεν αναπνέει πια, είναι εκείνος που ουσιαστικά πήρε πάνω του τον θάνατο του αιώνιου συμβόλου της επανάστασης και –ίσως ακόμη χειρότερα- έδωσε την εντολή να κοπούν τα χέρια του από τους καρπούς και να διατηρηθούν σε φορμόλη, επιδεικνύοντας μια απάνθρωπη και πρωτόγονη ασέβεια και μπαίνοντας από τότε στο στόχαστρο των πιθανών εκδικητών. Τελικά ο θάνατος ήρθε από το χέρι ενός μάλλον απίθανου εκτελεστή. Αν και δεν αποδείχθηκε ποτέ, όλοι ξέρουν πως ήταν η Μόνικα Ερτλ, κόρη του κινηματογραφιστή του Χίτλερ, Χανς Ερτλ, ήταν εκείνη που απάντησε στο αίμα με αίμα.
Μεγαλωμένη μέσα στον Ναζισμό
Η γεννημένη στις 17 Αυγούστου του 1937 Μόνικα, γνώρισε σαν παιδί στην άνθιση του Ναζισμού, την φρίκη που προκάλεσε στην ανθρωπότητα και τον θάνατο αυτής της ιδεολογίας (που τις τελευταίες δεκαετίες μοιάζει να ανασταίνεται στην Ευρώπη). Ως κόρη του φωτογράφου και κινηματογραφιστή του Αδόλφου Χίτλερ, είδε να επισκέπτονται το σπίτι της οικογένειας σημαντικές μορφές του Εθνικοσοσιαλισμού, με προεξέχουσα εκείνη του Κλάους Μπάρμπι. Για εκείνη ήταν απλά ο «θείος Κλάους». Για τον υπόλοιπο κόσμο ο «χασάπης της Λυών». Ως επικεφαλής της Γκεστάπο στην περιοχή, γέμισε τα χέρια του με το αίμα 14.000 ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους από τις δικές του ενέργειες και αποφάσεις.
Ο πατέρας της μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο βρέθηκε στην Βολιβία. Η Λατινική Αμερική αποδείχτηκε πολύ φιλόξενη άλλωστε για πολλούς Γερμανούς εκείνης της περιόδου, είτε επρόκειτο για εγκληματίες πολέμου, είτε για λιγότερο αναμεμειγμένους με κτηνωδίες ανθρώπους σαν τον Χανς, που έψαχναν μια νέα αρχή μακριά από το παρελθόν τους. Εκεί βρέθηκε το 1954 και η Μόνικα. Κι ενώ ο πατέρας της απολάμβανε δημοφιλία στους κύκλους των φυγόδικων Ναζί που πλέον πρόσφεραν υπηρεσίες στα κατά τόπους καθεστώτα στη «μάχη» τους κατά του Κομμουνισμού, εκείνη μάθαινε την Τέχνη της φωτογραφίας στο πλάι του. Η φύση της, όμως, την οδήγησε στο να γνωρίσει όχι μόνο τον χειρισμό της κάμερας, αλλά κι εκείνη των όπλων.
Επανάσταση
Η Μόνικα δεν εκδήλωσε την επαναστατικότητα της εφηβείας με τα γνωστά συμπτώματα των περισσότερων συνομηλίκων της. Ως νεαρή ήρθε σε επαφή με παρακλάδια του επαναστατικού κινήματος της Βολιβίας με αποτέλεσμα να αλλάξει η ζωή της. Αρνούμενη να παίξει τον ρόλο της «trophy wife» ενός Γερμανοβολιβιανού μεγαλοαστού, χώρισε και πέρασε στην παρανομία. Στους νέους κύκλους της έγινε γνωστή με το όνομα «Ιμίλα η Ινδιάνα».
Συγκλονισμένη από τον θάνατο του Τσε Γκεβάρα, έκανε σκοπό της ζωής της να εντοπίσει τον δολοφόνο του και να εκδικηθεί. Όταν, μάλιστα συλλαμβάνεται και δολοφονείται από τον ίδιο άνθρωπο και ο διάδοχός του «κομαντάντε», Ίντι Παρέδο, με τον οποίο είναι ζευγάρι, δεν μπορεί να σκεφτεί τίποτα άλλο. Η εκδίκηση μετατρέπεται σε εμμονή και η Μόνικα απλά περιμένει τον εντοπισμό του και την κατάλληλη ευκαιρία.
Η εκτέλεση
Όταν πληροφορείται πως ο Ρομπέρτο Κιντανίγια, ο άνθρωπος με το μουστάκι που καμαρώνει αυτάρεσκα δίπλα στη σορό του Τσε, βρίσκεται στο Αμβούργο ως πρόξενος, ξέρει πολύ καλά τι πρέπει να κάνει. Εφοδιάζεται με ένα πιστόλι τύπου colt cobra 38 special, το οποίο της δίνει ο ακτιβιστής Τζιάκομο Φελτρινέλι στη Ζυρίχη κι εμφανίζεται στο προξενείο με την δικαιολογία πως έχει κάποιο πρόβλημα με τη βίζα της.
Η ομορφιά και το εντυπωσιακό παρουσιαστικό της πείθουν τον δολοφόνο πως αυτή η γυναίκα δεν αποτελεί κίνδυνο. Ίσως στο μυαλό του να υπάρχει η ιδέα πως μια μικρή εξυπηρέτηση μπορεί να του δώσει την ευκαιρία να την… γνωρίσει καλύτερα. Όποιες κι αν ήταν οι σκέψεις του, διακόπηκαν τη στιγμή που οι σφαίρες από το πιστόλι της Μόνικα κόβουν μια για πάντα το νήμα της ζωής του.
Άδοξο φινάλε
Μετά την εκτέλεση η Μόνικα θα καταφέρει να φτάσει μέχρι την Κούβα και στη συνέχεια πληροφορείται από τον Ρεζίς Ντεμπρέ, πολύ στενό φίλο και συνεργάτη του Τσε, ότι στην Βολιβία βρίσκεται ακόμη ένας καταζητούμενος. Είναι ο «θείος Κλάους», ο οποίος πλέον «πουλάει» την τεχνογνωσία του σε βασανισμούς και εκτελέσεις στο στρατιωτικό καθεστώς της χώρας. Είναι η δική της ευκαιρία να τελειώσει μια για πάντα με τα ναζιστικά κατάλοιπα του παρελθόντος.
Στόχος της είναι να τον απαγάγει και να τον οδηγήσει ενώπιον της δικαιοσύνης ώστε να τιμωρηθεί για τα φρικτά εγκλήματά του. Τελικά, κάποιος την προδίδει. Ο «θείος» στέλνει στρατιώτες να της στήσουν ενέδρα, όπου εκτελείται με συνοπτικές διαδικασίες και πεθαίνει σε ηλικία μόλις 36 ετών. Τουλάχιστον πρόλαβε να εκδικηθεί για τον φόνο του Τσε. Όσο για τον «χασάπη της Λυών», συνάντησε τη δική του Νέμεση χρόνια αργότερα, όταν το 1983 εκδόθηκε τελικά στη Γαλλία όπου καταδικάστηκε για τις θηριωδίες του και πέθανε έγκλειστος στις φυλακές της πόλης την οποία ο ίδιος είχε αιματοκυλήσει.