Μια ολόχρυση λάρνακα μέσα στη σαρκοφάγο. Επάνω στο κάλυμμά της, ένα επιβλητικό ανάγλυφο αστέρι με δεκαέξι ακτίνες- σας λέει κάτι αυτό το «σχέδιο», έτσι δεν είναι;- και στο κέντρο του ένας ρόδακας.
Δύο τρεμάμενα χέρια δίνουν μάχη μέχρις εσχάτων με την συγκίνηση και τον άπαυτο ενθουσιασμό, προκειμένου να μπορέσουν να συνεχίσουν απρόσκοπτα τη δουλειά τους και να φτάσουν μέχρι τέλους.
Μπροστά στα μάτια μιας ολόκληρης ομάδας συντελείται ένα ιστορικό θαύμα: ο μακεδονικός τάφος είναι αλαφυραγώγητος.
Τα χέρια πλησιάζουν περισσότερο και…
Το «Παράξενο Τοιχάριο»
Καλοκαίρι 1977: ο Μανόλης Ανδρόνικος, ένας από τους σημαντικότερους αρχαιολόγους παγκοσμίως, έχοντας την αμέριστη συμπαράσταση του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης βρίσκεται εκ νέου στη Βεργίνα.
Στόχος του αυτή τη φορά είναι να πάει ένα βήμα παραπέρα την έρευνά του, καθώς- όπως έχει δηλώσει ήδη από το φθινόπωρο του 1976- είναι πεπεισμένος πως κάτω από τη Μεγάλη Τούμπα (τούμπα= μικροί λόφοι που έχουν σχηματιστεί ως αποτέλεσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας) υπάρχουν τάφοι Μακεδόνων Βασιλέων.
Στις 30 Αυγούστου εκείνης της χρονιάς, λοιπόν, ο καθηγητής και η ομάδα του ξεκινούν την ανασκαφή, η οποία χωρίζεται σε δύο φάσεις:
Α) Τη διάνοιξη δύο μεγάλων τάφρων που θα ξεκινούν από τ’ ανατολικά και τα νότια και θα «συναντηθούν» στο κέντρο της Τούμπας, ούτως ώστε ν’ αποκαλυφθεί, σε μεγάλη, μάλιστα, έκταση, η αρχική επιφάνεια του εδάφους
Β) Τις «προσεκτικές» τομές στο κέντρο, προκειμένου να βρεθεί κάποιο σημείο του τάφου ή, έστω, του σκάμματός του.
Η πρώτη φάση πηγαίνει υπέροχα, όμως η δεύτερη αποφέρει ισχνά αποτελέσματα και τα νεοαποκτηθέντα φτερά της ομάδας κόβονται μ’ επώδυνο τρόπο: παρά το γεγονός πως γίνονται 5 δοκιμαστικές τομές που φτάνουν σε βάθος μέχρι και τα 3 μέτρα, το μόνο που έρχεται στην επιφάνεια είναι παρθένο έδαφος χωρίς την παραμικρή, έστω, ένδειξη αρχαιοτήτων.
Απογοητευμένος από την συγκεκριμένη προσπάθεια, με τα χρήματα να τελειώνουν με αστραπιαίους ρυθμούς και την άμμο στην κλεψύδρα ν’ αδειάζει ταχύτερα απ’ όσο θα ήθελε, ο Ανδρόνικος παίρνει την απόφαση να σκάψει και μια τρίτη τάφρο.
Κάπου εκεί η θεά τύχη («αναμεμειγμένη», φυσικά, με την αδιαμφισβήτητη ικανότητα της ομάδας) του χαμογελά, δείχνοντάς του όλα της τα υγιή δόντια: στα 11 περίπου μέτρα από την περιφέρεια της Μεγάλης Τούμπας αποκαλύπτεται «ένα απροσδόκητο και παράξενο τοιχάριο».
Πρόκειται για μια πρόχειρη κατασκευή- τίποτα το σπουδαίο, δηλαδή- που, όμως, λειτουργεί ως ζείδωρο φως αισιοδοξίας μέσα στο σκοτάδι του πεσιμισμού λόγω των αποτυχημένων πρώτων ανασκαφών: «Είναι το πρώτο πραγματικό κτίσμα που ανακαλύπταμε ύστερα από τόσα χρόνια προσπαθειών», θα πει ο ίδιος ο αρχαιολόγος.
Έπειτα, πήγε την σκέψη του λίγο παρακάτω, λέγοντας πως το συγκεκριμένο τοιχάριο «Δεν ήταν τίποτα άλλο από το άνω μέρος του γείσου, όπου τελείωνε η πρόσοψη του τάφου».
Ένας μακεδονικός τάφος, λοιπόν.
Ο πρώτος που ανακαλύφθηκε μετά από χιλιάδες χρόνια.
Σε ποιον ανήκει, όμως;
Το (τριπλό) μυστικό
Όχι ένας- τρεις. Τρεις ξεχωριστοί τάφοι. Αυτό διαπίστωσε, με τεράστια έκπληξη, ο καθηγητής όταν έσκαψε πιο βαθιά. Προς μεγάλη του απογοήτευση, όμως, ήταν εμφανές πως οι τάφοι είχαν συληθεί- τουλάχιστον οι δύο εξ αυτών.
Την πλάστιγγα υπέρ της χαράς σ’ αυτή την αρχαιολογική χαρμολύπη έγειρε η ανακάλυψη μιας εκπληκτικής τοιχογραφίας με θέμα την αρπαγή της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα. Ο Ανδρόνικος και η ομάδα του αναθαρρούν και ρίχνονται με περίσσιο ενθουσιασμό στην περαιτέρω εξερεύνηση.
Σύντομα κάνει την (αναπάντεχη, σχεδόν) εμφάνισή της μια ζωγραφιστή ζωοφόρος ύψους άνω του ενός μέτρου κι εν συνεχεία αποκαλύπτεται μια εντυπωσιακή τοιχογραφία που αποτυπώνει την σκηνή ενός κυνηγιού.
Ο Έλληνας αρχαιολόγος βρίσκεται μπροστά, πια, στον επόμενο τάφο και νείρεται να είναι ασύλητος. Βαθιά μέσα του, όμως, δεν το πιστεύει- είναι σχεδόν βέβαιος πως μετά από τόσα χρόνια, όλο και κάποιος θα τον έχει «πειράξει».
Έτσι, χωρίς καν να έχει ολοκληρωθεί η ανασκαφή, μπαίνει στον τάφο προκειμένου να κάνει την τυπική αναγνώριση και να επιστρέψει στο πανεπιστήμιο, στη βάση του, ούτως ώστε να προβεί στον πρώτο απολογισμό και να προγραμματίσει τις μελλοντικές κινήσεις του. Μόνο που…
Μόνο που το «κλειδί»- η πέτρα, δηλαδή, που τοποθετείτο στο τέλος για να σφραγίσει τους αρχαίους τάφους- μοιάζει ανέπαφο. Κανείς τυμβωρύχος δεν έχει αφαιρέσει ποτέ την συγκεκριμένη πέτρα- ο τάφος είναι ασύλητος!
Η κατάδυση στην «ανέπαφη» ιστορία της αρχαίας Μακεδονίας ξεκινάει για τον Ανδρόνικο, ο οποίος μπαίνει στον πλούσιο ταφικό θάλαμο και, έμπλεος δέους, προσπαθεί ν’ απαντήσει στο ερώτημα του ενός εκατομμυρίου δολαρίων:
Ποιανού είναι ο συγκεκριμένος τάφος;
Βασιλεύς της Μακεδονίας
Αρχικά, μια τραχιά, χοντροδουλεμένη επιφάνεια- ένα «παράταιρο» κομμάτι για το μεγαλείο του συγκεκριμένου τάφου. Στο βάθος, όμως, και δεξιά υπάρχουν μπρούτζινα και σιδερένια σκεύη, σε αρκετά καλή κατάσταση.
Αριστερά, η λάμψη των ασημένιων αγγείων «φυλακίζει» για πάντα το βλέμμα του αρχαιολόγου, ενώ στη μέση του πίσω τοίχου υπάρχει το τετράγωνο κάλυμμα μιας μαρμάρινης σαρκοφάγου. Λίγο πιο πέρα, σ’ ένα βαθύ κόκκινο χρώμα, βλέπουμε έναν οξειδωμένο θώρακα, ενώ διάσπαρτα στο χώρο βρίσκονται ορισμένα χρυσά φύλλα.
Μαζί με δύο βοηθούς του ο καθηγητής, με άκρως προσεκτικές κινήσεις, αφαιρεί το κάλυμμα της σαρκοφάγου και νιώθει το μακρινό παρελθόν και το σήμερα να γίνονται ένα, με το Χρόνο να δέχεται ισχυρό ράπισμα στο προαιώνιο πρόσωπό του: μια ολόχρυση λάρνακα με το «αστέρι της Βεργίνας» (όπως τ’ ονομάζουμε σήμερα) αποκαλύπτεται, μέσα στην οποία βρίσκονται ολοκάθαρα τα καμένα οστά του θανόντος, σχεδόν ανέπαφα από το πέρασμα μυριάδων ετών από το πάνω τους.
Το συνταρακτικό μυστικό το γνωρίζουν εφτά, μόλις, άτομα, όμως ο Ανδρόνικος παίρνει την απόφαση να μεταφέρει την πολύτιμη λάρνακα στο Μουσείο της Θεσσαλονίκης- σ’ ένα ασφαλές, δηλαδή, μέρος.
Η μελέτη των ευρημάτων ξεκινά άμεσα και με συντονισμένες κινήσεις, μέχρι να φτάσει η ομάδα στην αποκάλυψη του «κατόχου» του τάφου.
Λίγο καιρό αργότερα, η βροντώδης αλήθεια σκάει με τη δύναμη ενός ξεψυχισμένου, μα θαλερού, ψιθύρου στ’ αυτιά της εμβρόντητης παγκόσμιας κοινότητας: ο νεκρός στον τάφο της Βεργίνας είναι ο Βασιλιάς του αρχαίου ελληνικού κράτους της Μακεδονίας.
Είναι ο Βασιλιάς των Μακεδόνων.
Ο πατέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Ο Φίλιππος Β΄.
Το χρονικό της ανακάλυψης
Ο ίδιος ο Μανόλης Ανδρόνικος περιγράφει με γλαφυρότατο τρόπο στο βιβλίο του «Το χρονικό της Βεργίνας» όλα όσα έζησε κατά τη διάρκεια της σημαντικής ανασκαφής.
Γράφει χαρακτηριστικά: «Πήρα το τσαπάκι της ανασκαφής, που έχω μαζί μου από το 1952, έσκυψα στο λάκκο και άρχισα να σκάβω με πείσμα και αγωνία το χώμα κάτω από το κλειδί της καμάρας. Ολόγυρα ήταν μαζεμένοι οι συνεργάτες μου.
Συνέχισα το σκάψιμο και σε λίγο ήμουν βέβαιος. Η πέτρα του δυτικού τοίχου ήταν στη θέση της, απείραχτη, στέρια. -Είναι ασύλητος! Είναι κλειστός! Ήμουν ευτυχισμένος βαθιά. Είχα λοιπόν βρει τον πρώτο ασύλητο μακεδονικό τάφο. Εκείνη τη στιγμή δεν ενδιαφερόμουν για τίποτε άλλο.
Εκείνη τη νύχτα -όπως και όλες τις επόμενες- στάθηκε αδύνατο να κοιμηθώ περισσότερο από δυο τρεις ώρες. Γύρω στις 12, τα μεσάνυχτα, πήρα το αυτοκίνητο και πήγα να βεβαιωθώ αν οι φύλακες ήταν στη θέση τους. Το ίδιο έγινε και στις 2 και στις 5 το πρωί.
Οπωσδήποτε, συλλογιζόμουν, μέσα στη σαρκοφάγο πρέπει να κρύβεται μια ωραία έκπληξη. Η μόνη δυσκολία που συναντήσαμε ήταν πως την ώρα που ανασηκώναμε το κάλυμμα, είδαμε καθαρά πια το περιεχόμενο και έπρεπε να μπορέσουμε να κρατήσουμε την ψυχραιμία μας και να συνεχίσουμε τη δουλειά μας, μόλο που τα μάτια μας είχαν θαμπωθεί απ’ αυτό που βλέπαμε και η καρδιά μας πήγαινε να σπάσει από συγκίνηση.
Μέσα στη σαρκοφάγο υπήρχε μια ολόχρυση λάρνακα. Επάνω στο κάλυμμά της ένα επιβλητικό ανάγλυφο αστέρι με δεκάξι ακτίνες, και στο κέντρο του ένας ρόδακας. Με πολλή προσοχή και περισσότερη συγκίνηση ανασήκωσα το κάλυμμα με το αστέρι πιάνοντάς το από τις δυο γωνίες της μπροστινής πλευράς. Όλοι μας περιμέναμε να δούμε μέσα σ’ αυτήν τα καμένα οστά του νεκρού.
Όμως αυτό που αντικρίσαμε στο άνοιγμά της μας έκοψε για μιαν ακόμη φορά την ανάσα, θάμπωσε τα μάτια μας και μας πλημμύρισε δέος: πραγματικά μέσα στη λάρνακα υπήρχαν τα καμένα οστά.
Αλλά το πιο απροσδόκητο θέαμα το έδινε ένα ολόχρυσο στεφάνι από φύλλα και καρπούς βελανιδιάς που ήταν διπλωμένο και τοποθετημένο πάνω στα οστά. Ποτέ δεν είχα φανταστεί τέτοια ασύλληπτη εικόνα.
Μπορώ να φέρω στη συνείδησή μου ολοκάθαρα την αντίδραση που δοκίμασα καθώς έλεγα μέσα μου: “Αν η υποψία που έχεις, πως ο τάφος ανήκει στον Φίλιππο είναι αληθινή- και η χρυσή λάρνακα ερχόταν να ενισχύσει την ορθότητα αυτής της υποψίας- κράτησες στα χέρια σου τη λάρνακα με τα οστά του.
Είναι απίστευτη και φοβερή μια τέτοια σκέψη, που μοιάζει εντελώς εξωπραγματική”. Νομίζω πως δεν έχω δοκιμάσει ποτέ στη ζωή μου τέτοια αναστάτωση, ούτε και θα δοκιμάσω ποτέ άλλοτε».
Είναι πράγματι ο Φίλιππος στον τάφο;
Θα ήταν σχεδόν… παράλογο να μην υπάρξει αμφισβήτηση για την ταυτοποίηση του ιστορικού τάφου. Ήδη από το 1978 κιόλας άρχισαν οι πρώτες φωνές (προεξαρχουσών αυτών από τις ΗΠΑ και την Ιταλία) αναφορικά με την ταυτότητα του νεκρού, ενώ δεν έλειψαν και οι ελληνικές επικρίσεις.
Αρκετοί αρχαιολόγοι και ιστορικοί (μεταξύ των οποίων και η Όλγα Παλαγγιά) υποστήριζαν πως ο τάφος ανήκει στον Φίλιππο Γ΄ τον Αρριδαίο- τον γιο του Φιλίππου Β΄ και ετεροθαλή αδερφό του Μ. Αλεξάνδρου-, όμως μεταγενέστερη κριτική εξέταση που διήρκησε μέχρι το 2011 κατέληξε στο συμπέρασμα πως αυτή είναι μια λανθασμένη άποψη την οποία η σύγχρονη επιστήμη «οφείλει» ν’ απορρίψει.
Ο ερευνητής Τριαντάφυλλος Παπαζώης, μάλιστα, τολμάει να πει πως ο Τάφος Ι της Βεργίνας είναι, στην πραγματικότητα, το ιερό δισκοπότηρο της αρχαιολογίας, καθώς αποτελούσε την τελευταία κατοικία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και όχι του πατέρα του.
Ωστόσο, παρά τις κατά καιρούς αμφισβητήσεις, το αποτέλεσμα της έρευνας του Ανδρόνικου και της ομάδας του είναι, κατά πάσα… βεβαιότητα, ακριβέστατο: το Μάρτιο του 2015 νέα έρευνα πιστοποίησε πως η σορός του τάφου εμφανίζει οπή στο οστό του γονάτου.
Σύμφωνα με ιστορικές πηγές γνωρίζουμε πως το 339 π.Χ. (μια τριετία, δηλαδή, πριν τη δολοφονία του), ο Φίλλιπος είχε τραυματιστεί στη μάχη από κάποιο δόρυ που διαπέρασε το πόδι του. Το οστό, μάλιστα, «μαρτυρά» πως λόγω αγκύλωσης μεταξύ κνήμης και μηρού το άτομο κούτσαινε- όπως ακριβώς έκανε και ο Φίλιππος μετά τον τραυματισμό του.
Κάπως έτσι, η συντριπτική πλειοψηφία των ειδημόνων καταλήγει στο συμπέρασμα πως πράγματι ο Βασιλιάς των Μακεδόνων ήταν αυτός που βρισκόταν στον πολυτελή τάφο. Το μυστικό επιλύεται ξανά και ξανά και ξανά τα τελευταία 40+ χρόνια, με τη δικαίωση του Μανόλη Ανδρόνικου να είναι επαναλαμβανόμενη.
Εν τέλει, το τσαπάκι που κουβαλούσε από το 1952 ο καθηγητής δε «λάθεψε».
Η σπουδαιότερη ανακάλυψη του 20ου αιώνα είχε γαλανόλευκο χρώμα και ο απόηχός της είναι εκκωφαντικός.
Σσσς, ακούστε.
Ακούστε.