Υπάρχει ένας θρύλος από την ιστορία της Κούβας του ’50, της τελευταίας δεκαετίας δηλαδή πριν την έλευση του Φιντέλ Κάστρο στην εξουσία της, που καθόρισε κάτι παραπάνω από μισό αιώνα ζωής για την μικρή χώρα που βρίσκεται απέναντι από τις ΗΠΑ. Η ιστορία αυτή είναι βγαλμένη από τις διαπραγματεύσεις του στρατηγού Μπατίστα, του κυβερνήτη, δηλαδή, της Κούβας το μεγαλύτερο κομμάτι των 50s με την μαφία των ΗΠΑ.
Ήταν Δεκέμβρης του 1958. Μια ομάδα μαφιόζων μόλις είχε φτάσει στο «λατινικό Λας Βέγκας» (όπως χαρακτηριζόταν τότε η, γεμάτη καζίνο ελεγχόμενα από Αμερικάνους επιχειρηματίες, Κούβα) για να διαπραγματευτεί το άνοιγμα νέων πολυτελών καζίνο με την αυταρχική κυβέρνηση της χώρας. Μόλις οι μαφιόζοι είδαν πως εκτός από την παντοκρατορία του Μπατίστα στην Κούβα υπήρχε και μια μικρή μειονότητα ανθρώπων που επιχειρούσε με ένοπλες ενέργειες να ανατρέψει το καθεστώς, θορυβήθηκαν. Αυτή η μικρογραφία εμφυλίου δεν ταίριαζε απόλυτα στις εικόνες περί «παραδείσου του τζόγου» που πλάσαρε ο Μπατίστα για να προσελκύει επενδύσεις από τις ΗΠΑ.
Μόλις οι μαφιόζοι, που ήταν έτοιμοι να επενδύσουν στην Κούβα εξέφρασαν τους προβληματισμούς τους, ο Μπατίστα τους καθησύχασε: «Μην φοβάστε. Είμαι 57 χρονών και από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, στην Κούβα υπάρχουν πάντα κάποιοι τρελοί που έχουν πάρει τα όπλα και προσπαθούν να ανατρέψουν το εκάστοτε καθεστώς. Είναι πάντα μερικοί δεκάδες γραφικοί που κινούνται από αυταπάτες και ψευδαισθήσεις. Τους ελέγχουμε. Δεν θα καταφέρουν ποτέ τίποτα».
Ο Μπατίστα είχε δίκιο: στην ιστορία της Κούβας τα ένοπλα αντάρτικα ήταν μια μόνιμη κατάσταση. Και με βάση τη λογική είχε επίσης δίκιο όταν έλεγε ότι η κυβέρνησή του δεν υπάρχει περίπτωση να απειληθεί από τέτοια μικρά κινήματα. Όλα αυτά ο Μπατίστα δεν τα ανέφερε απλά για να καθησυχάσει τους μαφιόζους που ήθελαν να επενδύσουν στην Κούβα. Ήταν πράγματα που τα πίστευε. Μερικές μέρες αργότερα, την 1η Ιανουαρίου του 1959, ο στρατός του Φιντέλ Κάστρο και του Τσε Γκεβάρα καταλάμβανε την Σάντα Κλάρα, το πιο στρατηγικό σημείο δηλαδή για τoν έλεγχο της Κούβας.
Η υπεροψία του Μπατίστα σε συνδυασμό με την αποφασιστικότητα των ανταρτών είχε ως αποτέλεσμα αυτό που κανείς δεν περίμενε με βάση την λογική: ο Τσε Γκεβάρα και ο Φιντέλ Κάστρο ήταν οι εν δυνάμει κυβερνήτες της Κούβας. Μέχρι τις 8 Ιανουαρίου, οπότε και οι αντάρτες έμπαιναν θριαμβευτικά στην Αβάνα επικυρώνοντας την στρατιωτική τους επιτυχία, η Κούβα είχε εγκαταλειφθεί εντελώς από τους ιδιοκτήτες των καζίνο και ο Μπατίστα ήταν μετέωρος ψάχνοντας σε ποιο μέρος του πλανήτη θα βρει άσυλο.
Ο Φουλκένσιο Μπατίστα ένας από τους πιο δυναμικούς και σκληρούς δικτάτορες του κόσμου εκείνη την εποχή. Από το 1953 που είχε καταλάβει την εξουσία της Κούβας δεν υπήρχε κανείς που να σκεφτόταν με σοβαρούς όρους να αμφισβητήσει την υπεροχή του. Είχε άλλωστε τις πλάτες των ΗΠΑ σε κάθε πτυχή της πολιτικής του και αυτό τον έκανε να φαντάζει παντοδύναμος. Από την Πρωτοχρονιά του 1959 και μετά όλα είχαν αλλάξει και μάλιστα, είχαν αλλάξει εντελώς απότομα.
Στις 31 Δεκέμβρη, στην Αβάνα, σε ένα κεντρικό ξενοδοχείο γινόταν μια μεγάλη και πολυτελής δεξίωση για την αλλαγή του χρόνου όταν έγινε γνωστό πως η παράδοση της Σάντα Κλάρα στα χέρια του Φιντέλ και του Τσε ήταν θέμα χρόνου. Οι επενδυτές των καζίνο, μέλη της μαφίας εξ’ Αμερικής οι περισσότεροι, και τα υψηλόβαθμα στελέχη του στρατού της Κούβας ξεκίνησαν να φεύγουν πανικοβλημένοι προσπαθώντας να αφήσουν τη χώρα όσο πιο γρήγορα γινόταν πριν αυτή τεθεί και με τη βούλα υπό τον έλεγχο των κομμουνιστών.
Ανάμεσα στο πανικοβλημένο πλήθος ήταν και η πιο εμβληματική μορφή αυτής της συνομοταξίας: ο ίδιος ο Φουλκένσιο Μπατίστα. Αυτός θεωρούσε, βέβαια, πως η δική του η επιβίωση θα ήταν μια απλή υπόθεση. Μπορεί οι μέρες του στην Κούβα να τελείωναν άδοξα αλλά παρέμενε ο άνθρωπος των Αμερικάνων και ως τέτοιος δεν θα δυσκολευόταν να βρει τον επόμενο σταθμό της ζωής του.
Όταν ωστόσο οι ΗΠΑ τον άδειασαν με την ίδια ευκολία που συνεργάστηκαν μαζί του, τα πράγματα έγιναν πολύ δύσκολα για τον δικτάτορα. Mε τις ΗΠΑ να του αρνούνται το άσυλο, ο Μπατίστα βρήκε καταφύγιο στην Πορτογαλία, που εκείνη την περίοδο (για την ακρίβεια, από το 1932 μέχρι το 1968) διοικούταν από έναν άλλο χαρακτηριστικό δικτάτορα του 20ου αιώνα, τον στρατηγό Σαλαζάρ.
Επίσημα, η κυβέρνηση των ΗΠΑ είχε διακόψει κάθε επίσημη σχέση μαζί του από τον Μάρτιο του 1958. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ήταν το αμερικάνικο κράτος που τροφοδοτούσε κανονικά και με τη βούλα με οπλισμό το καθεστώς του Μπατίστα. Ανεπίσημα ωστόσο η συνεργασία συνεχιζόταν με τους παρακρατικούς μηχανισμούς των ΗΠΑ να βρίσκονται σε στενή σχέση μαζί του. Την κρίσιμη στιγμή ωστόσο, οι ΗΠΑ αποφάσισαν να δράσουν με γνώμονα τις επίσημες αποφάσεις τους και να μην αναγνωρίσουν στον Μπατίστα το δικαίωμα να πάρει άσυλο εκεί. Ήταν το οριστικό τέλος μιας ολόκληρης εποχής.
Όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο Κένεντι μερικά χρόνια αργότερα προκειμένου να καταδείξει πόσο μεγάλη ήταν η σχέση της Κούβας με τις ΗΠΑ: «Το 1959 οι αμερικανικές επιχειρήσεις κατείχαν στην Κούβα: το 40% της καλλιεργήσιμης γης ζαχαρότευτλων, το 100% των ράντσων βοοειδών, το 90% των ορυχείων, το 100% των εταιρειών πετρελαιοειδών και πουλούσαν τα 2/3 των εισαγόμενων προϊόντων που έφταναν στη χώρα».
Προτού ο Μπατίστα γίνει ο απόλυτος άρχοντας της Κούβας ήταν ένας τεράστιος καιροσκόπος. Μέλος του στρατού της Κούβας από τα 23 του έχοντας τον βαθμό του λοχία, επιχειρούσε διαρκώς να εκμεταλλευτεί τις συνεχόμενες εσωτερικές συγκρούσεις που λάμβαναν χώρα στον στρατό προκειμένου να ανελιχθεί τόσο στην ιεραρχία του όσο και -κατ’ επέκταση- στο πολιτικό προσωπικό της χώρας. Κατά καιρούς είχε συμμαχήσει με όλα τα κόμματα της Κούβας, ακόμα και με το κομμουνιστικό στις εκλογές του 1940, προκειμένου να παίξει ρόλο. Ποιος θα το περίμενε ότι σε εκείνες τις εκλογές θα κατάφερνε τελικά για πρώτη φορά να υλοποιήσει το μεγάλο στόχο του: να κυβερνήσει την Κούβα.
Με το Κομμουνιστικό Κόμμα Κούβας λοιπόν να υποστηρίζει τον Μπατίστα, ο οποίος τότε είχε ακόμα το προφίλ του δημοκράτη του στρατού, ο μετέπειτα δικτάτορας της χώρας βγήκε για πρώτη φορά πρόεδρός της. Την τετραετία ανάμεσα στο 1940 και το 1944, ο Μπατίστα προχώρησε σε μια σειρά προοδευτικών μέτρων και πολιτικών, πέρασε φιλεργατικές διατάξεις και έδρασε εναρμονισμένος με το προφίλ του. Έχασε ωστόσο τις εκλογές του 1944 και τότε έφυγε για τις ΗΠΑ.
Στις ΗΠΑ, ο Μπατίστα έκανε τις πρώτες του επαφές με τη μαφία της χώρας, συνδέθηκε με τον Λάκι Λουτσιάνο, έναν από τους πιο εμβληματικούς γκάνγκστερ της εποχής και μαζί κατέστρωσαν το σχέδιο «μαφιοζοποίησης» της Κούβας. Όταν γύρισε στην Κούβα το 1948 ίδρυσε το δικό του κόμμα με στόχο να πάρει μέρος στις εκλογές του 1952. Όταν ωστόσο έγινε κατανοητό από τις δημοσκοπήσεις πως το κόμμα του θα βγει τρίτο, ο Μπατίστα δεν έχασε χρόνο με εκλογικές διαδικασίες και άλλα τέτοια δημοκρατικά και πήρε την εξουσία με πραξικόπημα.
Ο Μπατίστα, εκτός από την τεράστια επιρροή που είχε στον στρατό, είχε και την στήριξη των ΗΠΑ, που προφανώς έβλεπαν μια τεράστια κερδοφόρα επιχείρηση στην Κούβα – και κάπως έτσι γίνονται κατανοητές και οι υψηλές διασυνδέσεις που απολάμβαναν εκείνα τα χρόνια οι κύκλοι της μαφίας.
Τα επόμενα χρόνια, η Κούβα έγινε ένα τεράστιο καζίνο, το οποίο συνυπήρχε με μια ασύλληπτα φωτοχοποιημένη κοινωνία. Ο τουρισμός εκτοξεύτηκε, τα κέρδη της μαφίας έφταναν τα 100 εκατομμύρια δολάρια τον χρόνο, το ξέπλυμα χρήματος ήταν στο απόγειό του, το ίδιο και η πορνεία και το εμπόριο ναρκωτικών. Ταυτόχρονα, η ανεργία μεγάλωνε συνεχώς, τα όρια της φτώχειας διευρύνονταν, ο Τύπος λογοκρινόταν, οι εκτελέσεις των αντιφρονούντων ήταν μια καθημερινή διαδικασία.
Μέχρι το 1959 όταν και ο Φιντέλ Κάστρο πήρε την εξουσία με τα όπλα, ο Μπατίστα είχε καταφέρει να γίνει ένας πιο σκληρός δικτάτορες που κυβέρνησαν κατά τον 20ο αιώνα. Η ιστορία φυσικά μπορεί να γίνει πολύ… πλακατζού: από το 1959 και μετά ο Μπατίστα θα είναι για πάντα γνωστός ως «ο άνθρωπος που ανέτρεψε ο Φιντέλ».