Όταν παρέλαβε το Όσκαρ για την καλύτερη ταινία του 1993, παρομοίασε τη στιγμή «με ένα ποτήρι νερό, μετά τη μεγαλύτερη δίψα της ζωής μου».
Η δίψα ήταν η απότιση φόρου τιμής στα θύματα του εβραϊκού ολοκαυτώματος και το ποτήρι η κινηματογραφική παραγωγή που περιέγραψε με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια το δράμα εκατομμυρίων Εβραίων στο στρατόπεδο εξόντωσης του Άουσβιτς.
Οι 92 ημέρες που διήρκεσαν τα γυρίσματα της «Λίστας του Σίντλερ» ήταν ορισμένες από τις δυσκολότερες στη ζωή του Στίβεν Σπίλμπεργκ, ο οποίος λίγο έλειψε να τερματίσει τη σκηνοθετική καριέρα του, μετά το συναισθηματικό «σοκ» που βίωσε.
«Στο λύκειο, έχω φάει ξύλο και κλωτσιές. Δύο φορές μου μάτωσαν τη μύτη. Ήταν φρικτό», έχει δηλώσει, παραδεχόμενος ότι ήθελε να κρύψει την προέλευση του.
Γόνος εβραϊκής οικογένειας, ο Σπίλμπεργκ αντιμετώπισε, ως παιδί, δυσκολίες για να συμφιλιωθεί με την καταγωγή του και με την αντίληψη που είχαν οι άλλοι γι’ αυτόν. Κατά τη διάρκεια των μαθητικών χρόνων του βίωσε αρκετές φορές αντισημιτική προκατάληψη.
«Θεέ μου συγχώρα με, ντρεπόμουν επειδή ήμασταν Ορθόδοξοι Εβραίοι. Ντρεπόμουν από την εξωτερική αντίληψη της εβραϊκής πρακτικής των γονιών μου. Ο παππούς μου πάντα φόραγε ένα μαύρο μακρύ παλτό, μαύρο καπέλο και είχε μια μακριά λευκή γενειάδα. Ντρεπόμουν να καλέσω φίλους στο σπίτι, επειδή υπήρχε περίπτωση να είναι σε κάποια γωνία να προσεύχεται και δεν ήξερα πως να το εξηγήσω αυτό στους Αγγλοσάξονες Προτεστάντες φίλους μου».
Η ιστορία του Όσκαρ Σίντλερ, του Γερμανού επιχειρηματία που έσωσε περίπου 1200 Εβραίους, προσλαμβάνοντας τους στο εργοστάσιο του, έγινε γνωστή στον Σπίλμπεργκ 10 χρόνια πριν από την κινηματογραφική μεταφορά της.
Το 1982 ο Σιντ Σάινμπεργκ, αντιπρόεδρος του τηλεοπτικού κλάδου της Universal, του έστειλε το βιβλίο «Schindler’s Ark» του Τόμας Κένελι, που εξιστορεί την ηρωική δράση του ανθρώπου που χρησιμοποίησε τις διασυνδέσεις του στο Ναζιστικό καθεστώς για να προστατέψει από την «κόλαση» του Άουσβιτς τους Εβραίους υπαλλήλους του.
Ο Σπίλμπεργκ ήθελε πολύ να γίνει η ταινία, αλλά το ιδανικό σενάριο για αυτόν θα ήταν να μην είναι εκείνος ο δημιουργός της
Εντυπωσιασμένος από την προσωπικότητα του δίκαιου Σίντλερ, ο σκηνοθέτης έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και ζήτησε τα δικαιώματα του έργου. Εκείνη την περίοδο ωστόσο δεν ένιωθε έτοιμος να αναλάβει τη σκηνοθεσία της ταινίας, λέγοντας ότι ήθελε να ωριμάσει σκηνοθετικά.
Στην πραγματικότητα, όπως παραδέχτηκε αργότερα ο ίδιος σε συνέντευξη του, δεν μπορούσε να διαχειριστεί το ηθικό βάρος της ιστορίας. «Δεν άντεχα, δεν μπορούσα. Υπήρχαν στιγμές που έκλαιγα ασταμάτητα γιατί θυμόμουν τις αφηγήσεις των παππούδων μου που υπέφεραν στο Άουσβιτς», αιτιολόγησε τη δεκαετή αναμονή για την έναρξη των γυρισμάτων.
Ο Σπίλμπεργκ ήθελε πολύ να γίνει η ταινία, αλλά το ιδανικό σενάριο για αυτόν θα ήταν να μην είναι εκείνος ο δημιουργός της. Έτσι προσέγγισε άλλα μεγάλα ονόματα του χώρου για να αναλάβουν τη σκηνοθεσία.
Για τον ίδιο λόγο αρνήθηκε αρχικά ο επίσης εβραϊκής καταγωγής Ρόμαν Πολάνσκι, ο οποίος πήρε πάντως το 2002 το Όσκαρ Σκηνοθεσίας για τον «Πιανίστα». Οι επόμενοι δύο που αρνήθηκαν την πρόταση του Σπίλμπεργκ ήταν οι Μάρτιν Σκορσέζε και Σίντνεϊ Πόλακ.
Ο φίλος του, Ρόμπιν Ουίλιαμς, του τηλεφωνούσε τακτικά για να του ανεβάσει τη διάθεση
Τελικά, μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, ο Σπίλμπεργκ πήρε τη μεγάλη απόφαση να ξεκινήσει την ταινία. Ο αντιπρόεδρος της Universal, Σάινμπεργκ, το δέχτηκε με χαρά, αλλά υπό έναν όρο. Να γυριστεί πρώτα το «Jurassic Park», το οποίο τότε είχαν οι δύο άνδρες στα σκαριά.
«Με ήξερε τόσο καλά. Ήταν βέβαιος ότι αν έκανα πρώτα τη Λίστα του Σίντλερ, δεν θα ήμουν ποτέ σε θέση να γυρίσω το Jurassic Park».
Η «Λίστα του Σίντλερ» ξεκίνησε με χαμηλό προϋπολογισμό και οι περισσότεροι κριτικοί δεν ανέμεναν μεγάλη επιτυχία, διότι το θέμα της ταινίας ήταν πολύ «βαρύ». Από τις πρώτες ημέρες των γυρισμάτων, ο Σπίλμπεργκ και οι υπόλοιποι συντελεστές της ταινίας επιβαρύνθηκαν με πολύ έντονη συναισθηματική φόρτιση.
Ο μεγάλος Αμερικανός σκηνοθέτης ήταν έξαλλος με τον εαυτό του όταν δεν έκλαψε στη επίσκεψή του στο Άουσβιτς, ενώ ήταν ένα από τα πολλά μέλη του συνεργείου που δεν κοίταζαν όταν γυριζόταν η σκηνή όπου οι ηλικιωμένοι Εβραίοι αναγκάζονται να τρέξουν γυμνοί ενώ επιλέγονται από τους Ναζί γιατρούς για να πάνε στο Άουσβιτς.
Ο φίλος του, Ρόμπιν Ουίλιαμς, του τηλεφωνούσε κάθε τρεις και λίγο για να του φτιάξει το κέφι, καθώς η χιουμοριστική διάθεση στο πλατό ήταν σχεδόν ανύπαρκτη.
Ήταν η μοναδική ταινία στην οποία ο Σπίλμπεργκ είχε διαρκώς παρέα στο πλατό τη σύζυγό του, Κέιτ Κάπσο και τα πέντε παιδιά του, ενώ στην Πολωνία, όπου γυριζόταν η ταινία, τον επισκέφτηκαν οι γονείς του και ο ραβίνος του.
Είναι η μοναδική ταινία για τη σκηνοθεσία της οποίας ο Σπίλμπεργκ δεν πήρε ούτε ένα δολάριο
Όταν έφτασαν στο Άουσβιτς, είχε ήδη λάβει άδεια για να πραγματοποιήσει γυρίσματα και στους εσωτερικούς χώρους. Όμως, από σεβασμό στη μνήμη των θυμάτων, δεν τους χρησιμοποίησε.
Μεγάλο μέρος των γυρισμάτων πραγματοποιήθηκε στους εξωτερικούς χώρους του στρατοπέδου του θανάτου.
«Ήταν ένα δυνατό χαστούκι στο πρόσωπο μου, αυτή η ταινία. Με έφερε αντιμέτωπο με τα προσωπικά μου βιώματα. Τις αναμνήσεις, τον εβραϊκό εαυτό μου. Έκλαιγα συνεχώς. Σκέφτηκα σοβαρά, μετά την ολοκλήρωση της ταινίας να σταματήσω τη σκηνοθετική καριέρα μου! Το βάρος ήταν δυσβάσταχτο και ήμουν για καιρό δυστυχισμένος», έχει πει σε συνέντευξη του.
Ο Σπίλμπεργκ δεν πήρε ποτέ ούτε ένα δολάριο για την ταινία, κάνοντας λόγο για «ματωμένα χρήματα». Προτίμησε να παραχωρήσει την αμοιβή του στο ίδρυμα «Shoah» για τα θύματα του Ολοκαυτώματος.
Με προϋπολογισμό μόλις 22 εκατ. δολάρια, η ταινία έσπασε τα ταμεία, αποφέροντας παγκοσμίως 321 εκατ. δολάρια την πρώτη χρονιά. Θριάμβευσε και στα Όσκαρ, με υποψηφιότητα σε 12 κατηγορίες και εφτά χρυσά αγαλματίδια, μεταξύ των οποίων καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και διασκευασμένου σεναρίου.
Ο άνθρωπος που ως παιδί ντρεπόταν για την καταγωγή του, απεικόνισε όπως κανείς άλλος στη μεγάλη οθόνη τα μαρτύρια που βίωσαν οι όμοφυλοι του κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος. Όσο πιο πικρό ήταν το ποτήρι που χρειάστηκε να πιει, τόσο μεγαλύτερη αποτελεσματικότητά είχε στον κορεσμό της δίψας του…