Τσαουσόπουλος

«Πέντε χιλιάδες για 30 δευτερόλεπτα δουλειάς!»: Το πιο απλό παιχνίδι της ελληνικής TV γέμιζε ασφυκτικά δρόμους και πλατείες

Μια εποχή που σίγουρα νοσταλγούν όσοι την έζησαν...

«Πείτε “ναι” στο πεντοχίλιαρο, πείτε “όχι” στην αποτυχία, μην πείτε “ναι” ή “όχι” και κερδίσατε την υψηλότερη αμοιβή της ζωής σας. Πέντε χιλιάδες για 30 δευτερόλεπτα δουλειάς! “Ναι ή Όχι” με τον Μιχάλη Τσαουσόπουλο. Έρχεται σε εσάς αντί να πηγαίνετε εσείς σε εκείνον. Κάθε μέρα στη 1 το μεσημέρι».

Κακά τα ψέματα, για να ευθυμήσουμε και λίγο, θα μπορούσε να ήταν τρέιλερ του ΠΑΣΟΚ. Διότι ο χρόνος γυρίζει στο 1992, όταν οι κάτοικοι της χώρας περνούσαν καλύτερα. Ήταν πιο ανέμελοι και σίγουρα πιο άνετοι εν συγκρίσει με τις μέρες μας στο οικονομικό σκέλος.

Τρία χρόνια συμπλήρωνε τότε η ιδιωτική τηλεόραση, όταν ο ΑΝΤ1 αποφάσιζε να γεμίσει τη μεσημεριανή του ζώνη με ένα, αντικειμενικά, δελεαστικό τηλεπαιχνίδι. Το όνομά του; «Ναι ή Όχι».

Το concept ήταν πολύ απλό. Ο Μιχάλης Τσαουσόπουλος, με το χαρακτηριστικό μακρύ καστανόξανθο μαλλί, επισκεπτόταν κεντρικές πλατείες. Στο πλευρό του ήταν η Τζέιν Σαμπανίκου, ένα μοντέλο που έγινε ευρύτερα γνωστή ως ροκ DJ της Αθήνας, μετέπειρα δημοσιογράφος, παρουσιάστρια, ραδιοφωνική παραγωγός και, εσχάτως, ηθοποιός.

Η σκηνοθεσία ήταν του Αχιλλέα Συντριβελόπουλου και η προβολή του γινόταν τις καθημερινές, δηλαδή από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή. Τελικά κράτησε μόνο μία σεζόν. Ολοκληρώθηκε το 1993, αλλά οι τότε μαθητές και φοιτητές το θυμούνται ακόμα και τώρα.

Είναι απορίας άξιον που έκτοτε δεν δημιουργήθηκε κάτι αντίστοιχο, αν και πλέον οι δρόμοι δεν έχουν την αθωότητα της εποχής. Ίσως, όμως, να ήταν εφικτό να γίνει σε πλατό. Με μία διευρυμένη version σίγουρα. Ίσως να θύμιζε το επιτραπέζιο Taboo.

Ξαμολιόταν, λοιπόν, ο Τσαουσόπουλος σε κεντρικές πλατείες της Αθήνας κυρίως και έκανε γρήγορες ερωτήσεις στους παρευρισκόμενους, με σκοπό να τους κάνει να πουν «ναι ή όχι».

Σε περίπτωση που κάποιος κατάφερνε να αποφύγει αυτές τις δύο λέξεις, δίνοντας παράλληλα γρήγορες απαντήσεις σε περίπου 30 δευτερόλεπτα, κέρδιζε 5.000 δραχμές. Τότε δεν ήταν καθόλου αμελητέο ποσό. Ιδίως για τη συντριπτική πλειοψηφία των συμμετεχόντων, οι οποίοι ήταν νεαρής ηλικίας.

Η ιδέα ανήκε στον Νίκο Μαστοράκη. Το έκανε γνωστό μέσω ραδιοφώνου και σε πολλές ασπρόμαυρες εκπομπές του. Η συνέχεια δόθηκε από τον ΑΝΤ1. Με το copyright να ανήκει στην Omega Entertainment, όπως έχει αναφέρει ο ίδιος.

Πολλές ερωτήσεις ήταν σόκιν, προσβλητικές και ρατσιστικές. Επί παραδείγματι, έπαιζε ένας μελαψός έφηβος και τον ρωτούσε αν πουλάει κάρβουνα ή σχολίαζε «πολύ μαυρός είσαι εσύ». Αναφερόταν στο βάρος ή τις ερωτικές προτιμήσεις των συμμετεχόντων.

Σήμερα δεν θα παιζόταν καν αυτό το τηλεπαιχνίδι. Τότε ο κόσμος δεν επηρεαζόταν. Ίσα-ίσα που το διασκέδαζε. Είτε οι παρευρισκόμενοι είτε οι τηλεθεατές. Ο λαός βρισκόταν στην κοσμάρα του, δεν υπήρχαν social media για την άμεση κριτική και, να το πούμε απλοϊκά, ήταν άλλες οι εποχές.

Ο Νίκος Μαστοράκης μπορεί να αισθάνεται και υπερήφανος γι’ αυτήν την ιδέα. Ήταν πράγματι πολύ εμπνευσμένος για τα ελληνικά δεδομένα. Έφερε πολλές καινοτομίες σε ραδιόφωνο, τηλεόραση και όχι μόνο. Το εύκολο κέρδος, πάντως, δεν αποδείχθηκε… μπίνγκο (για να μνημονεύσουμε και ένα άλλο τηλεπαιχνίδι της εποχής). Διότι έγινε εις βάρος της κριτικής σκέψης.

Εν πάση περιπτώσει, μία άλλη αλήθεια είναι ότι τώρα εμείς κρίνουμε με τη μεσολάβηση τριών δεκαετιών. Εξάλλου τα τηλεπαιχνίδια γι’ αυτόν τον σκοπό εξακολουθούν να υφίστανται. Τουλάχιστον στις μέρες μας τα περισσότερα εξ αυτών απαιτούν και μπόλικη σκέψη. Δεν είναι δηλαδή τόσο απλοϊκά, όπως το «Ναι ή Όχι».

Ήταν, πάντως, τέτοιος ο αντίκτυπος, που οι μαθητές το μιμούνταν στην τάξη, στα διαλείμματα, στα πάρτι, στις βόλτες τους… Δεν χρειάζονταν κάρτες, ζάρια, χαρακτήρες κ.λπ. Μάλιστα, είχε μεταφερθεί και στο θρυλικό Radio Blackman, όπου ήταν πιο δύσκολο για τους συμμετέχοντες, επειδή δεν επιτρεπόταν να πουν «ίσως», «μπορεί» και άλλες λέξεις.

Εν κατακλείδι, με το χέρι στην καρδιά, αν ζητούσαν από όλους όσοι πέρασαν τα 90s’ είτε ως παιδιά είτε ως έφηβοι, να τα ξαναζούσαν έστω για μία εβδομάδα, θα απαντούσαν φωναχτά «ναιιι». Και ας έχαναν το πεντοχίλιαρο.