Αν πάρουμε ως αναντίρρητες τις απόψεις του Lavater και του Lombroso περί φυσιογνωμικής, τότε δεν θα περιμέναμε με τίποτα έναν θηριώδη τύπο με μούσια, σωματώδη με κοιλιά να έχει μέσα του αυτή τη φωνή και αυτό το ταλέντο. Ο Nathaniel Rateliff είναι ο ορισμός των στερεοτύπων που σου δίνει το Χόλιγουντ για τους bike gang members ή τους σκληρούς εγκληματίες, αλλά προφανώς και δεν είναι έτσι. Όσο το σκέφτομαι ίσως και τελικά ο Nathaniel να είναι ένας εγκληματίας, επειδή δεν άφησε νωρίτερα τις μουσικές του καταβολές και ικανότητες να ξεχυθούν.
Κάθε πράγμα στον καιρό του λένε, αλλά για το είδος της μουσικής που πρεσβεύει η φράση μεταλλάσσεται σε «κάθε πράγμα στους καιρούς που του αναλογούν». Ναι, καλά διαβάζεις. Οι ευκαιρίες είναι σαν τα Pringles. Άπαξ και πάρεις την πρώτη, μετά θες και δεύτερη και τρίτη. Το ολντσκουλ ροκ, αυτό που αγκαλιάζει το ροκαμπίλι και ψιλογαργαλάει το σημερινό indie, έχοντας και αισθητά αισθητές πινελιές σόουλ-r’n’b-φολκ, ενώ σε ορισμένα κομμάτια εισβάλλει και το ballad pop. Όλα αυτά σε καλούν να χορέψεις σε έναν ρυθμό ακανόνιστο, αστέγαστο, νομά. Λες και παρακολουθείς τα εξαρτήματα που ενώνουν τα βαγόνια να ανεβοκατεβαίνουν καθώς ξεκινάει το τρένο.
Παρόλο που κυκλοφορεί στα πράγματα από το 2005 και έβγαλε το πρώτο του άλμπουμ το 2007, ο Nathaniel Rateliff πέρασε τα πρώτα μουσικά του χρόνια ως leading act σε συναυλίες άλλων, με τους Lumineers να είναι αυτοί που του έδωσαν το πάτημα για να ξεφύγει από τα όρια των middle states και να βγάλει το μιζουριανό του ταλέντο. Έπρεπε να φτάσουμε στο 2010 και στο Falling Faster Than You Can Run, το δεύτερο EP του για να περάσει ακόμα περισσότερα σύνορα ο αγαθός γίγαντας με την τρίχα για πουλόβερ.
Όταν ήταν μικρός, γύρω στα 14 του, έχασε τον πατέρα του από τροχαίο, καθώς πήγαινε στην εκκλησία. Ο μικρός Nate έπρεπε να βοηθήσει τη μαμά κάνοντας δύο δουλειές. Η πρώτη ήταν φυσικά τα χωράφια και η δεύτερη που ήρθε λίγο αργότερα ήταν το δικό του «πρώτο αίμα». Παίρνοντας έρεισμα από την ακουστική κιθάρα της μαμάς, άρχισε να πειραματίζεται με ήχους, να πηδάει από είδος σε είδος, για να προσγειωθεί πιο στέρεα στο folk. Χρειάστηκε να παίξει μουσική σε pizza parties, να φτιάξει ήχους ψυχεδελικής μπλουζ, να απαρνηθεί το παλιό ροκαμπίλι του Μιζούρι, ως κλασσική αντίδραση κάθε πιτσιρικά απέναντι στις νόρμες των γονέων του, ώστε να επιζητήσει μόνος του αυτό που είχε απορρίψει. Η μεγάλη συλλογή των γονιών του με τα απλά παραδοσιακά του ξεκλείδωσε πολλά περισσότερα πράγματα από αυτά που φανταζόταν και είχαν κάνει άλλα είδη μουσικής ως τότε.
Κάπου εκεί ο Nathaniel κατάλαβε ότι το Μιζούρι δεν τον χωρούσε. Σαν άλλος ήρωας του Κερουάκ ή του Φόκνερ, πήρε το δισάκι του και πήγε στο Ντένβερ για να πραγματοποιήσει τα όνειρα του. Με πολύ πιο αργούς ρυθμούς κατάφερε να τραβήξει ενδιαφέρον πάνω του και ήξερε ότι το μόνο που χρειαζόταν ήταν να μπει στο μονοπάτι. Άπαξ και έμπαινε, θα έβρισκε την άκρη. Με τον Van Morrison να βρίσκεται στα θεμέλια των επιρροών του, ο Rateliff ανέπτυξε έναν τρόπο ερμηνείας λες και ουρλιάζει σα λύκος.
Η μουσική του είναι αυτή που θα άκουγες αν άνοιγες το ραδιόφωνο το 1960. Ίσως και πιο πριν. Είναι αυτή που θα έκανε τον Φρεντ Αστέρ να σηκωθεί από τον τάφο του, να βάλει τα παπούτσια για κλακέτες και να μην σταματήσει ποτέ να χοροπηδάει. Το LP του με τους Night Sweats που κυκλοφόρησε στις αρχές του 2016 είναι με τα μπούνια σε αυτή την αίσθηση. Σε γυρίζει πίσω και ταυτόχρονα σε επαναπροσδιορίζει. Σε επαναφορτίζει. Έχει τον ιδανικό συγκερασμό του old fashioned folk rock με τα πιο σύγχρονα μουσικά ρεύματα.
Με τον Rateliff και πλέον τους Night Sweats είναι λες και βρίσκεσαι σε κάποιο πάρτι στο Λος Άντζελες ή το Μαϊάμι και κουνιέσαι μέσα στην πισίνα ή έξω από αυτήν με συμφοιτητές. Κλισέ εικόνα, το ξέρω. Αλλά ποιος είναι αυτός που δεν υποκλίθηκε σε τέτοια κλισέ;