Ο Λαυρέντης είναι ακόμα εδώ…

Υπάρχει ακόμα…

Αυτή την φορά τίτλοι που περιείχαν λέξεις όπως «σοκ», «θάνατος», «αγαπημένος καλλιτέχνης» δεν αφορούσαν συνηθισμένα click baits, αλλά αποτύπωναν την αλήθεια. Ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας δεν είναι πια εδώ…

Ήταν μια συνέντευξή του πριν από περίπου 25 χρόνια (μην ρωτήσετε σε ποιο κανάλι, η μνήμη αδυνατεί να ανασύρει κάθε λεπτομέρεια) που μας έμαθε πολλά για τον χαρακτήρα του και τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόταν. Για το πώς αντιλαμβανόταν την μουσική, αλλά και την ίδια την ζωή.

Με το ελληνικό τραγούδι να περνά μια ιδιότυπη κρίση ταυτότητας, τα «ελληνάδικα» να ξεφυτρώνουν παντού και τα «μπουζούκια» να βρίσκονται στην αρχή της διαδικασίας μετασχηματισμού τους, που τα έκανε τελικά αυτό που είναι σήμερα, η ερώτηση του δημοσιογράφου ήρθε μάλλον αναμενόμενα.

«Θα τραγουδούσατε σε μπουζούκια;» ρώτησε, προσθέτοντας ότι τα χρήματα εκεί ήταν σαφώς περισσότερα σε σχέση με τις συναυλίες του καλοκαιριού ή τις μουσικές σκηνές οι οποίες ασφυκτιούσαν κάτω από την πίεση των τραγουδιών του συρμού.

«Και από το εμπόριο ναρκωτικών μπορεί κάποιος να βγάλει καλά λεφτά. Δεν σημαίνει πως θα το κάνω», απάντησε μέσες-άκρες ο Λαυρέντης, σκιαγραφόντας μέσα σε λίγες λέξεις την στάση του απέναντι στις εξελίξεις.

Δεν ήταν θέμα έπαρσης ή ελιτισμού. Ήταν απλά θέμα γούστου και επιλογών. Πολλοί καλλιτέχνες εκείνη την εποχή «αναγκάστηκαν» να βρεθούν αρκετά μακριά από τα μουσικά «λιμάνια» που θεωρούσαν δικά τους. Επέλεξαν, τελικά, τον συμβιβασμό και για να επιβιώσουν άφησαν στην άκρη το σανίδι και το πάλκο, ανεβαίνοντας στις πίστες και ανοίγοντας τα προγράμματα για τις λαϊκές φίρμες εκείνων των χρόνων.

Αντίθετα, ο Λαυρέντης προτίμησε να προσεγγίσει μουσικά σχεδόν κάθε είδος της ελληνικής μουσικής, μέσα από τον δρόμο της σύνθεσης και του «παντρέματος». Μέσα από συνεργασίες που άφησαν εποχή, κυρίως χάρις στην δική του ικανότητα να ενώνει χώρους θεωρητικά πολύ μακρινούς μεταξύ τους.

Το μαρτυρά και η διαδρομή του. Οι συνεργασίες του. Οι άνθρωποι με τους οποίους μοιράστηκε την δισκογραφία του. Οι συμμετοχές άλλων στις δουλειές του και το δικό του άγγιγμα σε δουλειές των άλλων. Ο Λαυρέντης δεν χωρούσε σε ένα και μόνο καλούπι. Γι’ αυτό με επιμονή για χρόνια σφυρηλατούσε και μαστόρευε το δικό του, φτιάχνοντάς το τελικά αρκετά μεγάλο ώστε να χωρά τους φίλους που δημιούργησε σε ένα μουσικό ταξίδι το οποίο κράτησε σχεδόν 40 χρόνια και διακόπηκε βίαια από το έμφραγμα που του στέρησε πριν λίγες ώρες την ζωή.

Έχοντας δοκιμάσει και μάθει πολλά από την περιπέτεια με τους P.L.J, το συγκρότημα που ίδρυσε με τον Παύλο Κιρκιλή και τους Τάκη Βασαλάκη και Αντώνη Μιτζέλο να έρχονται στην πορεία, τόλμησε να τα βάλει με την απογοήτευση. Δεν την άφησε να τον νικήσει όταν το συγκρότημα δεν έκανε στην Γαλλία την διεθνή καριέρα που εκείνοι οι πιτσιρικάδες ονειρεύονταν. Ούτε να τον πάρει από κάτω όταν η μετεξέλιξή τους, οι Τερμίτες διαλύονταν μερικά χρόνια αργότερα. Ούτε καν να τον αποτελειώσει όταν οι πρώτες προσωπικές δουλειές του δεν είχαν την απήχηση που περίμενε.

Η επιστροφή του ως τραγουδοποιού στην εταιρεία στην οποία δούλευε σαν αποθηκάριος ήταν μια μεγάλη προσωπική νίκη, απολύτως δηλωτική του χαρακτήρα του.

Το πραγματικά μεγάλο ταλέντο του Λαυρέντη ήταν η επιθυμία του να ανακαλύπτει. Να δοκιμάζει. Να πειραματίζεται. Και να το κάνει δίχως τυμπανοκρουσίες και… εξαγγελίες. Να το κάνει απλά επειδή το γούσταρε και ήθελε να μοιραστεί αυτά τα… γούστα πρώτα με τα μουσικά φιλαράκια του και μετά με όλον τον υπόλοιπο κόσμο.

Δύσκολα θα βρεις άνθρωπο που να μην έχει πιάσει τον εαυτό του να σιγουτραγουδά ή να ψιθυρίζει κάποιο από τα κομμάτια του. Είτε από εκείνα που πήρε από το εξωτερικό προσθέτοντας ελληνικό στίχο, είτε από τα υπόλοιπα που αποτελούσαν δουλειές με μια πιο προσωπική σφραγίδα. Και αυτή είναι η απόλυτη ένδειξη του είδους της επιτυχίας του. Παρέμεινε λαϊκός, με την ουσιαστική έννοια του όρου. Φτάνοντας με τους ήχους και τις μελωδίες του σε κάθε αυτί, ανεξάρτητα από το είδος, το ύφος και τις ταμπέλες που θέτουν όρια στην μουσική.

Ο Λαυρέντης, τελικά, μας την… έκανε. Ξαφνικά. Αναπάντεχα. Απότομα. Αυτήν την φορά δεν ήταν οι συνηθισμένοι βαρύγδουποι, παραπλανητικοί τίτλοι που διαβάζεις παντού. Έφυγε λίγο πριν κλείσει τα 63. Πότε πρόλαβε να γίνει 63 «ο Μαγαπάς κι η Σαγαπώ» ούτε που το καταλάβαμε. Και αντίστοιχα, λίγοι είχαμε συνειδητοποιήσει πόσον Μαχαιρίτσα κουβαλάγαμε όλα αυτά τα χρόνια μέσα μας, δίχως να το κατανοούμε πραγματικά, χωρίς να μπορούμε καν να θυμηθούμε πόσες και πόσες φορές γυρίσαμε την ένταση στο τέρμα κάθε φορά που ετοιμαζόταν να μπει το ρεφρέν σε κάποιο από τα δεκάδες τραγούδια που χάρις στο δικό του άγγιγμα έγιναν δικά μας.