Λέγαμε όλοι λάθος τον τίτλο του: Το τραγούδι που μας είχε κάψει στο λύκειο δεν το πετύχαμε ποτέ

Το απόλυτο τεστ για να δεις αν ανήκεις σε ευπαθή ομάδα…

Ήταν η περίοδος που ο κόσμος σου ανήκε. Βαρούσες το νταούλι και άπαντες, πρωτοστατούντων των αγορών, χόρευαν (κάτι που αν το προσέθετες στο βιογραφικό σου θα προαλειφόσουν αυτομάτως για μεθεπόμενος πρωθυπουργός της χώρας). Τότε που έκανες πολύ καλό Ντι Κάπριο στον Τιτανικό, μιας και ήσουν πράγματι ο Βασιλιάς του Κόσμου- ασχέτως αν και μετά δυσκολίας ήσουν ο ξεπεσμένος πρίγκιπας του Νέου Κόσμου στην Αθήνα.

Γνώριζες τα πάντα και για τα πάντα- εν αντιθέσει με τους γονείς σου που δεν ήξεραν απολύτως τίποτα και στην «έσπαγαν» αενάως-, ήσουν πολύ κοντά στο να ολοκληρώσεις την πρώτη σου σοβαρή σχέση (της είχες πιάσει ενστικτωδώς το μπούτι, κάτι που προκάλεσε έκρηξη αδρεναλίνης στο κέντρο του κεφαλιού σου- και του πάνω και του κάτω) και, για να μη μακρηγορούμε, «…έδερνες». Θα βάζαμε και το ρήμα που προηγείται, όμως ξέρουμε και οι δύο πως τότε δεν ίσχυε αυτό, κάτι που συνεχίζει να μην ισχύει μέχρι σήμερα.

Ήσουν μαθητής λυκείου εκεί στις αρχές των 00s, είχες επιβιώσει από το διαφαινόμενο τέλος του κόσμου- ενός κόσμου που δε φαινόταν να ψήνεται ιδιαιτέρως να τελειώσει, κάτι που δύσκολα μπορούμε να το πούμε για το 2020…- και δούλευες πάνω σε μια νέα φόρμουλα που θα σε έκανε επιτυχώς χίλια κομμάτια, ούτως ώστε να προλαβαίνεις σχολείο-φροντιστήριο-αγγλικά-μπάσκετ-πιάνο-σπίτι-γκομενικά-«αλητείες». Ναι, οκ, ήσουν ελαφρώς πολυάσχολος, σου άρεσε να κάνεις πολλά πράγματα μαζί και δικαίως: ήσουν παντού μια ξεθωριασμένα χρυσή μετριότητα.

Πριν από κάνα δυο χρόνια με τα φιλαράκια από το γυμνάσιο κάνατε τα πιο επικά πάρτι στα χρονικά του έπους (της Οδύσσειας συμπεριλαμβανομένης), με τα γαριδάκια, τα δρακουλίνια, τις σπράιτ και τα μωρά από την τάξη- που δεν απείχαν και πολύ ηλικιακά από την κυριολεκτική χρήση του όρου «μωρό»- να συνθέτουν ένα εκρηκτικό μείγμα που όμοιό του δεν είχε δει ούτε ο Κύκλωπας.

Οι βαριεστημένοι (λόγω στιλ) χοροί υπό τους ήχους του «Γουάκαμακαφον», ή αλλιώς “Freestyler” των Bomfunk MC’s, έχουν μείνει στην ιστορία, όπως ακριβώς κινδύνευες να μείνεις κι εσύ στο συγκεκριμένο μάθημα γιατί το παράκανες με τα πάρτι.

Όμως αυτά ήταν, τότε, περσινά ξινά σταφύλια. Τώρα δεν ήσουν σπόρος όπως στο γυμνάσιο- όχι. Ήσουν λυκειόπαιδο (έστω και πρωτάκι) και η φάση σου ήταν, πια, διαφορετική. Είχες γίνει πιο «ψαγμένος», είχες διαφορετικά μουσικά ακούσματα και περνούσες την μπλε περίοδό σου- που σε αντίθεση με του Πικάσο δεν ήταν ακριβώς αριστουργηματική-, μιας και κυβερνούσες το σύμπαν μεν, με μια γλυκιά θλίψη δε.

Γι’ αυτό, είχες στραφεί ελαφρώς και στην ραπ, αλλά όχι την «σκληροπυρηνική» του γυμνασίου με τους Terror X Crewγια παράδειγμα, αλλά σε μια πιο αποδεκτή από την ευρεία μάζα. Εκείνη που μπορούσες να τη χορέψεις και σ’ ένα πάρτι χωρίς να χρειάζεται ν’ ανασύρεις από το ντουλάπι των οδυνηρών (για τους γύρω σου) αναμνήσεων την «καρέκλα», που δεν άφηνε όρθιο κανένα έπιπλο στο σπίτι. Εν ολίγοις, ήθελες ξένα κομμάτια, από εκείνα που θα στέκονταν άνετα σε μια συλλογή που πέρασες στην κασέτα με υπέρτιτλο ΞΕΝΑ-ΔΙΑΦΟΡΑ.

Κάπως έτσι, παρασύρθηκες κι εσύ από την πρωτοφανή επιτυχία που είχε κάνει τότε το «Καμαλέντι, καμ-καμαλέντι»- ένα τραγούδι που το άκουγες μέχρι να ματώσουν τ’ αυτιά σου και να θυμίζεις πρωταγωνιστή σε b-movie που υποδύεται έναν ψυχεδελικό Βαν Γκογκ (spoiler alert: στο τέλος κόβεις το ένα σου αυτί).

Και μπορεί οι γονείς σου να πλήρωναν τ’ αγγλικά σου αδρά, όμως εσύ θυμόσουν λίγες λέξεις αμυδρά. Εξ ου και το “Butterfly” των Crazy Town με τον θρυλικό στίχο “Come my lady, come come my lady/ You’re my butterfly, sugar baby” μετατράπηκε εν ηχητική και διαστρεβλωτική ριπή αυτιού σε «Καμαλέντι, καμ καμ αλέντι».

Ποσώς. Εκείνο που πραγματικά μετρούσε λίγο μετά την αυγή του μιλένιουμ ήταν πως το “Butterfly” παιζόταν παντού, σε πάσης φύσεως συγκέντρωση (τότε επιτρεπόταν και πάνω από 4 άτομα- «ΠΑΣΟΚ, ωραία χρόνια», που λέει και η υπέροχη Μαριλού στην «Τούρτα της Μαμάς» της ΕΡΤ) και όλοι, μα όλοι, κουνιόντουσαν στους ρυθμούς του.

Οι Crazy Town μπορεί να μην άλλαξαν ακριβώς την ιστορία της rap/rock σκηνής, όμως, φίλε μου, ήταν «υπεύθυνοι» για ορισμένα από τα πιο τρελά σκηνικά εκείνες τις μέρες.

Σε πόσες συμμαθήτριές σου δεν είχες πει «Καμαλέντι»; Πόσες δεν σου είχαν ρίξει άκυρο, αρνούμενες να come προς το μέρος σου; Πόσες φορές δεν αναρωτήθηκες όταν φορούσες εκείνα τα υπερμεγέθη ακουστικά και πατούσες το play στο Walkman (ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, στο φορητό cdplayer) την ώρα που έτρεχες, αν τερμάτισες τον όρο «υπερκούλ» ή όχι; Δεν ήταν τελείως τζάμι η φάση; Power;

Το “Butterfly” μπορεί ν’ ανέβηκε στον Κολοφώνα της δόξας του για έναν μόνο χρόνο, όμως όπως και η άλλη τεράστια επιτυχία του 2001 (το διαβόητο Dance with the Devil) χαράχτηκε με ανεξάλειπτο μουσικό μελάνι στο μυαλό μας.

Και μαζί του, φυσικά, συνδέθηκαν ορισμένες από τις πιο μνημειώδεις χυλόπιτες στιγμές της εφηβικής ζωής μας. Αν ήσουν εκείνη την περίοδο γύρω στα 15-16, ξέρεις.

Επίσης, αν ήσουν τότε 15-16, τώρα ανήκεις στην ηλικιακή ομάδα που διασπείρει περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη τον κορωνοϊό, οπότε καλό θα ήταν να τηρείς τα μέτρα υγιεινής και να φοράς την μάσκα σου παντού. Και μια προμετωπίδα, εδώ που τα λέμε, δεν είναι καθόλου άσχημη ιδέα.

Αν, αίφνης, βλέπεις κι εσύ μια λευκοντυμένη κοπέλα να σε καλεί, σαν άλλη Σειρήνα, να μπεις στο spotify ή στο YouTubeκαι ν’ ακούσεις το… «Καμαλέντι», μη φοβηθείς. Είναι η Νοσταλγία και σήμερα που ήρθε να σε βρει, έφερε μαζί της και ψήγματα από τη σοφία του Νταλί. Άκουσε τι σου ψιθυρίζει-σσς, άκου:

«Το μόνο άσχημο με τη σημερινή νεολαία είναι ότι δεν ανήκουμε πλέον σ’ αυτήν…»