Μύθος και πραγματικότητα. Αν ρίξει κανείς μια πρόχειρη ματιά σε κάποιους από τους στίχους που έχει γράψει, θα αναρωτηθεί πώς γίνεται να μην υπάρχει έστω μία φωτογραφία του στο χάος του διαδικτύου. Θέλεις να σου πω το όνομά του, να πούμε; «Μάλιστα κύριε». Αλέκος Καγιάντας, το λοιπόν.
Αλέκος εκ του Αλέξανδρος από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Με καταγωγή από τη Χίο. Θα βρεις πολλούς με αυτό το επίθετο στη Βολισσό. Γεννηθείς το 1944. Σε ηλικία 6 ετών βρέθηκε στην Αθήνα και στα 18 του έφυγε μετανάστης στο Μόναχο.
Ο νεαρός εργαζόταν σε φάμπρικες για να βγάζει τα προς το ζην, όμως, η σκληράδα της δουλειάς δεν τον εμπόδιζε να γράφει στίχους. Το αντίθετο μάλιστα. Αυτή η δημιουργική ενασχόληση τον αποφόρτιζε και τον έκανε να ξεχνά τη δύσκολη καθημερινότητα που βίωνε στη Γερμανία.
Αισθάνθηκε, μάλιστα, την ανάγκη να εξωτερικεύσει αυτήν του τη συνήθεια, ώσπου έφτασε στο σημείο να γράφει κείμενα για τη Βαυαρική Ραδιοφωνία. Και μόνο απ’ αυτό αντιλαμβάνεται κανείς ότι δεν ήταν τυχαίος. Το ταλέντο υπήρχε, ομοίως και η ανησυχία, επομένως οι προβλέψεις έλεγαν πως όλο και κάτι θα άφηνε ως παρακαταθήκη.
Η μεγάλη απόφαση πάρθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 με αρχές 1970. Ο Καγιάντας αποφασίζει να στείλει ένα δέμα με στίχους στον Γιώργο Ζαμπέτα, ο οποίος εκείνη την εποχή ψυχαγωγούσε το αθηναϊκό κοινό στο κέντρο «Αναμνήσεις». Το περιεχόμενο θα εξελισσόταν σε μερικές από τις πιο εμβληματικές επιτυχίες στην ιστορία του λαϊκού τραγουδιού.
«Αυτοί που φεύγουν κι αυτοί που μένουν», «Αλήτη», «Το γράμμα και η φωτογραφία», «Πού ήσουν και χάθηκες» και «Μάλιστα κύριε», ήταν μερικά από τα τραγούδια που γέννησε εκείνο το δέμα.
Κι όμως η ιστορία λίγο έλειψε να γραφτεί διαφορετικά. Για την ακρίβεια να μην γραφτεί ποτέ. Διότι διαβάζοντας ένα μέρος των εμπνεύσεων του Καγιάντα, ο Ζαμπέτας σκέφτηκε να σκίσει τα χαρτιά!
Στην τελευταία τηλεοπτική του συνέντευξη στη Μαλβίνα Κάραλη το 1989, ο θρύλος του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού κλήθηκε να σχολιάσει το γεγονός ότι λάμβανε συνεχώς στίχους.
Η απάντησή του: «Όλη η Ελλάδα γράφει. Τι θέλεις; Πρωθυπουργό; Δέκα εκατομμύρια πρωθυπουργοί. Γιατροί; Δέκα εκατομμύρια γιατροί. Τι θέλεις, να πούμε; Δάσκαλο; Δέκα εκατομμύρια δάσκαλοι. Ό,τι ζητήσεις, υπάρχουνε. Υπουργοί; Δέκα εκατομμύρια υπουργοί. Γενικοί διευθυντάδες; Δέκα εκατομμύρια. Όλοι οι Έλληνες ποιητές. Όλοι τραγουδιστές. Όλοι συνθέτες».
Όταν ρωτήθηκε αν είχε την υποψία ότι μπορεί κάποια στιγμή να έσκισε κάποιους σημαντικούς στίχους, ο Ζαμπέτας εκμυστηρεύτηκε: «Δεν τους έσκιζα, τους διάβαζα. Κι αφού, βέβαια, δεν υπήρχε τίποτα, όσοι μου αφήνανε κανα τηλέφωνο, επικοινωνούσα μαζί τους και τους πέταγα. Όσοι δεν μου αφήνανε τηλέφωνο, τους πέταγα. Ανώνυμος, ξέρω ‘γω, τι να κάνω τώρα; Δηλαδή να το πάρω αυτό, να το κάνω τραγούδι, να το βγάλω στον κόσμο, να αγοραστεί, για να με κυνηγάνε και να με πάνε φυλακή;»
Ευτυχώς για την ελληνική δισκογραφία, ο Καγιάντας έστειλε επώνυμα τις εμπνεύσεις του. Ευτυχώς για την ελληνική δισκογραφία, ο Ζαμπέτας δεν προχώρησε στο σκίσιμο των χαρτιών. Διότι και να απευθυνόταν σε άλλο συνθέτη ο επίδοξος στιχουργός, ακόμη κι αν λάμβανε το ok, δύσκολα θα μπορούσε να αποτυπώσει κάποιος τα παραπάνω τραγούδια όπως ο ανυπέρβλητος δεξιοτέχνης του μπουζουκιού.
«Σαλεύουνε οι στίχοι», σχολίασε ο Ζαμπέτας όταν τους διάβασε καλύτερα. Με την πρώτη ευκαιρία ταξίδεψε στο Μόναχο, συναντήθηκε μαζί του και τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Ο ίδιος ο συνθέτης, η Βίκυ Μοσχολιού, η Μαρινέλλα, ο Γιάννης Πουλόπουλος, ο Τόλης Βοσκόπουλος, ο Σταμάτης Κόκοτας, η Πόλυ Πάνου, η Δούκισσα, η Ρένα Κουμιώτη, η Ελένη Ροδά και η Αλεξάνδρα είναι μεταξύ εκείνων που τραγούδησαν Καγιάντα.
Ο εμπνευσμένος Αλεξανδρινός, με την καταγωγή από τη Χίο, έμελλε να γράψει στίχους για περίπου 70 τραγούδια. Μετά τον Ζαμπέτα συνεργάστηκε με συνθέτες όπως ο Θανάσης Πολυκανδριώτης, ο Μπάμπης Πραματευτάκης, ο Τάσος Χαμουρτιάδης, ο Στέλιος Σωτηρίου και ο Μιχάλης Καρράς. Πολλά από τα δημιουργήματά του ερμήνευσαν αργότερα η Γεωργία Λόγγου και ο Περικλής Περάκης.
Ο πρωταγωνιστής του αφιερώματος επαναπατρίστηκε το 1972 και κατοίκησε στη Θεσσαλονίκη έως τον θάνατό του το 2009. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι το «Καγιάντας» ήταν ψευδώνυμο του Γιάννη Καλαμίτση, όμως, αυτό δεν ευσταθεί. Ίσως αυτή η φήμη να έχει υπόσταση μόνο για το «Μάλιστα κύριε». Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Αλέκος Καγιάντας αποτελεί έναν αφανή «ήρωα» του λαϊκού τραγουδιού.