Είτε σου άρεσε η μουσική της, είτε όχι, δεν μπορούσες παρά να παραδεχτείς ότι υπήρξε μια ξεχωριστή φυσιογνωμία στο ελληνικό πεντάγραμμο με το δικό της δημιουργικό και ερμηνευτικό στιλ. Η Αργυρώ – Νικολέτα Τσάπρα, κατά κόσμον Αρλέτα, έδωσε το δικό της χρώμα στο ελληνικό τραγούδι με το λυρισμό, την ιδιαίτερη μελωδική φωνή της και αρκετές δημιουργίες που νιώθεις ότι δεν εντάσσονται σε καμία νόρμα.
Υπήρξε μια πολύπλευρη καλλιτεχνική προσωπικότητα, συνθέτρια, ερμηνεύτρια, ποιήτρια και εικαστικός, έχοντας σπουδάσει ζωγραφική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών.
Παράλληλα με το τραγούδι έχει σχεδιάσει εξώφυλλα δίσκων και έχει εικονογραφήσει βιβλία, ενώ σκίτσα και πίνακές της συμμετείχαν σε δύο ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής, στην Αθήνα και την Τζιά.
Η Αρλέτα γεννήθηκε το 1945 στο Μεταξουργείο και ξεκίνησε τη δισκογραφική της καριέρα τη δεκαετία του 1960, όταν ήταν σε άνθιση το «νέο κύμα» της ελληνικής μουσικής. Μεταξύ άλλων συνεργάστηκε με τους Μάνο Χατζιδάκη και Μίκη Θεοδωράκη, ενώ ο πρώτος της δίσκος, το 1966, περιελάμβανε τραγούδια των Γιάννη Σπανού, Νότη Μαυρουδή, Νίκου Χουλιάρα και Γιώργου Κοντογιώργου. Ξεχώρισαν από αυτόν το «Μια φορά θυμάμαι», «Τις άδειες νύχτες» και «Το πέτρινο χαμόγελο».
Θα έλεγε κανείς ότι το «Μια φορά θυμάμαι» είναι το πιο διαχρονικό κομμάτι της σπουδαίας καλλιτέχνιδας, δεδομένου ότι το έγραψε το 1966. Βεβαίως στα χνάρια του βαδίζουν τα εξίσου χιλιοτραγουδισμένα «Τα Ήσυχα Βράδια» (1985), η «Σερενάτα» (1986) και βεβαίως το μεγάλο hit του 1991, το «Μπαρ το ναυάγιο», που είναι και ο λόγος για τον οποίο γράφτηκε αυτό το κείμενο.
Η ειδική μνεία στο κομμάτι αντανακλά σε μια ιδιαιτερότητα. Ή μάλλον σε δύο. Πρώτον, ξεκίνησε να γράφεται σε μια χαρτοπετσέτα και δεύτερον το μαγαζί που ενέπνευσε την Αρλέτα δεν ήταν μπαρ, έστω κι αν έκτοτε εκατοντάδες μπαρ σε όλη την Ελλάδα ονομάστηκαν έτσι προς τιμήν του!
Την… παραπλάνηση είχε αποκαλύψει η ίδια η δημιουργός σε συνέντευξή της στον ραδιοφωνικό παραγωγό Μιχάλη Γελασάκη το 2009.
«Το “Μπαρ το ναυάγιο” δεν έχει καμία σχέση με κανένα μπαρ. Ήταν ένα καφέ-ουζερί σε μια πάροδο της Κατεχάκη. Δεν ξέρω αν υπάρχει ακόμα. Από εκεί ξεκίνησε το τραγούδι, όχι από μπαρ. Από ένα άθλιο καφέ-ουζερί όπου μαζευόντουσαν κάποιοι άνθρωποι τελείως, πώς να το πω, εκτός κοινωνίας, ναυαγισμένοι εντελώς», είχε πει τότε η Αρλέτα, προσθέτοντας ότι ταλαιπωρήθηκε πολύ για να ολοκληρώσει τους στίχους. «Εγώ περνούσα τυχαία και νόμιζα ότι ήταν ψιλικατζίδικο και μπήκα μέσα να αγοράσω τσιγάρα. Είδα την κατάσταση που επικρατούσε εκεί. Βγαίνοντας γύρισα το κεφάλι μου και είδα την ταμπέλα που έγραφε “Ναυάγιο” και ξεκίνησα το τραγούδι επί τόπου σε μια χαρτοπετσέτα. Ήμουν και λίγο μεθυσμένη… Ενώ άρχισε αβίαστα και πολύ εύκολα, μετά, για να το τελειώσω, μου έβγαλε την ψυχή. Το πάλευα μήνες! Ξεκίνησε σε μια χαρτοπετσέτα, όπως τα περισσότερα καλά πράγματα που έχω κάνει. Γράφω συχνά πάνω σε χαρτοπετσέτες ή πάνω στο χαρτί του τραπεζιού στις ταβέρνες».
Όσο για τον «άγιο» που πρωταγωνιστεί στο τραγούδι, αυτός λέγεται πως ήταν πραγματικό πρόσωπο και συγκεκριμένα ο διανοούμενος μοναχός Ιερόθεος Καρυώτης, που θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες μορφές της Αθωνικής μοναστικής πολιτείας και υπήρξε και εκδότης του περιοδικού «Πρώτον».
Στο βίντεο κλιπ του «Ναυαγίου» πάντως αυτός που εμφανιζόταν ως «Άγιος» ήταν ο συνθέτης, τραγουδοποιός, ενορχηστρωτής και παραγωγός, Γιάννης Κ. Ιωάννου, ο οποίος ήταν προσωπικός φίλος της Αρλέτας.
Το τραγούδι παραπέμπει σε χριστιανική παραβολή. Ο Άγιος εκπλήσσει με την παρουσία του στο μπαρ μία από τους θαμώνες (η Αρλέτα χρησιμοποιεί πρώτο πρόσωπο) και απαντά στην απορία της υπονοώντας ότι βρίσκεται στο σωστό μέρος, διότι αγαπά τους κολασμένους και γιατί «αν θες ν’ αγιάσεις πρέπει να αμαρτήσεις».